Γράφει ο Σεραφείμ Αθ, Κοτρώτσος*
Η κυβέρνησή μας έχει καταφέρει να μην έχει πλέον υποστήριξη από κανέναν. Μέχρι και οι Αμερικανοί που εδώ και χρόνια πίεζαν αφόρητα τους Γερμανούς για πιο ευέλικτες νομισματικές – κι όχι μόνο – πολιτικές, έχουν μείνει άναυδοι με τους Έλληνες. Ανέχθηκαν την καθυστέρηση που «έπαιξε» όλο αυτό τον καιρό η ελληνική πλευρά. Ανέχθηκαν και τις «ερωτοτροπίες» με τον Πούτιν και σειρά από ανεπανάληπτα γεωπολιτικά παιδιαρίσματα.
Το νομοσχέδιο για την απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού τους έκατσε όμως – καθόλου άδικα – κάπως βαρύ στο στομάχι. Σε συνδυασμό με την γερή δόση δημιουργικής ασάφειας που έλαβε από πρώτο χέρι επί δεκάλεπτο ο Ομπάμα στη συζήτησή του με τον ΥπΟικ μας στο περιθώριο εκδήλωσης, φαίνεται πως τα πράγματα επιδεινώνονται. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ απογοητεύτηκε. Οι σύμβουλοι από την Αθήνα τον ενημέρωναν αλλά ο ίδιος ίσως αρνιόταν να το πιστέψει. Τώρα βλέπει την παράνοια και μιλάει ξεκάθαρα πλέον: «Στηρίζουμε κάποιον βαθμό ευελιξίας, αλλά θα πρέπει να δείξετε (οι Έλληνες κυβερνώντες) στους πιστωτές σας (τους «θεσμούς») ότι προσπαθείτε να βοηθήσετε τον εαυτό σας (την Ελλάδα)». Όμως θέλουμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας;
Δυστυχώς κάθε μέρα που περνά επιβεβαιώνεται ότι ένα ετερόκλιτο τσούρμο ανθρώπων έχει καταλάβει το πηδάλιο της χώρας. Όχι αυθαίρετα, ούτε πραξικοπηματικά. Το έχουν καταλάβει με τις ευλογίες σημαντικής μερίδας ζαλισμένων από τα αλλεπάλληλα σοκ «επιβατών». Ανθρώπων που είδαν σειρά από προηγούμενους «πηδαλιούχους» να τους υπόσχονται κοσμοπολίτικους προορισμούς και να τρώνε το χρόνο γρατζουνώντας το πλοίο πάνω σε βραχονησίδες. Και αντί το καράβι να προχωράει προς κάποιον επιθυμητό προορισμό, απλώς πέρναγαν το χρόνο μοιράζοντας άρτο και θεάματα. Στο σαλόνι του καραβιού υπήρχε μέχρι πρότινος ό,τι χρειαζόταν ώστε να μένουν απασχολημένοι οι επιβάτες και να μην παραπονιούνται ούτε για τους ενοχλητικούς κραδασμούς, ούτε για τις εκτεταμένες καθυστερήσεις, ούτε για τις κραιπάλες των αξιωματικών. Όμως ο άρτος τελείωσε, τα μπαλέτα σταμάτησαν να χορεύουν και το μηχανοστάσιο μπάζει νερά.
