Με μεγάλη επιτυχία στέφθηκε η παρουσίαση του βιβλίου ΠΕΡΙΗΛΙΟ της Ρούλας Γαλάνη, που έγινε την 6/6/2015, ημέρα Σάββατο και ώρα 7 το απόγευμα στη Θεοφάνειο Αίθουσα Τέχνης, από τις εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, παρουσία του Δημάρχου της Πρέβεζας κ. Χρήσου Μπαΐλη και του Δημοτικού Συμβούλου και πολιτιστικού εκπροσώπου κ. Κοσμά Κορωναίου.
Η εισηγήτρια κ. Γεωργοκίτσου Σπυριδούλα – τελειόφοιτη Φιλολογίας και οι κεντρικοί ομιλητές κ. Κοσμάς Κοψάρης – ερευνητής φιλόλογος και κ. Βασίλης Γιαννακάς – τ. δικαστής και λογοτέχνης, που εισηγήθηκαν για το ποιητικό έργο του βιβλίου και τα υπό έκδοση θεατρικά έμμετρα έργα της Ρούλας Γαλάνη, σχολίασαν αντικειμενικά, αναλυτικά και εύστοχα τον τομέα που είχε ο καθένας αναλάβει.
Τόσον ο πρώτος κριτικός με την επιστημονικότητα και την οξεία καλλιτεχνική διεισδυτικότητα, ευαισθησία και συνέπεια που τον διακρίνει, όσον και ο δεύτερος με το πηγαίο συναίσθημα και τη ζεστασιά του, υπηρέτησαν τον πνευματικό χώρο των έργων που εκτέθηκαν, με πραγματική προσεγγιστική διάθεση, εμφανίζοντας δείγματα κριτικής εκπόνησης με εξαιρετικό ζήλο και επιμέλεια.
Η εικόνα της παρουσίασης εκφράστηκε παραστατικότατα με τις θαυμάσιες απαγγελίες της κ. Πόπης Αναγνώστου, καθηγ. φιλολόγου και της κ. Ρούλας Καραγιάννη, καθηγ. αγγλικής φιλολογίας και θεατρικής ηθοποιού, της ίδιας της δημιουργού κ. Ρούλας Γαλάνη, της κ. Γεωργοκίτσου Σπυριδούλας, του κ. Κοψάρη Κοσμά και κ. Γιαννακά Βασίλη επίσης. Έγινε η πρώτη δημόσια ακρόαση του μελοποιημένου από την ίδια την ποιήτρια ποιήματος «Μάταια», με μουσική επένδυση και ενορχήστρωση εισαγωγής του από την κ. Θάλεια Παπαγγελή, διευθύντρια του ωδείου Πολυρυθμία, που εκτελέστηκε με τη φωνή της συγγραφέως σε videoπροβολή.
Παραθέτουμε τα κείμενα βιβλιοκριτικής του ποιητικού έργου ΠΕΡΙΗΛΙΟ, όπως με τη σειρά εκτέθηκαν στην παρουσίαση του περασμένου Σαββάτου.
Συγκεκριμένα, το κείμενο ομιλίας του κ. Κοψάρη Κοσμά ανέφερε τα εξής:
Κάθομαι και ατενίζω το κενό και συλλογιέμαι πως κάποτε πέρασε από εδώ η άνοιξη. Μέσα στην απεραντοσύνη της ύπαρξης προτάσσεται το ερεβώδες, το εναγώνιο αίσθημα του φόβου για το επέκεινα, για τη μεταρσίωση του εγώ στην απόσβεση του εμείς. Εγχαράσσεται, έτσι, ο δρόμος προς την ελευθερία, αυτή που η Ρούλα Γαλάνη μέσω των δικών της ποιητικών ατραπών και απηχήσεων την περιδιαβαίνει και την κατακτά. Ποιήτρια της μόνωσης, της εξατομίκευσης, της εξαντικειμένισης του προσωπικού βιωματικού εσωτερικού της διάκοσμου, συνενώνει τη γυναικεία φωνή με το ιδιωτικό όραμα. Η ολιστική προσέγγιση του κοινωνικού ιστού πραγματώνεται μέσω μιας οξύμωρης διαδικασίας ποιητικής ανοικείωσης της εκάστοτε παρούσης οικουμενικότητας. Αποκωδικοποιώ τα έξωθεν ερεθίσματα που επιτάσσουν στρατευμένους μηχανισμούς αλλοτρίωσης, μα τίποτε δεν θα με σύρει έξω από την ίδια μου την ύπαρξη, τίποτε δεν θα γίνει ανάχωμα στον δικό μου κόσμο. Αφουγκράζομαι τους κραδασμούς του