Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
– Γιατί κλαις μάνα;
– Από χαρά είναι κόρη μου!
– Θα έρθω πάλι μάνα να σε δω σε λίγες μέρες, παραμονή των Χριστουγέννων.
Κάθε φορά που η Άντζυ επισκέπτονταν τον οίκο ευγηρίας, ένοιωθε πως το τελευταίο δάκρυ της πεθεράς της, το δάκρυ του αποχαιρετισμού, κύλαγε πάνω σ ένα κρυφό παράπονο. Ένα παράπονο που κόμπιαζε όταν ανέβαινε ως τα τρεμάμενα τα χείλη της και που η Άντζυ, δεν τόλμησε ποτέ της να ρωτήσει!
Πάνε μερικά χρόνια τώρα που «αναγκάστηκαν» να φέρουν την ηλικιωμένη μητέρα σ΄ αυτό το ίδρυμα. Οι κοινωνικές συνθήκες βλέπεις! Οι περιστάσεις! Οι απαιτήσεις των παιδιών που μεγάλωναν, η προαγωγή του συζύγου στην εταιρεία, οι ανάγκες του σπιτιού και βέβαια η σύγχρονη ζωή, που τους φόρτωσε μ΄ ένα σωρό υποχρεώσεις.
– Εκεί θα είναι καλύτερα και για την ίδια.
– Θα κάνει και παρέα με ανθρώπους της ηλικίας της η καημένη.
– Θα έχει ιατρική φροντίδα όλο το εικοσιτετράωρο.
– Τηλεόραση στο δωμάτιό της και όλα τα κομφόρ. Και από καθαριότητα κι από φαγητό; Καλύτερα κι από το σπίτι! Χωρίς αμφιβολία!
– Μήπως δεν έχει το κουμάντο της; Τη σύνταξή της; Αρχόντισσα γυναίκα είναι και περήφανη. Δεν θέλει να γίνεται βάρος σε κανέναν!
Αυτά κι άλλα τόσα ήταν τα «ακλόνητα» επιχειρήματα που οδήγησαν τη δόλια τη μάνα στο γηροκομείο, μακριά από το σπίτι που μεγάλωσε και που η ίδια με χαρά το έγραψε στο γιο της τον Χαρίδημο όταν παντρεύτηκαν με την Άντζυ. Ωστόσο, όλοι τη θυμόντουσαν στο σπίτι και πιότερα απ όλους, η Άντζυ. Πάντα τυπική, κάθε Σάββατο πρωί την επισκεπτόταν στην αίθουσα υποδοχής για να τα πούνε σαν τη μάνα με την κόρη. Μια στις τόσες μάλιστα, όταν ο Χαρίδημος είχε ρεπό απ΄ τη δουλειά του, τον έπαιρνε κι αυτόν μαζί της.
Αυτό το Σάββατο, το επισκεπτήριο δεν κράτησε και πολύ ώρα. Θες η λίστα των καλεσμένων στη Χριστουγεννιάτικη ρεβεγιόν που δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί, θες το στόλισμα του δένδρου και του σπιτιού, βάλε λίγο και την οργάνωση του πρωτοχρονιάτικου ταξιδιού στο Βερολίνο που της έταξε ο Χαρίδημος από τα πέρυσι, όλα μαζεμένα, την άγχωσαν την Άντζυ και την φόρτωσαν ευθύνες. Ήταν και τα δώρα, ήταν και τα ψώνια, ήταν και το γυμναστήριο, ήταν και τα κομμωτήρια… σκέτη απελπισία!
Έτσι, αργά το μεσημέρι γύρισε κατάκοπη στο σπίτι της, αφού πρώτα πέρασε από το σούπερ μάρκετ και αγόρασε μερικές μερίδες έτοιμο φαγητό για να μη χαλάσει στο μαγείρεμα το μανικιούρ που μόλις είχε κάνει στου «Άραμις», στη μικρή πλατεία. Δεν πρόλαβε όμως καλά καλά να βγάλει το κλειδί από την πόρτα, όταν:
– Τι έγινε Χαρίδημε; Πως και γύρισες νωρίς στο σπίτι σήμερα; Τι μούτρα είναι αυτά;
– Γυναίκα, όπως είσαι πάρε τα ψώνια και γύρισέ τα πίσω, ξέσπασε ο Χαρίδημος. Η εταιρεία φαλίρισε κι εμείς βρεθήκαμε στο δρόμο. Άντε τώρα μέσα σ αυτήν την κρίση να βρω καινούρια δουλειά. Έχουμε κι όλες τις πιστωτικές μας κάρτες φορτωμένες. Χαθήκαμε!