Κάποια στιγμή οι επιβάτες έβαλαν τις φωνές. «Τι θα γίνει; Πόσο μακριά είναι το Μόντε Κάρλο που μας υποσχεθήκατε; Και γιατί σταμάτησα οι χορεύτριες;». Απάντηση δεν έλαβαν. Και πήραν τη μεγάλη απόφαση. Πέταξαν στο αμπάρι όλους τους προηγούμενους ξεπεσμένους μέθυσους αξιωματικούς. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Όμως παραδόξως δεν αναζήτησαν έμπειρους και τίμιους ναυτικούς για να τους αντικαταστήσουν. Μέσα στην παραζάλη τους ανέθεσαν τη διακυβέρνηση στο πρώτο τραπέζι του καφενέ του καραβιού. Ένα απίστευτο μωσαϊκό από κάτι παραμυθάδες που σε όλο το ταξίδι πέρναγαν την ώρα τους ρουφώντας «επαναστατικά» το φραπέ τους. Κάτι παράξενους τύπους που αφηγούνταν φανταστικές ιστορίες με θαλάσσια τέρατα, ενώ ήταν εμφανές ότι δυσκολεύονταν να ξεχωρίσουν το παλαμάρι από την άγκυρα. Μαζί τους και διάφοροι αιρετικοί θεωρητικοί της θάλασσας. Άλλοι έγραφαν μυθιστορήματα για τη θάλασσα αλλά δεν είχαν ιδέα ούτε καν από διακυβέρνηση φουσκωτού. Άλλοι σχεδίαζαν επί χρόνια εναλλακτικά καράβια, χωρίς μηχανές, ώστε τα ταξίδια να είναι λιγότερο πληκτικά, οδηγούμενα από τη βουλή του … ανέμου. Όμως δεν κατάφεραν ποτέ να τα κατασκευάσουν. Κανείς δεν χρηματοδότησε το project τους. Μια παγκόσμια ύποπτη συνομωσία άφηνε διαρκώς τις ιδέες τους στα σχέδια και τις συζητήσεις στο στενό κύκλο τους.
Αυτό το εκρηκτικό μείγμα ανθρώπων έπεισαν τους επιβάτες ότι το πρόβλημα δεν είναι στο χειρισμό του πηδαλίου και των λοιπών οργάνων, αλλά στον … Ποσειδώνα. Ότι το ζήτημα δεν είναι να ξέρεις από θάλασσα και να έχεις τη σωστή ρότα, αλλά να πεις τα μαγικά λόγια για να σαγηνεύσεις τον Ποσειδώνα. Τόνισαν πως αν αυτοί αναλάβουν, θα τον χειριστούν κατάλληλα σε δευτερόλεπτα. Υπόσχονταν ότι ο θεός της θάλασσας θα έπιανε την τρίαινά του και θα δημιουργούσε υποθαλάσσια ρεύματα ικανά ώστε το καράβι να φουλάρει για Ριβιέρα. Χωρίς καθυστέρηση.
Και κάποιοι δύσπιστοι τους ρωτούσαν: «Και τι θα κάνετε αν ο Ποσειδώνας δεν ανταποκριθεί;». Εκείνοι απαντούσαν με τη σιγουριά αυτού που έχει το ακαταλόγιστο: «Δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση. Θα του κάνουμε μια πρόταση που δεν θα μπορεί να αρνηθεί.».
Και οι επιβάτες το πίστεψαν. Ήθελαν και το πίστεψαν. Άλλοι γιατί ήταν ήδη κάτω από το νερό που είχε εισχωρήσει και δεν μπορούσαν πλέον να σκεφτούν λογικά ελλείψει οξυγόνου. Άλλοι γιατί αισθάνονταν ήδη το νερό στα πόδια τους και είχαν πανικοβληθεί. Άλλοι από απέχθεια στα προηγούμενα πληρώματα που τους εξαπάτησαν τόσες φορές και άλλοι από φιλοσοφική ταύτιση με κάθε γοητευτική ουτοπία που ο ανθρώπινος νους οραματίζεται.
Έτσι μια ετερογενής ομάδα ανθρώπων με μόνο κοινό στοιχείο μια ουτοπία βρέθηκαν αναπάντεχα στη γέφυρα.