χρόνου που φεύγει, μα εγώ δεν πρόκειται να γίνω μέρος αυτού του αόρατου θιάσου. Μένω πίσω, μένω εδώ, να αισθάνομαι, να οραματίζομαι, να αναδομώ τους αισθητήρες που σφυρηλάτησαν το δικό μου ατσαλένιο είναι. Δεν πρόκειται ποτέ να απολέσω τον στερεομετρικό μου πυρήνα έστω και αν οι άλλοι μου επιβάλλουν να ζω σε αεροστεγείς συνθήκες. Μαθαίνω να ελπίζω…, κάποτε στην ταραντέλα του εαρινού ορίζοντα// σμήνος πεταλούδες πραγματώνουν το αφελές// ακουμπώντας τα κλεισμένα μου βλέφαρα-σταλαμίδες δροσιάς σε πεσμένα φύλλα-καθώς μαθαίνω να ταξιδεύω…
Η ζωή για το ποιητικό υποκείμενο καθίσταται ένα ατέρμονο ταξίδι περιήγησης στον κόσμο των ξεχασμένων δρόμων, των ημιφώτιστων ονείρων που ως ασθενικά άστρα παίζουν στα ζάρια την τελευταία ικμάδα της λάμψης τους, πριν σβηστούν για πάντα στη ζοφερή άβυσσο του χάους. Η μνήμη τότε μεταπλάθεται σε μια αδιάλειπτη συνέχεια, γιατί εγώ ξέρω καλά, λέει η ποιήτρια σαν μια άλλη φωνή του Στρινμπέργκ, να είμαι πάντα η πιο δυνατή «στην παλάμη μου κρατώ τη συνέχειά μου, όποτε διαλέξω την καταργώ». Η ύπαρξη τότε γίνεται το πεδίο πάλης, ανάπλασης, αναγέννησης της ίδιας της πνευματότητας, μετουσίωση ενός ενοραματικού απεικάσματος που σαν παλλόμενο εκκρεμές σου χαρίζει ανάσες δροσιάς, την ελπίδα της λύτρωσης, του τιμήματος της ανεμελιάς της νιότης, μα και τη ρυτίδωση του βαλσαμωμένου σου προσώπου, καθώς βουλιάζει στη χοάνη του αύριο και τότε δεν ξέρεις αν αληθινό είναι το είδωλό σου στον καθρέφτη ή το είδωλο του εσώτερου εαυτού σου. «Εγώ έβλεπα τα δυο σου πρόσωπα, ένα στο φως τ’ άλλο στο κιόσκι». Η σάρκωση του πνεύματος, το άντρεμά του γίνεται μόνο με την αναμέτρηση των έκκεντρων στιγμών πλάνης του, λήθης, φυγής για να βρεις τότε πάλι μπροστά σου το λυπημένο σου πρόσωπο να σε κοιτάει με θλίψη, πικρία, πόνο και κυρίως απορία γιατί το πρόδωσες. Η άνοδος αναμετράται με την πτώση, το σώμα μεταμορφώνεται σε ένα αδυσώπητο κυκεώνα προσμέτρησης στιγμών, αντοχών, υποχωρήσεων, διαψεύσεων που στο τέλος βλέπεις ότι ζεις όχι στη νάρκωση, αλλά στον εφιάλτη, όχι στην ψευδαίσθηση, αλλά στην πρόφαση της επίγνωσης.
Άραγε ό, τι έχει σβήσει, μπορεί ξανά να υπάρξει; Ο Αδάμ είναι δυνατό να ζήσει εκ νέου ως Αδάμ ή ως ένας άλλος Αδάμ; Η εξιλέωση δεν προϋποθέτει το γκρέμισμα του κόσμου που εσύ ο ίδιος κατήργησες; Άρα, τότε και ο Αδάμ για να κατορθώσει να υπάρξει ξανά δεν θα πρέπει να διαγράψει ό,τι τον σκλάβωσε στο πεπερασμένο; Να απεγκλωβιστεί έτσι από τους αλυσωτικούς αρμούς της δέσμευσης και να βαδίσει ξανά πάνω στα συντρίμμια με τα οποία τύλιξε τη ζήση του; Η ποιητική γενιά της Ρούλας Γαλάνη έχει το σπάνιο προτέρημα που συνιστά συνάμα και επίμοχθο καθήκον για την ίδια της την ποιητική ταυτότητα της ενδοσκόπησης μέσα από την επισκόπηση. Η ποιητική ωρίμανση επέρχεται με συναφείς συναισθηματικές ζυμώσεις από την μετατόπιση του ονειρικού ρομαντικού στο τσιμεντένιο ρεαλιστικό που επιφέρει τον κατακερματισμό του εκτός στο εντός.
