Άρθρο Φίλιππου Σαχινίδη στην εφημερίδα “ΗΜΕΡΗΣΙΑ”
Πέντε χρόνια μετά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2009, στη δημόσια συζήτηση εξακολουθούν να παραμένουν ισχυρές διάφορες μυθοπλασίες για το ποια ήταν η πραγματική δημοσιονομική κατάσταση της χώρας ιδιαίτερα την περίοδο μεταξύ 2007-2009 που τελικά οδήγησε την χώρα εκτός αγορών και σε αναγκαστικό δανεισμό από τους θεσμικούς πιστωτές. Μυθοπλασίες που εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες όπως διαφαίνεται από την πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ για την συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής.
Για μια ουσιαστική και εμπεριστατωμένη συζήτηση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας το 2009 είναι αναγκαία μια επισκόπηση των δημοσιονομικών μεγεθών από την επομένη της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Έτσι, θα καταγραφεί η δυναμική αυτών των μεγεθών και θα καταστεί δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για το αν τελικά υπήρχε πρόβλημα με το δημόσιο χρέος το 2009 και αν ναι γιατί αυτό δεν διαγνώστηκε έγκαιρα ώστε να ληφθούν προληπτικά τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα;
Σε αντίθεση με την καθιερωμένη στις αναλύσεις, χρήση του δείκτη χρέος προς ΑΕΠ είναι προτιμότερο να αξιολογηθεί αρχικά η πορεία του χρέους της γενικής κυβέρνησης σε δισεκατομμύρια ευρώ. Η επιλογή αυτή γίνεται για δύο λόγους.
Πρώτον γιατί στην περίπτωση της Ελλάδος το ΑΕΠ δεν αποτελεί ικανοποιητικό δείκτη για να δούμε ποια είναι η δυνατότητα που είχε η χώρα για να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της. Διότι το εκάστοτε επίπεδο του ΑΕΠ δεν ανταποκρίνονταν στη φοροδοτική ικανότητα που έχει το ίδιο επίπεδο ΑΕΠ σε άλλες χώρες. Αυτό οφείλεται στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το γεγονός ότι η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ δεν ήταν βιώσιμη αφού στηριζόταν στην αύξηση της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης που τροφοδοτούσε ο ιδιωτικός και δημόσιος δανεισμός. Η αύξηση του ΑΕΠ τροφοδοτούνταν από τον υψηλό πληθωρισμό που έτρεχε ταχύτερα στην Ελλάδα από ότι στην υπόλοιπη ευρωζώνη υποσκάπτοντας τα θεμέλια της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Ταυτόχρονα απέκρυπτε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος του χρέους αφού οδηγούσε σε ταχύτερη αλλά μη βιώσιμη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Το χρέος λοιπόν μετά την ένταξη στην ΟΝΕ είχε μια σταθερά ανοδική πορεία. Από τα 152 δις του 2001, έφτασε το 2004 στα 184 δις και το 2009 στα 300 δισ.
Η τρομακτική αυτή εξέλιξη δεν αποτυπώνεται όταν κάποιος πάρει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μεταξύ 2001 και 2007 υπήρξε μια περίοδος σταθερότητας, όπου ως ποσοστό του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος παρέμεινε περίπου στο 100%. Έτσι, δημιουργήθηκε λανθασμένα η εντύπωση ότι δεν υπάρχει πρόβλημα.
Επομένως χάθηκε πολύτιμος χρόνος όλο αυτό το διάστημα διότι δε υπήρξε πρόνοια να ελεγχθεί η δυναμική του χρέους αλλά ούτε και να αντιμετωπιστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας τα οποία την καθιστούσαν λιγότερο ανταγωνιστική και με μια ανάπτυξη μη βιώσιμη.
Έτσι, μόλις όμως ξέσπασε η διεθνής κρίση και η Ελλάδα πέρασε το 2008 σε ύφεση τότε το χρέος βγήκε εκτός πορείας. Πήγε από 103% ΑΕΠ το 2007 στο 127% το 2009.
Εάν συγκρίνουμε τη χώρα μας με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ξεκάθαρο ότι το 2009 ως ποσοστό του ΑΕΠ η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος.
Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι: “τελικά με αυτή τη δυναμική του δημόσιου χρέους υπήρχε κίνδυνος που αγνοήθηκε τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης που αξιολογούν την πορεία των οικονομιών των χωρών μελών;” Η απάντηση είναι: Ναι, υπήρχε.
