Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Μια φορά κι ένα καιρό, ένας τζίτζικας κι ένας μέρμηγκας, ζούσαν ¨πειθαρχημένα¨ σε μια όμορφη χώρα που τη λέγαν Λένγκω. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει την φωλιά του στα κλαδιά ενός πανύψηλου δέντρου (ρετιρέ), ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του (ημιυπόγειο).
Μετά από εφτά χρόνια φαγούρας και πάλης ξεκίνημα, ήρθε στη Λένγκω, η εποχή της μεταπολίτευσης και της μεγάλης αλλαγής. Επιτέλους, ανέτειλε για όλους, της δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός κι έφερε μαζί του γλυκό ψωμί, παιδεία και ελευθερία.
Ο αρχηγός ο ήλιος, πιστός στο καθήκον του, σε τράβαγε πρωί – πρωί απ΄ το μανίκι για να πας για τη δουλειά. Έτσι ο μέρμηγκας, ιδροκοπώντας τίμια, ασταμάτητα και ανθυγιεινά, κατάφερε να φτιάξει πετραδάκι – πετραδάκι το τσαρδάκι του και να χτυπήσει κι ένα δάνειο με ευνοϊκούς όρους για να παίξει στο χρηματιστήριο, όπως τον συμβούλεψε εξάλλου η κυβέρνηση του δάσους.
Από την άλλη, ο τζίτζικας, έπιασε το νόημα από την αρχή. Πέταξε τη γραβάτα της συντήρησης, έμεινε ολίγον αξύριστος, φόρεσε το ζιβάγκο της προόδου, δήλωσε πρώην αντιστασιακός και κατέλαβε μιαν περίλαμπρον θέσιν εις το πολιτικόν γίγνεσθαι της εποχής, με ειδικότητα στο κοινωνικοποιείν, στο στρατολογείν και στο διορίζειν συντρόφους στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, φυσικά με το …αζημίωτο.
Σαν κάθε σωστός τζίτζικας που σέβεται τον εαυτό του, αγαπούσε- εκτός από τον Μεγάλο – και το λαϊκό τραγούδι. Τραγουδούσε με μεγάλη επιτυχία στον Αστέρα της Βουλιαγμένης και σε πολυτελή σοσιαλιστικά κότερα που περιπλέανε στις φιλόξενες θάλασσες. Το χρήμα άρχισε να ρέει ασταμάτητα! Ας ήταν καλά οι επιδοτήσεις του υπουργείου κουλτούρας, που φρόντιζε και προωθούσε με πάθος, κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού των ηθών και των εθίμων της οπισθοδρομικής ως τότε ελληνικής κοινωνίας, που ήταν βουτηγμένη στα ταμπού και στις αναχρονιστικές προκαταλήψεις.
Όμως, πέρασε γρήγορα ο καιρός, έφυγε και το καλοκαιράκι παίρνοντας μαζί του τα πακέτα Ντελόρ, τις φιέστες, τις Ολυμπιάδες, τα πρίμο, τις χωματερές, τους μετροπόντικες, τα σουάπς, την αφασία και την επανίδρυση του κράτους και έδωσε τη θέση του στο φθινόπωρο, στη βαρυχειμωνιά, στο κρύο, στο ΔΝΤ, στην τρόικα, στα μνημόνια, στους επιτρόπους και στην ανηλεή, άμεση και έμμεση φορολογία. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχούλα έπιασε και κάποιος έπρεπε να πληρώσει τα σπασμένα. Κι επειδή στη Λένγκω δεν λειτουργούσε τίποτε σωστά από την πολύ την αλλαγή, λογικό ακούστηκε, πως θα έπρεπε να πληρώσουν οι έχοντες και οι κατέχοντες, δηλαδή τα μυρμηγκάκια .
Ο μέρμηγκας της ιστορίας μας, στην αρχή, ολίγον χαιρέκακα, νομίζοντας πως έχει εξασφαλίσει ένα κεραμίδι πάνω απ το κεφάλι του και μια δουλίτσα, καθόταν στον καναπέ και απολάμβανε υπνωτισμένος, τις ειδήσεις των οκτώ. Όταν όμως μπήκαν σε εφαρμογή μία μία οι σελίδες των μνημονίων, όταν απολύθηκε και δεν προλάβαινε να πληρώνει τους φόρους και τα χαράτσια για το ¨κεραμίδι¨, τότε κατάλαβε το πάθημά του. Αγανάκτησε και σκέφτηκε να αντιδράσει και να διαμαρτυρηθεί στα Συντάγματα, στις πλατείες και στα καφενεία. Αίφνης όμως ο ταλαίπωρος συνειδητοποίησε, πως δεν ήταν φτιαγμένος για τέτοια. Πήγε λοιπόν και έπιασε τον τζίτζικα που είχε DNA αγωνιστή κι επαναστάτη.
– Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, έλα να κάνουμε μαζί μια επανάσταση για να τρομάξουμε την τρόικα, τους θεσμούς και τους τραπεζίτες, που με μαδήσανε!
– Μα καλά, σαράντα χρόνια εσύ τι έκανες; Ρώτησε ο τζίτζικας.
– Τι να κάνω ο καψερός; Δούλευα ασταμάτητα μέρα και νύχτα για τα παιδιά μου και για να έχω στα γεράματα το κάτι τις!
– Ε! Αφού λοιπόν ήσουν τόσο βλάκας που δούλευες και δημιουργούσες την εποχή που όλοι εμείς μαζί , κλέβαμε, τρώγαμε, διασκεδάζαμε και βγάζαμε το παραδάκι μας στο εξωτερικό, ήρθε η ώρα τώρα να πληρώσεις.
Αυτά είπε ο τζίτζικας κι έτριψε με τα δυο του χέρια την τεράστια κοιλιά του. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα για πρώτη φορά αριστερότερα και κοίταξε με συμπάθεια τον άμοιρο τον ¨παράτυπο¨ τον μετανάστη, που εκείνη την ώρα γυάλιζε με ένα σφουγγαρόπανο το καγιέν με τις αστραφτερές, όφσορ εταιρικές και τις, όλως περιέργως, πλαστές του πινακίδες.
Αχ, κενωνία άτιμη! Αχ, κενωνία ψεύτρα!
Η συνέχεια στις ειδήσεις των οκτώ, με την…
Πηγή: sta-fora