Συνάλληλα, η αποξένωση ανάγει στο σκεπτικισμό για τον σχετικισμό και τη ρευστότητα των αξιών, το βάλτωμα της ξεγνοιασιάς, της εκτράχυνσης οιασδήποτε πνευματικής ανάτασης. Η ποιητική της Γαλάνη συνιστά τον αδιάψευστο δείκτη μιας παθογενούς κοινωνίας που ολισθαίνει στη μόνωση, ως απόρροια της παγκοσμιοποίησης και μιας έκρυθμης εκβιομηχάνισης. Οι δρόμοι που περπάτησε η αθωότητα έγιναν άσπονδοι φίλοι της διάψευσης των ξεχασμένων ονείρων. Μιλάει ως έφηβη που αφουγκράζεται τους χτύπους της ύπαρξης, που νιώθει το νεανικό σκίρτημα της εκκίνησης του ταξιδιού. Εσωτερικεύει τους ρυθμούς του εξωτερικού της περιβάλλοντος σαν ασθματικές ανάσες που την προστάζουν να μείνει πιστή σε αυτό που την έκανε από παιδί να έχει πίστη.
Η Ρούλα μέσα από την ποίησή της σμιλεύει το ιδιάζων συναίσθημα του να φεύγει μέσω μιας βαθυστόχαστης ποιητικής εξαΰλωσης, για να θυμάται και όχι να μένει πάντοτε στο ίδιο σημείο, προκειμένου να ενεργοποιεί τη μνήμη. Η ποιητική συνείδηση μεθυσμένη από τη μαγιά του ξεχασμένου καιρού που ντύθηκε την αχλή του ονείρου, θα αναρωτηθεί σε ένα νεανικό της σκίρτημα «και τι θα γίνουν τα παιδιά που τρέμουν στο φάντασμα της γύμνιας πως θα μοιάσουν;». Η γενιά της είναι η γενιά του κατακερματισμού της συνείδησης, της έντονης αμφισβήτησης και της δυσπιστίας για την παραχάραξη των ονείρων. Οι ποιητές της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς δεν είχαν την ίδια σχέση με την ποίηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 70 και εφεξής. Τώρα ο ποιητής βγαίνει από τον εαυτό του και κοιτάζει το καλλιτεχνικό έργο του στα μάτια, κατά πρόσωπο. Δεν βλέπει μόνο τους άλλους, μα συνάμα ατενίζει το ίδιο το καλλιτεχνικό του εγώ με την ίδια του την ψυχική ύπαρξη. Δεν πονάει απλά, αλλά ξέρει που πονά και τι του προκαλεί τον πόνο. Επιπλέον, από τη μεταπολίτευση και ύστερα είναι έκδηλη η υφή μιας γυναικείας ποιητικής ταυτότητας που γράφει μέσα από τη διόπτρα ενός επιτελεστικού αισθαντικού και διακριτού οντολογικού τόνου. Το εν γένει θηλυκό ποιητικό καλούπι, όμως, ποτέ δεν κηλιδώνεται, ούτε αμαυρώνεται από τη χοάνη μιας νεφελώδους άμορφης ανώνυμης μάζας, αλλά στοιχειοθετεί μια πολυμορφική ευρυγώνια ποιητική οπτική συνθεμένη από τις εκάστοτε πνευματικές και αισθητικές αναζητήσεις εκάστης γυναικείας ποιητικής φωνής. Σε αυτή τη βάση, μοναδικό προνόμιο της εν λόγω ποιήτριας είναι ότι σκηνοθετεί την ίδια της την ποίηση και ότι αποφαίνεται τα κρυσταλλικής διαύγειας ζητήματα που εκεί βυθοσκοπεί μέσα από μάσκες, που της διασφαλίζουν έτσι μια ανατόμηση της ίδιας της ύπαρξής της και των συναφών βιωματικών της αποσταγμάτων, χωρίς τον κίνδυνο της αιμορραγίας του αισθήματος.
ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΝΤΩΝ ΔΙ’ ΑΛΛΗΣ ΟΔΟΥ:
Επιτυγχάνεται έτσι η πραγμάτωση της λιτότητάς του μέσα από το σπάσιμο του καθρέφτη και τη θραυσματική απεικόνιση του αληθινού πλέον προσώπου της. Η άλλοτε νεαρή σκεπτόμενη γυναίκα, η βαθυστόχαστη ποιήτρια, η τρυφερή μάνα σφιχταγκαλιάζει το δικό της προσωπικό ποιητικό σύμπαν με σκηνικά υπερκόσμια, υπερρεαλιστικά, τα οποία, ωστόσο προσδίδουν βαθύτερο φόντο στο υπάρχον ρεαλιστικό. Πετυχαίνει, έτσι, το ποιητικό υποκείμενο το να εσωτερικεύει μέσα από το μικρό παραθύρι του εσωτερικού της καμβά, όχι τα σκουριασμένα και σκυθρωπά σοκάκια της γειτονιάς, αλλά την ορθάνοιχτη πολιτεία που είναι έτοιμη πλέον να τη δεξιωθεί, έστω και αν «δεν θα τη ξαναδεί τούτη την πολιτεία η περηφάνια».