Ο αιθέρας, το ξύδι και το οινόπνευμα, δεν στάθηκαν ικανά να συνεφέρουν την Άντζυ, που μπαΐλντισε και ξάπλωσε φαρδιά πλατιά πάνω στη μπορντώ δερματίνη του καναπέ του σαλονιού τους με ταχυπαλμία. Χρειάστηκε να επιστρατευτούν δυο τρία δυνατά χαστούκια του Χαρίδημου για να την επαναφέρουν και δυο τρεις ώρες για να την πιάσουν τα ηρεμιστικά που κατάπιε χωρίς να πιει νερό.
– Να πας να φέρεις τη μάνα σου αμέσως, άρθρωσε με κόπο η Άντζυ τελικά. Δεν είμαστε τώρα για περιττά έξοδα, θα χρειαστούμε και τη σύνταξή της. Και τη Δευτέρα το πρωί, εγώ θα πάω στις τράπεζες κι εσύ στην εφορία και στη ΔΕΗ, για διακανονισμό. Μην πεις τίποτε στα παιδιά γιατί θα τρελαθούνε!
Ποιος θα το φανταζόταν λίγες μέρες πριν, πως η κρίση θα έμπαινε και στο σπίτι του Χαρίδημου. Ποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί πως η χρεοκοπία θα χτύπαγε και τη δική του πόρτα. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρήκε την οικογένεια απροετοίμαστη χρονιάρες μέρες. Τέρμα τα ψώνια, τέλος στα δωράκια για τους γνωστούς και τους φίλους, πάει και το ταξίδι στο Βερολίνο, κόπηκε απότομα και το γυμναστήριο της Άντζυ, ακυρώθηκε και το ραντεβού στο κομμωτήριο, χάλασε και το μανικιούρ που με τόση επιμέλεια περιποιήθηκε ο «Άραμις» αυτοπροσώπως.
Έτσι, το μεσημέρι ανήμερα των Χριστουγέννων, βρήκε μετά από πολύ καιρό, όλη την οικογένεια μαζεμένη γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Και όλως περιέργως, ήταν όλοι τους απροσποίητα χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Έφτασε και η ώρα να ανταλλάξουν τις ευχές και τα προσωπικά τους τα δωράκια.
Όταν ήρθε η σειρά της γιαγιάς, αντί για δώρα, τους διηγήθηκε μια τρυφερή χριστουγεννιάτικη ιστορία. Την ιστορία της γεννήσεως του Θεανθρώπου. Μια ιστορία που την είχαν ξανακούσει από τα χείλη της πολλές φορές, αλλά συνεπαρμένοι από τα λαμπερά και πανάκριβα δώρα που τους περίμεναν κάτω από το στολισμένο δένδρο, ποτέ τους δεν της είχαν δώσει την πρέπουσα σημασία.
Τούτη όμως τη φορά την άκουσαν με προσοχή και φάνηκε πως νοιώσανε το μήνυμά της. Πως δηλαδή, η γέννηση του μικρού Χριστού έφερε στον κόσμο την ελπίδα που μας κρατάει όλους δυνατούς απέναντι στους πειρασμούς και στις δυσκολίες της ζωής. Ύστερα, σηκώθηκε από τη θέση της με δυσκολία κι έφερε από το δωμάτιό της το ξύλινο το σκαλιστό κουτί που φύλαγε τις αναμνήσεις της. Το άνοιξε με προσοχή και κράτησε μέσα στα ρυτιδιασμένα της τα δάχτυλα, σαν να ήταν τα πολυτιμότερα πράγματα του κόσμου, δυο μικρές χριστουγεννιάτικες μπαλίτσες τυλιγμένες σε κατακόκκινο γυαλιστερό χαρτί που έγραφαν με… ορνιθοσκαλίσματα: «Καλά Χριστούγεννα».
– Εμείς τις φτιάξαμε γιαγιούλα τις μπαλίτσες όταν είμασταν πολύ μικρά. Το θυμάσαι; Για να στολίσουμε το δένδρο. Φώναξαν χαρούμενα τα εγγονάκια της και τις αρπάξαν με χαρά, για να τις κρεμάσουνε μαζί με τ΄ άλλα τα στολίδια.
– Γιατί κλαις μάνα;
– Από χαρά είναι γιε μου που… βρήκα πάλι τα παιδιά μου που τα είχα χάσει! Είπε η μάνα και σήκωσε το βλέμμα της στις χάρτινες μπαλίτσες που είχαν εν τω μεταξύ κρεμάσει τα εγγονάκια της στο πιο ψηλό κλαδί του δένδρου, δίπλα στ΄ αστέρι.
Πηγή: sta-fora