Και τώρα; Φυσικά, τα μαγικά λόγια για τον Ποσειδώνα δεν υπάρχουν. Οι νέοι πηδαλιούχοι ψάχνουν το εγχειρίδιο του καραβιού μήπως λύσουν το πρόβλημα χειριστικά. Ούτε αυτό όμως βρίσκουν. Δοκιμάζουν όλα τα χειριστήρια. Όλοι μαζί, ταυτόχρονα, ο καθένας όποιο προλάβει. Ο ένας τραβάει έναν μοχλό, ο άλλος πατάει ένα κουμπί, ο τρίτος περιστρέφει το πηδάλιο, κάποιοι ανεβοκατεβάζουν μέχρι και τις ασφάλειες. Υπάρχει όμως «δημοκρατία». Έχουν μοιράσει τα χειριστήρια κι ο καθένας μπορεί να παίζει με το νέο του «μαραφέτι» όπως νομίζει, ανεξάρτητα από τον άλλον. Και μόλις δουν κάποια διαφορά στην πορεία προσπαθούν – μάταια – να καταλάβουν από ποια ενέργεια προήλθε και ποιος την προκάλεσε.
Οι επιβάτες σταδιακά αρχίζουν να καταλαβαίνουν πού πάει το πράγμα, αλλά τα έχουν εντελώς χαμένα. Κάποιοι πηδάνε στη θάλασσα και προσπαθούν να βγουν στη στεριά ή σε άλλα καράβια κολυμπώντας. Οι περισσότεροι απλώς σιωπούν. Βλέπουν να επιταχύνεται η εισχώρηση του νερού στο καράβι. Οι αντλίες δουλεύουν παραπάνω από φουλ. Όμως ούτε αυτό δεν είναι αρκετό. Και οι ναύτες με εντολή του νέου κυβερνήτη πετάνε όλα τα βαριά αντικείμενα στη θάλασσα, ξεκινώντας από τις σωσίβιες λέμβους. Όμως οι τρύπες όλο και μεγαλώνουν και η στάθμη του νερού ανεβαίνει. Οι επιβάτες αρχίζουν να το παίρνουν απόφαση. Μια ψυχή που είναι να βγει …
Και το λιμεναρχείο καλεί απεγνωσμένα τη γέφυρα. Βλέπει στο ραντάρ το καράβι μας να ακολουθεί μεθυσμένη πορεία. Τη μια στριφογυρνάει γύρω από τις πιο κοφτερές ξέρες. Την άλλη απειλεί να προσκρούσει σε άλλα διερχόμενα καράβια. Σε κάθε περίπτωση μοιάζει να γυρεύει να βυθιστεί αύτανδρο. Κι αν αυτό συμβεί ελάχιστοι επιβάτες ίσως σωθούν. Αλλά το κακό δεν θα σταματήσει ούτε καν εκεί. Ο χώρος που πλέουμε έχει μεγάλη θαλάσσια κυκλοφορία. Θα γεμίσει η θάλασσα με επικίνδυνα για τα υπόλοιπα πλοία υλικά. Το ένα ατύχημα θα προκαλέσει κι άλλες ζημιές αλλά και ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή.
Και οι καπετάνιοι των παραπλεόντων πλοίων αρχίζουν και παίρνουν αποστάσεις. Όμως συνεχίζουν και προσπαθούν να δώσουν κάποια βοήθεια. Έστω κάποιες οδηγίες μήπως και σταθεροποιηθεί κάπως το καράβι ώστε να οδηγηθεί στο πλησιέστερο λιμάνι για τις απολύτως αναγκαίες επισκευές. Να σταματήσει την τρελή πορεία ώστε να μπορεί να προσεγγίσει τουλάχιστον ένα ρυμουλκό. Όμως η γέφυρα δεν ακούει τίποτε. Όλοι μέσα εκεί βρίσκονται σε μια άλλη διάσταση. Έχουν βάλει και παίζει το «η ζωή εδώ τελειώνει» στη διαπασόν και κουνάνε επιδεικτικά ένα σπιρτόκουτο.