Η αρχή της ετερότητας συνιστά την κινητήρια δύναμη για το παιχνίδι των σκιών που εγχαράσσουν μια ακτίνα παραμυθένιου φεγγαριού στα σιωπηλά, επιβλητικά και υποταγμένα χρώματα ενός ζοφερού σκηνικού φωταγωγώντας το. Η ποίηση της Γαλάνη δεν κάνει τη νύχτα μέρα μέσω των συσκοτίσεών της με ψευδαισθήσεις και επιφάσεις μέρας, αλλά κάνει την ίδια τη νύχτα να έχει προοπτική στην αναζήτηση του φωτός, ως βυθοσκόπηση της έκτασης του σκοτεινού, ήτοι του αληθινού εαυτού. Δεν πρόκειται για μια ποίηση με νιχιλιστική αφετηρία αλλά με εναρκτήρια κατάληξη. Δεν αποκαθηλώνεται, δηλαδή, εδώ η παράδοση της ποίησης, αλλά επιστρέφει αναδομημένη και ανασημασιοδοτημένη. Δεν αποδομεί η ποιήτρια, ούτε αντιθέτει αλλά συνθέτει. Είναι η κεντρομόλος δύναμη της υποστασιοποίησης του συναισθήματος και όχι της έκλυσής του. Επαναπροσδιορίζει το μέτρο στο έμμετρο. Αποκαθιστά έτσι την τάξη της ποίησης συνενώνοντάς την με την αρμονία των ήχων των σημαινόντων της.
Η ποιητική παράδοση μετεξελίσσεται εδώ σε λειασμένη ανασύνθεσή της και όχι σε αφαίμαξη της μορφοπλαστικής της πληρότητας. Μοναδικό προτέρημά της, συνεπώς, η ανακτημένη αρχετυπική απόδοση της ποιητικής της στην καθολική της οικουμενικότητα. Το λυτήριον του ποιητικού δημιουργού δεν είναι ο ποιητικός τόπος των φαντασμάτων, όπως θα λειτουργούσε το συγκεκριμένο μοτίβο στο Νεκρόδειπνο του Σινόπουλου, αλλά η ατοπία του εντειχισμένη σε μια περιχαρακωμένη εντοπία, καθώς τώρα μεταστοιχειώνεται σε λίμνη δακρύων η αργοφανισμένη Εδέμ. Ο θείος περίκηπος του σπαραξικάρδιου πόνου της λύτρωσης καταγράφεται στην εξακτίνωση του εγώ στο είναι και στο εσώτερο γίγνεσθαι. Το χθες έτσι συνηχεί τις οραματικές πτυχώσεις του αύριο όχι στο μυθοποιητικό, αλλά στο ιστορικά μετασχηματιστικό του υπόστρωμα.
Η Εδέμ της ποίησης είναι η ιστορία της αρχής των πάντων σε αργή και αντίρροπη κίνηση, από τη φθορά στην ηθική τελείωση, από το άτομο που ταλανίζεται στον πολίτη που κατακτά το αυτεξούσιο της συνείδησης. Ως εκ τούτου, κάθε αναχώρηση στιγμής στοιχειοθετεί μια μετάβαση ζωής. Η ποιητική παρουσία γίνεται οπτική διάθλαση θείων μελωδιών, σάρκωση αιθέριων ακουσμάτων, καθώς το νήμα του ατέρμονου ποιητικού μεγαλείου χαλυβδώνει την ατομική βούληση, ώστε να αναχθεί στο ίδιο το φώς της δημιουργίας, στο χάρισμα του πρώτου εκείνου πρωινού που χαρίζει ευλάβεια, κατάνυξη, αγάπη σε όλη την πλάση όχι με εμβρόντητες ιαχές, αλλά με ψιθύρους.
Η θέληση υπεργειώνεται στην εξύψωση της βιωμένης αίσθησης άλλοτε, όμως, υπογειώνεται στα ακριβοθώρητα αποθέματα ενός πληγωμένου απόηχού της που πασχίζει με πείσμα να ανακαλύψει το παν στο τίποτε, αφοπλίζοντας έτσι την αναίτια εισβολή του αναίτιου ίσως και τυχαίου που. Η ποιητική μεταμόσχευση μιας ατομικής ύπαρξης προϋποθέτει την ενεργοποίηση της μνήμης για την ανάδυση των κινήτρων της συνέχειάς της σε μια συνενωτική-υβριδική πλέον κατάσταση όσμωσης, όπου η αναζήτηση των ορίων των ανθρώπινων αντοχών καθίσταται ο πομπός προσμέτρησης των δοκιμασιών που υπέστη η ποιητική ενόραση στην απώθηση του αφανισμού του από τις νάρκες του τίποτε. Κάποτε η διάθεση αναστοχασμού δεν επέρχεται μόνο με την ωριμότητα και τη μεστότητα της βιωματικής ενδοχώρας, αλλά προβάλλει ως ανοιχτός ορίζοντας στο διάβα του χρόνου πριν εκείνος αρχίσει καν το μακρινό του ταξίδι σε μια συμπαντική ενδοσκόπηση τότε που κάτι ακαθόριστο στο λίκνο του ουρανού τρομάζει. Η νιότη για την ποιήτρια εγείρει φιλοσοφικούς προβληματισμούς θέτοντας προς διερεύνηση οντολογικά ζητήματα για την ατέρμονη περιήγηση της ατομικότητας αποτυπωμένης στο αιώνιο της κάθε ποιητικής δημιουργικής στιγμής. Η ζωή έτσι γίνεται μια πρόκληση για την κατάκτηση του αύριο με τις δοκιμές του σήμερα. Οι στιγμές ποιητικής μοναχικότητας συνοδεύουν την τελετουργία της μελωδικής μοναξιάς του σύμπαντος και των αρχέγονων μυστικών του ηχογραφήσεων στο συλλογικό ασύνειδο. Η νιότη φοράει το ένδυμα του ποθητού στην αναζήτηση της άλλης φωνής, του ταιριαστού εσύ στη συνένωση της δροσιάς με τη βροχή.