Διότι εάν ληφθεί υπόψη ότι η οικονομία από το 2008 είχε πέσει σε ύφεση το ενδεχόμενο να παγιδευτεί σε χαμηλούς ρυθμούς ονομαστικής ανάπτυξης –κάτι που υποδήλωναν τα χρόνια και μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – και να διατηρήσει τα επίπεδα των ελλειμμάτων, τα οποία είχε μετά το 2007, δεν ήταν μικρό. Μια τέτοια εξέλιξη είναι βέβαιο ότι εκ των πραγμάτων θα έφερνε στην επιφάνεια το ενδεχόμενο οι αγορές να αμφισβητήσουν κάποια στιγμή τη διατηρησιμότητα του χρέους.
Η διαχρονική πηγή του χρέους ήταν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτό που είναι χαρακτηριστικό της εμπειρίας της χώρας μας είναι ότι το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ήταν από το 2001 μέχρι το 2009 μονίμως ελλειμματικό.
Αυτό, δε, που είναι ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι στη χώρα μας είχαμε δημοσιονομικά ελλείμματα και όταν είχαμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και όταν είχαμε ύφεση.
Εξίσου ανησυχητική ήταν και η πορεία του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους. Αρκεί να επισημανθεί ότι από το 2007 μέχρι το 2009 το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέβηκε από 4,3% σε 5,2%.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό ήταν η συνεχής αύξηση των πρωτογενών ελλειμμάτων από το 2003 και μετά. Αυτό διαψεύδει την άποψη της ΝΔ ότι η μεγέθυνση του χρέους οφείλεται κυρίως στα βάρη τα οποία κληρονομήθηκαν από το παρελθόν και ιδιαίτερα από τις Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Αν κάτι προκύπτει, από τα δεδομένα είναι ότι έχουμε πρωτογενή ελλείμματα από το 2003 και μέχρι το 2009 οπότε το πρωτογενές έλλειμμα έφτασε τα 24 δις η 10% του ΑΕΠ και ότι από το 2004 και μετά οι πρωτογενείς δαπάνες ανέρχονται στο 90% περίπου του συνόλου των δαπανών.
Το έλλειμμα στα μέσα του 2009 ήταν ήδη πάνω από 6% και το φθινόπωρο η δυναμική του έδειχνε ότι θα διαμορφωθεί σε επίπεδα άνω του 12%. Η κυβέρνηση της ΝΔ απέκρυπτε το πρόβλημα από την κοινότητα δηλώνοντας ότι θα διαμορφωθεί στο 6% ακυρώνοντας την αξιοπιστία της χώρας. Ταυτόχρονα, μετά τις ευρωεκλογές ανακοίνωνε μέτρα αμφίβολης αποτελεσματικότητας ύψους 0,8% του ΑΕΠ.
Τέλος, ενώ είχαν προϋπολογιστεί δανειακές ανάγκες 40,7 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2009, τελικά η χώρα δανείστηκε 66 δισεκατομμύρια ευρώ, σχεδόν 50% παραπάνω από όσα είχαν προϋπολογιστεί.
Τελικά στις αρχές του 2010, μετά την κερδοσκοπική επίθεση που εκδηλώθηκε σε βάρος των ελληνικών ομολόγων, το κόστος δανεισμού στις αγορές κατέστη απαγορευτικό.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να υποχρεωθεί να υπογράψει τη δανειακή σύμβαση προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηματοδότηση των αναγκών της για όσο έμενε έξω από τις αγορές.
Αυτή η χρηματοδότηση θα της έδινε χρόνο να προχωρήσει σε δημοσιονομικές αλλαγές, διαρθρωτικές αλλαγές και στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος έτσι ώστε να μπορέσει να επανακάμψει στις αγορές.
Πέντε χρόνια μετά δεν διαφαίνεται προοπτική για έξοδο στις αγορές και η χώρα παραμένει και θα συνεχίσει σε καθεστώς αναγκαστικού δανεισμού. Προφανώς αυτό θα είναι ένα από τα θέματα τα οποία θα εξεταστούν στην Εξεταστική Επιτροπή που θα συγκροτηθεί.
Αντίθετα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία όχι μόνο βγήκαν από το πρόγραμμα αλλά αντλούν από τις αγορές κεφάλαια με ιστορικά χαμηλά επιτόκια αποπληρώνοντας τα κεφάλαια του ΔΝΤ και αναχρηματοδοτώντας φθηνά παλαιό ακριβό χρέος.