Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Δυο τρία οχήματα ήταν όλα κι όλα σταθμευμένα στο υπαίθριο παρκινγκ του σταθμού εξυπηρέτησης αυτοκινήτων. Ξημέρωνε σε λίγο η παραμονή των Χριστουγέννων και η κίνηση στους δρόμους είχε κόψει για τα καλά. Ο Τέλης, που είχε ξεμείνει ως αργά στο γραφείο του για να διεκπεραιώσει μια επείγουσα υπόθεση, έδεσε το χειρόφρενο, ανασήκωσε τον γιακά της καπαρντίνας του για να προστατευτεί από τον παγωμένο αέρα και κατευθύνθηκε μέσα στο μισοσκόταδο προς τη μεριά του πολυκαταστήματος.
Πίσω από την τεράστια περιστρεφόμενη πόρτα, τον υποδέχθηκαν ο ζεστός αέρας του κλιματισμού, οι φωνές του Ντιν Μάρτιν και της Σκάρλετ Γιόχανσον στο «I’ll be Homefor Christmas» και το μυστηριώδες χαμόγελο του Αι Βασίλη που έστεκε μέσα στο χρυσοκόκκινο έλκηθρό του, έτοιμος για μια αναμνηστική φωτογραφία.
Πριν δώσει την παραγγελία για ζεστό καφέ και κρουασάν, περιπλανήθηκε για λίγο ανάμεσα από τις γιορτινές βιτρίνες και τα ράφια με τα χριστουγεννιάτικα τα δώρα και τις λιχουδιές: «Τι όμορφα δώρα;» σκέφτηκε, «Δεν έχω όμως φίλους να τους πάρω».
Ο Τέλης, είχε ένα πολύ καλό συμβόλαιο συνεργασίας με μια μεγάλη εταιρεία επενδύσεων. Η πρόταση που του έκανε η εταιρεία όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ήταν πολύ δελεαστική και σαγηνεύτηκε από τη δόξα και το χρήμα. Αυτή ήτανε και η αιτία που άφησε πίσω τους γονείς του και φέρθηκε σκληρά και άδικα στους ανθρώπους που αγαπούσε και που τον αγαπούσαν.
Τώρα πλησίαζε τα σαράντα και ζούσε ακόμα εργένης σε μια πολυτελέστατη μονοκατοικία στα προάστια της πρωτεύουσας. Οδηγούσε ένα πανάκριβο σπορ αυτοκίνητο που του το είχε παραχωρήσει η εταιρεία. Το τίμημα της επιτυχίας του όμως, ήταν βαρύ. Μπορεί να καμάρωνε για την πλούσια και άνετη ζωή που του εξασφάλιζαν τα αφεντικά του και οι ζάμπλουτοι πελάτες του, μα κατά βάθος δεν αισθανότανε καθόλου ευτυχισμένος. Ένοιωθε πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του, ήταν απρόθυμοι ν΄ αφουγκρασθούν τις δυσκολίες και τις έγνοιες του. Ήξερε ακόμα, πως όλα τα μπράβο και τα μπόνους που του έδιναν, τα έθρεφε η σκοπιμότητα και η υποκρισία. Ωστόσο είχε εδώ και καιρό αποδεχθεί, πως στη ζωή θα πορευόταν μόνος, χωρίς να εμπιστεύεται κανέναν!
– «Αυτό το δώρο είναι για σένα, κύριε Τέλη», άκουσε μια φωνή πίσω του. Ήταν ο Αι Βασίλης μ΄ εκείνο το παράξενο χαμόγελο, που κράταγε στο χέρι του ένα βιβλίο, χωρίς τίτλο!
Ο Τέλης, παραξενεύτηκε αλλά δεν μίλησε. Άνοιξε όλος περιέργεια τις πρώτες του σελίδες! Και τότε είναι που συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Όλα με μιας γύρω του αλλάξανε. Βρέθηκε ξαφνικά, μικρό παιδί, να κάθεται με τους γονείς του, μέσα στο σπίτι του το πατρικό στην επαρχία, κι άκουσε τον πατέρα του – όπως παλιά δίπλα στο τζάκι – να του λέει εκείνες τις παράξενες τις ιστορίες με τους παραωρίτες και τους καλικάντζαρους.