ΕΝΑ ΙΔΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ:
Το λίγο του χρόνου, το πότε του πόθου, το αναπόδραστο του έρωτα κεντρίζουν την ποιητική φωνή σε μια απόπειρα βαλσαμώματος του χρόνου που πέρασε και γέμισε στιγμές το επέκεινα της διαδοχής του. Να ’ταν να κράταγε το πελεκούδι του καιρού όσο η νιότη, θα περιμέναμε ως το τέλος μήπως ξαναρθεί… Απόδραση από το τώρα στο ίδιο το σήμερα. Ποιος είναι αυτός ο μηχανισμός, ο υποκινητής της ανθρώπινης σκέψης και πράξης, ο παρέχων το θέλγητρο της ροής στο αφανές φως, στον αφανέρωτο νεανίζοντα χείμαρρο των μύχιων πόθων, δισταγμών, σκέψεων, θλίψεων, ανείπωτων λόγων; Εδανά βρες τα βύθια τα ερωτόχαρα, τ’ ασημωτά που πλέρια αχνοϊριδίζουν με τ’ άτρωτα κοχλάδια και τις μυστικές φωνές και ιδές το φώς, τυφλέ κι αψύχωτε βαρκάρη. Οι μεγάλες σιωπές κρύβουν ανεξάντλητα αναπάντητα ερωτήματα για τον αγώνα του κάθε νέου ατόμου να οριοθετήσει τη δική του θέση στον κόσμο του προτάγματος του αυριανού εαυτού του, ανταποκριτή των εσώτερων στόχων και επιθυμιών του. Όσο πιο πολύ πασχίζει κανείς, ωστόσο, να εξιχνιάσει τη σάρκα της ψυχής του ως το μεδούλι της, τόσο βυθίζεται σε μια σκοτεινή άβυσσο στροβιλισμού φωνών, προσώπων, θελγήτρων, ανησυχιών, φόβων, δισταγμών για τα περαιτέρω. Βαρύ το φορτίο τελικά να κουβαλάς στη ράχη σου την τραγωδία της νεανικής σου θέλησης ζωής κρυμμένης μέσα σε πέπλα μοναχικότητας.
Ο χρόνος περιπλέκεται και κουκουλιάζει στις ίνες της ποιητικής πολυτροπικότητας της Ρούλας Γαλάνη. Πρόκειται για μια ποίηση απολογισμού, εσωτερικής αποταμίευσης και συνάμα κατεργάσιμης μέθεξης του χρόνου που κυλά, του κόσμου που ρέει ασταμάτητα και συμπαρασύρεται ανελέητα στην ορμητική ροή του πρώτου. Δεν είναι στην εδώ ποίηση ο ποιητής που ζωντανεύει το ποιητικό του έργο, αλλά εκείνο πυροδοτεί την κίνηση στο ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι αυτός συνεχίζει να υπάρχει ακόμη και όταν τελειώνει το ίδιο το δημιούργημά του. Ποίηση της αέναης κίνησης, προορισμένη να κατακτήσει και να αποφανθεί για τη συλλογικότητα μέσω της οραματικής της αυτοπραγμάτωσης. Έξοχα σμιλευμένες εικόνες, πλούσια εκφραστικά σχήματα, μοναδική ποιητική ελλειπτικότητα που διασφαλίζει τη λυρική αυτοσυγκράτηση, ώστε να ασφαλτοστρωθεί σε γήινους τόνους, πρωτόφαντη λεκτική συγκειμενικότητα με την επίτευξη του πρωτοειρημένου.
