Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Το μικρό αυτό κείμενο, είναι αφιερωμένο στην ευγενεστάτη ανώνυμη κυρία, που μίλησε τις προάλλες στις ραδιοφωνικές συχνότητες, για να εκδηλώσει τον καημό της και συνάμα το μαράζι της Ελληνίδας μάνας, που δέχτηκε με σφοδρότητα το χτύπημα της μετανάστευσης.
Της μετανάστευσης των δικών μας παιδιών, που με τεράστιες θυσίες και με κόπους τα σπουδάσαμε, και μας τα παίρνουν τώρα μακριά οι αποστάσεις:
– Μαρία, έχεις δίκιο. Θα κρατήσουμε για μας αυτή τη μικρή γκαρσονιερίτσα στο ισόγειο. Καλά είναι να είμαστε κοντά με τα παιδιά μας στα γεράματα και να μην έχουμε ν’ ανεβοκατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια.
«Ευτυχώς που βρέθηκαν αυτά τα συνεργεία για το χτίσιμο του σπιτιού. Ο ένας μάστορας καλύτερος από τον άλλον. Τουλάχιστον σ΄ αυτόν τον τομέα στάθηκα τυχερός, γιατί κατά τα άλλα, με μάδησε η εφορία. Άσε που το μεγαλύτερο το μέρος απ΄ το δάνειο ξοδεύτηκε για να καλύψει τα ελλείμματα του ΙΚΑ και όχι για τους εργάτες. Ελλείμματα από τον τζόγο στο χρηματιστήριο κι από τα όξυνα ομόλογα που έπαιζαν διορισμένες διοικήσεις των ταμείων και σκάρτες κυβερνήσεις».
– Μαστρο-Κώστα, βάλε τα δυνατά σου. Τα μάρμαρα αυτά είναι για το σαλόνι του γιού μου του Λευτέρη στον δεύτερο τον όροφο. Κι εσύ κυρ Νίκο, τα σανίδια με το μαλακό, θα μπούνε στις κρεβατοκάμαρες τις κόρης μου στον πρώτο. Τα πήρα για την Ελενίτσα μας που τώρα είναι στο πανεπιστήμιο. Κι όταν με το καλό τελειώσει και γενεί γιατρίνα, θα μένει εδώ και θα την έχουμε κοντά μας!
……….
– Μαρία έφυγα! Πάω στην τράπεζα να κάνω μία αίτηση, γιατί μας απειλεί η ίδια η κυβέρνηση πως αν δεν δώσουμε τη δόση για τον ΕΝΦΙΑ, τον φόρο δηλαδή ιδιοκτησίας για το σπίτι που φτιάξαμε για μας και τα παιδιά μας, θα κάνουνε κατάσχεση στη σύνταξη, λες και είμαι εγώ και όχι αυτοί ο λωποδύτης.
«Που να το φανταζόμουνα πριν δέκα χρόνια πως θα πάθαινα μια τέτοια νίλα! Τι το ‘θελα αυτό το σπίτι το ρημάδι.
Με τσάκισε η εφορία και το δάνειο που πήρα για να το τελειώσω. Και να πεις πως έκανα και τίποτε υπερβολές; Τίποτε το σπουδαίο! Μια τυπική κατασκευή για τα παιδιά μας. Έτσι μάθαμε από τους γονείς μας έτσι κάναμε κι εμείς. Ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας. Αυτό ήταν τ’ όνειρό μας. Γι’ αυτό κοπιάσαμε, δουλέψαμε σκληρά κι εγώ και η γυναίκα μου η Μαρία, για να το φτιάξουμε και για να έχουν κάτι τα παιδιά μας στο ξεκίνημα».
– Κύριε Αργυρόπουλε το ξέρω, καταλαβαίνω πως η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει την νομοθεσία, αλλά σας ικετεύω σα γονιός να κάνετε κομμάτι υπομονή για λίγες μέρες, ώσπου να εισπράξω κάτι λεφτουδάκια από δικούς μου οφειλέτες.
………..
– Και τι το θέλαμε το σπίτι βρε Μαρία. Βραχνάς μεγάλος είχε γίνει! Το πήρε η τράπεζα και ησυχάσαμε. Μου έφυγε ένα μεγάλο βάρος, μια αγκούσα! Ειλικρινά σου λέω λευτερώθηκα! Έτσι κι αλλιώς μείναμε μόνοι. Έφυγε το αγόρι μας για το Λονδίνο για δουλειά και τώρα φεύγει και η Ελενίτσα! Καλά να είναι τα παιδιά μας θα μου πεις και θα το δεις πως κάποια μέρα θα γυρίσουν κι όλα θα γίνουνε με μιας όπως τα σχεδιάσαμε οι δυο μας. Έλα τώρα, πάμε να ρίξουμε μια τελευταία ματιά στο σπιτικό μας, γιατί από αύριο θα μπούνε ξένοι ιδιοκτήτες και θα αλλάξουνε τις κλειδαριές από τις πόρτες.
«Να το σαλόνι του Λευτέρη με το γυαλιστερό το μάρμαρο. Δύο φορές το ξήλωσε ο καψερός ο μαστρο-Κώστας για να το φτιάξει όπως το ήθελα. Να και οι κρεβατοκάμαρες οι παιδικές της Ελενίτσας, που ετοίμασα για τα δικά μας εγγονάκια. Πόσες και πόσες ώρες δεν εξόδεψα εδώ μαζί με τους εργάτες, ανάμεσα σε τούτα τα ντουβάρια; Κι όταν εκείνοι σχόλαγαν κι έμενα μόνος, έπιανα εκείνη τη γωνιά κι έκανα όνειρα και γέμιζε φωνές και μουσική και γέλια το γιαπί μου, καθώς σουρούπωνε και έσβηνε σιγά – σιγά ο ήλιος».
– Πάμε Μαρία. Όποιοι κι αν έρθουν αύριο να πάρουνε το σπίτι, ποτέ τους δεν θα γίνουνε πραγματικοί ιδιοκτήτες. Φιλοξενούμενοι θα μείνουν, επισκέπτες, ανάμεσα σε τοίχους που χτιστήκανε με όνειρα δικά μας και με ελπίδες μιας ολάκερης ζωής!
Πηγή: sta-fora