Παράλληλα συνεχίζουν να πειραματίζονται με κάθε χειριστήριο που βλέπουν μπροστά τους. Και τα πιο δημοφιλή χειριστήρια είναι τα μεγάφωνα. Με αυτά μιλάνε προς τους επιβάτες. Τους αρέσει όμως και ο ασύρματος, για να μιλάνε προς τα παραπλέοντα καράβια και το λιμεναρχείο. Όμως χωρίς να το αντιλαμβάνεται η διακυβέρνηση τα δυο όργανα είναι πλέον βραχυκυκλωμένα. Ό,τι λένε στα μεγάφωνα ακούγεται και στον ασύρματο και ό,τι λένε στον ασύρματο ακούγεται κι από τα μεγάφωνα. Όμως το πλήρωμα δεν ενοχλείται. Ένας – ένας όλοι αρπάζουν το μικρόφωνο και λένε από ένα τραγουδάκι στα μεγάφωνα για να κατευνάσουν τους επιβάτες. Δοκιμάζουν και κάποια τραγουδάκια για τον Ποσειδώνα, αλλά εκείνος πουθενά. Και ακούνε στα παραπλέοντα καράβια το πανηγύρι μας και τα έχουν χαμένα.
Όμως το πλήρωμα το δικό μας δεν μένει εκεί. Έχει και λίγα σπουδαγμένα παλικάρια που γνωρίζουν και την αγγλική. Αυτοί μιλάνε συνέχεια στον ασύρματο για να τους ακούνε οι ξένοι καπετάνιοι και όχι μόνο. Μιλάνε γενικώς. Περί ανέμων και υδάτων. Χωρίς αρχή, μέση ή τέλος. Χωρίς τίποτε σχετικό με το πώς θα αποτρέψουν τη βύθιση του καραβιού μας. Μιλάνε για το πώς φαντάζονται τα καράβια στον ιδεατό τους κόσμο. Και οι άλλοι καπεταναίοι σε ρωτούν απεγνωσμένα: «Εντάξει, να συζητήσουμε για τις ξεχασμένες τεχνικές ναυσιπλοΐας των ναυτικών της χαμένης Ατλαντίδας που μας προτείνετε, πραγματικά μπορεί να είναι συναρπαστικό, αλλά ο χρόνος είναι λίγος. θα στρίψετε; Βρίσκεστε σε πορεία άμεσης πρόσκρουσης με το πλησιέστερο φάρο!».
Και οι δικοί μας απαντούν: «Είμαστε οι κυρίαρχοι κυβερνήτες του καραβιού ετούτου και εσείς δεν έχετε καμιά αρμοδιότητα να μας λέτε πώς θα χαράξουμε την πορεία μας. Ως γνωστόν ο κάθε κυβερνήτης έχει την ευθύνη του καραβιού του. Εμείς έχουμε 10 εκ. ψυχές επάνω. Ο φάρος ποιον ακριβώς εκπροσωπεί; Τον φαροφύλακά του; Να στρίψει αυτός αν δεν θέλει να γνωρίσει από κοντά την πλώρη μας. Και καλά θα κάνετε να δέσετε κι εσείς πάνω μας γιατί αν δεν το κάνετε μπορεί να μας σαλέψει το μυαλό και να τινάξουμε το πλοίο μας στον αέρα. Τα θραύσματα θα φτάσουν σε εσάς εύκολα. Έχετε ακούσει για το Κούγκι;».
Οι επιβάτες του καραβιού για πόσο θα σιωπούμε;
(πρώτη δημοσίευση στο AthensVoice.gr)
* Σεραφείμ Αθ. Κοτρώτσος,
Διδάκτωρ ΕΜΠ, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχ. Η/Υ, InternationalMBA
Συνιδριτής Incelligent (Startup στο χώρο του λογισμικού για τηλεπικοινωνίες)
Πιστός στη δημοκρατία, την ελευθερία και τη συμμετοχή του πολίτη στα κοινά