Γλωσσική νεωριστική ευθύτητα αναπροσαρμοσμένη σε σταθερά δροσερούς τόνους έκφρασης. Εμπεδωμένη και γενικευμένη η ζέση επανεδραίωσης της παραδοσιακής ποιητικής παρακαταθήκης, εμπότισής της με την ειλικρίνεια της ευαισθησίας, της διεκδίκησης του ιδεαλισμού και των κλασσικών ηθικών αξιών και προτύπων. Πολυεστιακή βιωματική αποτύπωση του εκάστοτε υπαρκτού συνεχώς σε ένα αδιάτρητο ποιητικό υφάδι, ακηλίδωτο από τάσεις συμβιβασμού, προχειρότητας και συμβατικότητας. Ενεργοποίηση της μνήμης στην προοπτική ανταπόδοσης υποσκελιζόντων σημείων του χθες. Η Ρούλα Γαλάνη ιερουργεί το δικό της χώρο έκφρασης μέσω ενός ιδιαίτερου, πρωτοϊδωμένου ποιητικού στυλιζαρίσματος. Είναι σαν να κρατάει ένα μαγικό ραβδάκι και να πολλαπλασιάζει τον εαυτό της σε κάθε σημείο του οπτικού μας ορίζοντα. Το ξεχωριστό προνόμιό της εδώ είναι, ότι όποια πολλαπλή έκφανση του ποιητικού και υπαρξιακού είναι της και αν προτιμήσει να αγγίξει κανείς, δεν θα έρθει αντιμέτωπος με κάτι ήδη γνωστό, αλλά με μια ακόμη πρόσθετα αδιερεύνητη πτυχή της ετερόχρωμης, ωστόσο άρτιας και αρμονικά ισοσταθμισμένης, σε μια ομόκεντρη συνειδησιακή συγχρονία προσωπικότητα της ποιήτριας.
Το ποιητικό υποκείμενο συνεχώς μετατοπίζεται μέσω μιας ανάλογα εύστοχης αναμόχλευσης των οντολογικών του βυθοσκοπήσεων σε διάφορες και ποικίλες καταστάσεις, ιδιότητες και συγκυρίες. Πάντοτε, ωστόσο, το ίδιο βλέμμα παρατηρεί αλώβητο και ακέραιο τη συναισθηματική του περιήγηση. Σε μια κοινωνία που ταλανίζεται από φαινόμενα παθογένειας, που η περιθωριοποίηση και η μόνωση οδηγούν στην αλλοτρίωση της ηθικής και πνευματικής οξυδέρκειας, μια ζωντανή φωνή, διαπεραστική σφυγμομετρεί τη συλημένη πορεία του καθολικού μαχόμενη να το αναπλάσει ζωτικά, ουσιαστικά και αποφασιστικά.
Οι ποιητικοί τόνοι της Ρούλας Γαλάνη είναι πρωτόγνωροι γιατί είναι ξεχωριστά αληθινοί και ευαίσθητοι σαν εύθραυστες χορδές, χωρίς όμως να λυγίζουν ούτε να σπάνε στο νευραλγικό των προστατευτικών τους ορίων. Είναι εφοδιασμένοι ώστε να παραμένουν πάντοτε νεανικοί. Η εν λόγω ποίηση συνιστά μια ποίηση οπτικής βυθομέτρησης, ούτως ειπείν, καθώς η κάθε λέξη με εξαιρετική μαεστρία, αριστοτεχνικά τοποθετημένη, ενέχει ένα κοινωνιόλεκτο από νόρμες ανόθευτες στις κλειδώσεις του τυχόν συμβιβασμού και του υποταγμένου. Μιλάμε, δηλαδή, εδώ για μια ποίηση μεγαλόπνοη ελάσσονων συνάμα τόνων που εκτοξεύει το εγώ στο εμείς επικαθορίζοντάς το έτσι ως ασφαλιστικό του κέλυφος και συνάλληλα ως πρωτογενή ουσία του. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για μια ποίηση εμβατηριακή ούτε υπέρμετρα αισιόδοξη, αλλά ενσταλάζει στους αναγνώστες και στους κριτικούς της την ελπίδα της ημιφώτιστης και αχνόφεγγγης νύχτας. Είναι η ποίηση του νεαρού ταξιδευτή που ξεκινά μονάχος για να φτάσει στη μεγάλη πόλη. Με πουγκί κρυφό, πριν να φτάσει πίσω δεν γυρνά, βότσαλα ρίχνει όπου διαβεί για να μη χαθεί στο γυρισμό. Μόνος προχωρά, το δισάκι του στον ώμο έχει, για να δροσιστεί στο ποταμάκι πλάι σταματά. Κρύο νερό του είναι αρκετό, για άλλες αξίες το πουγκί κρατά. Με το νου στου χάρτη τη γραμμή, κρύβει παντού παγίδες η ζωή, πλούτη στολίδια λάμπουνε ίδια μ’ αστέρια που σβήνουν και μόνο σαφήνουν, το δρόμο αυτό χρόνια τον διαβαίνει τώρα, ξέρει που πατά πάνω σε νάρκη για να μη βρεθεί, περπατά μέσα στον ήλιο και στη βροχή, πέφτουν τα δέντρα και είναι απειλή, κι όταν στην πόλη μπει για την αγορά ευθύς θα τρέξει, δώρα, βαθιά αποστάγματα πείρας και σοφίας ζωής, σε όλους να προσφέρει και με το δειλινό πίσω στο γυρισμό χαλίκια θα μετρά. Ευαίσθητη, καινοφανής, ευρηματική, γλωσσοπλαστική, πολυεκφαντική, λυρική, διεισδυτική, αναστοχαστική η Ρούλα Γαλάνη στα εξαίρετα ποιήματά της, στις μαγευτικές αποχρώσεις των ποιητικών