Σάστισε προς στιγμήν, μα η περιέργεια δυνάμωνε, και έτσι όπως γύρισε ακόμα μερικές σελίδες του βιβλίου, έφτασαν ήχοι ως τ΄ αυτιά του! Μια γνώριμη μελωδική ανάμνηση ακούμπησε πάνω στο στήθος του κι ύστερα εμφανίστηκαν μπροστά στα μάτια του ολοζώντανοι οι παιδικοί του φίλοι και είπανε όλοι μαζί ξανά τα κάλαντα. Και γύρω, λέει, ήτανε μαζεμένοι οι γειτόνοι οι παλιοί, κυράδες και νοικοκυραίοι, πρόσωπα αγαπημένα που παράπεσαν μέσα στο χρόνο. Και οι κυράδες, τους μοιράζανε γλυκά και φιλοδωρήματα, από εκείνα που είχαν κρατημένα γι αυτό το σκοπό.
Κι άλλη σελίδα γύρισε ο Τέλης, κι άλλη μια. Κι είδε την πρώτη του αγάπη, την Αννούλα, να τον περιμένει υπομονετικά για να φανεί απ τη γωνιά του δρόμου. Του δρόμου που τον έφερνε για τις γιορτές, απ΄ το πανεπιστήμιο. Έστεκε όμορφη η Αννούλα και λατρεμένη, και είχε την λαχτάρα φυλαγμένη μεσ΄ στο βλέμμα της και ανθισμένη τη χαρά πάνω στα χείλη.
Τώρα, τον Τέλη πια τον ζώνανε τα φίδια. Άνοιξε γρήγορα πέρα απ΄ τη μέση το βιβλίο και είδε στρωμένο το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Και είδε και τους γονείς του, γερασμένους και θλιμμένους, την πόρτα να κοιτούν με προσμονή μήπως και τύχει να χτυπήσει, μήπως και τύχει να ακούσουν τη φωνή του στο κατώφλι.
Με χέρι που έτρεμε από την αγωνία, γύρισε ο Τέλης ως την τελευταία σελίδα. Και είδε μια αίθουσα πολυτελή σαν σε παλάτι. Ένα σαλόνι δίπλα κι ένα γραφείο ξύλινο πιο πέρα, βαριές κουρτίνες και κορνίζες. Και μια μεγάλη τηλεόραση αντίκρυ απ το κρεβάτι του είδε. Ένα κρεβάτι όμοιο με κείνα που τα βάζουνε στους οίκους ευγηρίας. Κι αυτός, να είναι ξαπλωμένος.
– Τι είναι εδώ; Που βρίσκομαι; Ρώτησε ο Τέλης!
– Δεν κάνει να ταράζεστε, ησυχάστε! Είσαστε μόνος τώρα εδώ και δεν σας ενοχλεί κανένας. Στον δίπλα θάλαμο γινόταν φασαρία απ τα παιδιά, τα εγγόνια και τους επισκέπτες, που ήρθανε να πουν χρόνια πολλά και κάλαντα, σε δυο παππούδες.
– Δεν ήθελα να είμαι μόνος τέτοια μέρα! Μα, εσύ ποια είσαι κοπέλα μου; Γιατί να με φροντίζεις; Δε σε ξέρω!
– Η ασφάλειά σας τα καλύπτει όλα τα έξοδά κύριε κι εγώ είμαι εδώ για συντροφιά και για να σας περιποιούμαι…
«Παρακαλώ αν θέλετε να φωτογραφηθείτε, θα πρέπει να έρθετε μετά τις δέκα το πρωί. Αυτή την ώρα ο Αγιοβασίλης μας απουσιάζει», τον επανέφερε στην πραγματικότητα η ευγενική φωνή μιας υπαλλήλου.
Πίσω από την τεράστια περιστρεφόμενη πόρτα του καταστήματος, στη θέση φωτογράφισης δίπλα στο έλκηθρο βρέθηκε ο Τέλης. Έστεκε εκεί αποσβολωμένος, μ΄ ένα ταξιδιωτικό φυλλάδιο στο χέρι. Ο αέρας του κλιματισμού τον χτύπαγε στο πρόσωπο ζεστός και οι φωνές του Ντιν Μάρτιν και της Σκάρλετ Γιόχανσον τραγουδούσαν ακόμα το «I’ll be Home for Christmas»!
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο ο Τέλης, χώρεσε όσες λιχουδιές και δώρα άντεχε η αγκαλιά του και πήγε στο ταμείο να πληρώσει.
«Πάω στην μάνα μου και στον πατέρα, και στους ανθρώπους τους δικούς μου», «Είναι Χριστούγεννα και ξέρω πως με περιμένουν», είπε στην υπάλληλο που τον κοιτούσε απορημένη. «Και που ξέρεις; Ίσως να βρω και μια κοπέλα λατρεμένη, με την λαχτάρα φυλαγμένη μεσ΄ στο βλέμμα της… να καρτερεί»!
Πηγή: sta-fora