της βιωματικών καταθέσεων είναι ο ταξιδευτής της ανθρώπινης ψυχής στο διηνεκές της σθεναρής της απόπειρας να αναχθεί στο ειπωμένο του ανείπωτου, στη θέαση του ονείρου. Εξάλλου, το όνειρο είναι το καταφύγιο της ποίησης και οι ποιητές το επιστέγασμά του. Ευχαριστούμε από καρδιάς εξαιρετική φίλη αγαπητή και αγαπημένη ποιήτρια που μοιράζεσαι μαζί μας όχι μόνο τα όνειρά σου αλλά και την προοπτική τελεσφόρησής τους στη διαχρονική τους πληρότητα. Κι όταν δώθε, πίσω απ’ αυτά, σε τούτο τον γιαλό φωλιάσεις,// έχεις τους κόρφους προσκεφάλι τους αμμουδερούς,// κι ακούς που η καρδιά της γης χτυπάει.// Ακουμπάς πάνω την καρδιά σου και μαθαίνεις// τα μυστικά τα λόγια της ζωής
Το 2004 η Ρούλα Γαλάνη γράφει τους στίχους του Μάταια, που πρόσφατα με τη φωνή της μελοποιεί για τις ανάγκες του θεατρικού της εμμέτρου έργου Μάταια Φεγγάρια. Δόκιμη, πιστή στη γνωστή ποιητική φόρμα της, της έμμετρης μορφής που την καταξιώνει ως λόγια στην ποίηση στο εν λόγω θεατρικό έργο της η Ρούλα Γαλάνη αποδίδει την τραγική ουσία της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης στην ολότητά της. Εδώ, ανακλάται αριστοτεχνικά η ανατόμηση των ορίων και διαστάσεων της ανθρώπινης τραγικότητας. Φόβοι, εσωτερικές ταλαντώσεις, παλινδρομήσεις, ο αγώνας του ατόμου να διεκδικήσει την ίδια του τη ζωή, ακόμη και όταν οι ιδιάζουσες συνθήκες γύρω του τον καθηλώνουν στα φαντάσματα της πρότερης αλλότριάς του κατάστασης. Μάταια ορίζεται ο κύκλος του βαθιά αναπόφευκτου διότι ενέχει την ανάγκη τήρησης όλων όσων οι σκιές, η σελήνη κρύβει για τη μέρα. Συμπαντική, καταλυτική εκφορά της απέλπιδας βούλησης να βγεις από τις παρωπίδες και να διαβείς την ελευθερία δίχως επιμέρους ανοικειώσεις του εγώ σου, προσεταιρισμούς του πρόσκαιρου, σαγήνευσης του κίβδηλου. Το μη πεπερασμένο της συμπόρευσης με τα θέλω σου αξιοθετεί την εκ νέου ιεράρχηση των στόχων, έτσι ώστε να μην εξέλθεις μάταια στο στίβο της ζωής. Το μάταιο είναι η ιστορία του κόσμου, όπως θα έπρεπε να είναι. Η αληθινή κραυγή του ατόμου να αναμετρηθεί με τον εαυτό του ως άλλος. Το περίγραμμα μένει πάντοτε σταθερό. Το εγώ όμως κατά πόσο μάταια και απεγνωσμένα αποζητά το άλλο εγώ του καθώς και το εσύ;
Οι προσωπικές κρίσεις του κ. Βασίλη Γιαννακά σε τμήματα της ποίησης της Ρούλας Γαλάνη εκφράζονται ως εξής:
Κάθε εποχή αφήνει ένα στίγμα στην ιστορία. Άλλοτε βαρύ, κι άλλοτε ντελικάτο. Αυτή την εποχή γράφει η ποιήτρια Ρούλα Γαλάνη με την ευαίσθητη ποιητική της πέννα. Το χρέος των ποιητών είναι να ζουν μεταφυσική εσωτερική ζωή, ενώ μαστιγώνονται από την καθημερινή πεζότητα. Η υπερευαίσθητη συναισθηματική κεραία της αναδεικνύει την πνευματική φτώχια, την τρυφή στα μάταια και γίνεται κραυγή αγωνίας για το μετά, το αύριο της ζωής αλλά και για το αείροο παρόν της υπαρξιακής αγωνίας της. Για την κρίση, δίνει την δική της απάντηση- διέξοδο και παρηγορία, στην πνευματική ζωή και στην ουσιαστική εσωτερική συγκίνηση. Ακριβώς γιατί το μέλλον προδιαγράφεται με αναγκαιότητα και ακρίβεια στο είδος του πνευματικού υπόβαθρου που διαθέτουμε. Στις αξίες που κινούν τις δυνάμεις που με την σειρά τους παράγουν τα αποτελέσματα της επιθυμητής ή ανεπιθύμητης πραγματικότητας. Είναι μάταιο να κλαίμε για το τώρα, λέει η ποιήτρια με τον ουμανιστικό στίχο της. Ας κάνουμε κάτι για το μετά ή ας κατανοήσουμε το πριν, που γέννησε σε ανύποπτο χρόνο όσα τώρα δεν μας αρέσουν ή μας πονούν. Για να μην «είναι οι προσπάθειές μας εμάς των συφοριασμένων, σαν των Τρώων» κατά την φράση του Καβάφη. Η απάντηση της ποιήτριας είναι η αναζήτηση εκείνης της καταλυτικής ουσίας που όντας άφθαρτη, διαποτίζει, ενεργοποιεί και τελικά σώζει τον κόσμο μέσα σε όλες τις αντιξοότητες και μέσα στους δίσεκτους καιρούς.
Αυτή η ουσία, είναι η ερωτική συγκίνηση για το ωραίο και το αθάνατο της ζωής. Λίγα λόγια που να αντιπροσωπεύουν την ποίηση αυτή μπορούν να κατατεθούν στον ελάχιστο χρόνο που εκ των πραγμάτων διαθέτει μια ποιητική παρουσίαση, ώστε τα λόγια αυτά να αποτελέσουν κίνητρο για την πνευματική περιέργεια του αναγνώστη εκείνου, που θα υποψιάζεται ότι διαβάζοντας τα ποιήματα της Ρούλας Γαλάνη θα μπει σε ένα εσωτερικό ταξίδι απρόσμενα μεγάλο.
Η ποίηση της Ρούλας Γαλάνη, διαπνέεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από ένα μεταφυσικό ερωτισμό, που παίζει το ρόλο του συμβολικού ενδύματος για την υπαρξιακή της αγωνία. Καταλήγει αναπόφευκτα η ποιητική αυτή ανάσα στην αναζήτηση της θείας παρηγορίας, μπροστά στα εμπόδια της λύτρωσης που διαφορετικά, χωρίς την παρηγορία αυτή, θα τροφοδοτούσαν τον πεσιμισμό μέσα μας.
Κάποτε έρχεται απρόσμενα ίσως η στιγμή της μεταφυσικής έναυσης. Αυτής που πυροδοτεί την φλόγα ή την έκρηξη στην μυστική ενέργεια και πίστη. Είναι ίσως αυτό μια κουβέντα και μια ψυχική επαφή με εκείνον που τον έχει ήδη κερδίσει η θεία φλόγα. Όπως ο Ρουμί, ο μεγάλος ποιητής της ανατολής, σε μια κουβέντα μόνο που είχε στην αγορά με τον κοσμοκαλόγερο Σάμς από την ταυρίδα, βρήκε απάντηση σ’ αυτό που έψαχνε πάντα, την έννοια και την ουσία του θείου έρωτα. Αυτό βιώνεται και από την ποιήτρια.
Η ποίηση της Ρούλας Γαλάνη, είναι πυκνή σε συναισθηματικά βιώματα. Λειτουργεί εντατικά μέσω της ανάμνησης των εγγραμμάτων του νοσταλγικού παρελθόντος, που άφησε στην ψυχή της τις ιδεώδεις εμπειρίες, από τις οποίες ο στίχος της δεν παραιτείται να ελπίζει. Είναι μια πολυσημική ποίηση, που επιτρέπει διαφορετικές αναγνώσεις όχι ως προς το νόημα, που παραμένει σε κάθε ανάγνωση μεταφυσικά και ερωτικά υπαρξιακό, αλλά ως προς το δρόμο που ανοίγει κάθε στίχος στον εσωτερικό κόσμο του. Αναπόφευκτα είναι και παραμυθική καθώς είναι ο προσφιλής της δρόμος για να πάρουν σάρκα και οστά η ποίηση που έχει μέσα της η ευαίσθητη ανθρώπινη ψυχή.
Ο καλύτερος τρόπος να αποκριθεί ο αναγνώστης στο ποίημα, είναι η σιωπηλή συγκίνηση που προκαλείται από το νόημα και το συναίσθημα των στίχων του ποιήματος. Αυτό είναι αρκετό έναυσμα για να ολοκληρώσει το ποίημα το σκοπό του, είτε δημιουργώντας στιγμές μιας άλλης ζωής στην ψυχή του αναγνώστη, είτε συνεχίζοντας αλυσιδωτά την δημιουργική του αντίδραση στον σπόρο της ομορφιάς που δέχτηκε…