Η φετινή ελαιοκομική χρονιά που βαδίζει προς το τέλος της, ήταν κατά γενική ομολογία μία από τις καλύτερες των τελευταίων ετών, τόσο από πλευράς παραγωγής όσο και από πλευράς τιμών. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν εκπρόσωποι ελαιουργικών φορέων, η εμπορική πορεία του ελληνικού προϊόντος καθορίζεται κατά κύριο λόγο από εξωγενείς συγκυρίες ή ακόμα και την… τύχη. Και όλα αυτά εξαιτίας: της απουσίας συνολικής πολιτικής στον τομέα, της αδυναμίας χρηματοδότησης των φορέων από το τραπεζικό σύστημα αλλά πάνω από όλα εξαιτίας της αδυναμίας μας να αυξήσουμε τα ποσοστά τυποποίησης του ελληνικού ελαιολάδου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 20% περίπου της συνολικής εγχώριας παραγωγής φθάνει στην τυποποίηση, με τα αντίστοιχα ποσοστά να αγγίζουν το 50% και 75% για την Ισπανία και την Ιταλία.
Η φετινή παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα σημείωσε “άλμα” από τις 132.000 τόνους πέρσι σε 300.000 τόνους φέτος την ίδια στιγμή που οι δύο σημαντικότερες ανταγωνίστριες χώρες, Ισπανία και Ιταλία, είχαν σημαντική μείωση στην παραγωγή τους (Ισπανία: 1.775.800 πέρσι – 825.700 φέτος, Ιταλία: 461.200 πέρσι – 302.500 φέτος). Αυτό, σε συνδυασμό και με τη συνολική μείωση της παγκόσμιας παραγωγής που εκτιμάται κοντά στο 20% φέτος, οδήγησε σε σημαντική άνοδο των τιμών. Και ενώ όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποδειχθούν ιδανικά για το ελληνικό ελαιόλαδο, στην πράξη οι τιμές στις οποίες αγοράζουν οι έμποροι φέτος κινούνται απλά σε …ικανοποιητικά επίπεδα, με το μέσο όρο να κυμαίνεται στα 3,10-3,20 €. Την ίδια στιγμή στις αρχές Φεβρουαρίου στην Ιταλία η τιμή για το έξτρα παρθένο ξεπερνούσε τα 6 ευρώ και στην Ισπανία τα 4 ευρώ το κιλό. Τι φταίει λοιπόν και η Ελλάδα δεν καταφέρνει να επιτύχει καλύτερες τιμές για το ελαιόλαδό της;
Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τα αίτια σε πέντε βασικούς άξονες:
α)εφοδιαστική αλυσίδα ελαιολάδου
β)Τυποποίηση
γ) Έλλειψη ρευστότητας
δ)Διαδικασία ελαιοποίησης και
ε)Απουσία “brand name”
Ασύνδετοι οι κρίκοι της εφοδιαστικής αλυσίδας: Το πρόβλημα της ελαιοπαραγωγής στην αγρο-εφοδιαστική αλυσίδα είναι ότι οι διάφοροι “κρίκοι” (παραγωγοί, μεταποιητές, τυποποιητές, έμποροι – εξαγωγείς) δρούν ανεξάρτητα, χωρίς διαφάνεια, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εφαρμογή συντονισμένων δράσεων ώστε να πετύχουμε υψηλότερες τιμές.
Μικρά τα ποσοστά τυποποίησης: Η αδυναμία μας στην τυποποίηση κάνει το ελληνικό προϊόν να παραμένει στην “εμπορική σκιά” των ισπανικών και ιταλικών ελαιολάδων, παρά το ότι, κατά γενική ομολογία, είναι ανώτερο σε ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για να επιτύχουμε κάποια στιγμή τη δυνατότητα παρέμβασης σαν χώρα στο παγκόσμιο “χρηματιστήριο” του ελαιολάδου θα πρέπει να καταφέρουμε να αυξήσουμε τις ποσότητες εξαγωγής σε τυποποιημένο προϊόν. Στον τομέα αυτό, και παρά τις αποσπασματικές προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια από Ομάδες Παραγωγών κλπ, είμαστε ακόμα σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
Πώληση υπό πίεση, λόγω έλλειψης ρευστότητας: Οι παραγωγοί αναγκάζονται, λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, να πουλούν αμέσως το λάδι τους χωρίς διαπραγμάτευση. Οι έμποροι που γνωρίζουν αυτή την αδυναμία του Έλληνα αγρότη, αγοράζουν …όσο θέλουν. Αν όμως οι Ενώσεις ή οι Ομάδες Παραγωγών είχαν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν το ελαιόλαδο (πληρώνοντας προκαταβολές ώστε να καλυφθούν και οι άμεσες ανάγκες των παραγωγών) τότε θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν χωρίς πίεση. Προκειμένου να πουληθεί τυποποιημένο ελαιόλαδο θα πρέπει το προϊόν να παραμείνει το λιγότερο 2 μήνες στις εγκαταστάσεις του τυποποιητήριου, προκειμένου να γίνει η κατάλληλη επεξεργασία. Ποιός παραγωγός μπορεί να περιμένει τόσο καιρό απλήρωτος;
Ανάγκη τήρησης σωστών πρακτικών στο ελαιοτριβείο: Παρ’ όλο που το ελληνικό ελαιόλαδο θεωρείται κορυφαίας ποιότητας, αυτό δε σημαίνει ότι όλα τα προβλήματα ποιότητας είναι λυμένα. Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή από τους ελαιοτριβείς στην τήρηση όλων των προδιαγραφών της έκθλιψης και παραγωγής του ελαιολάδου (πρώτη ύλη, θερμοκρασίες, χρόνοι επεξεργασίας, κανόνες υγιεινής κλπ.) προκειμένου να παράγεται προϊόν υψηλής και κυρίως σταθερής ποιότητας.
Απουσία “brand name”: Τα ελληνικά ελαιόλαδα πάσχουν κατά γενική ομολογία από απουσία “brand name” και σωστού marketing στην προώθησή τους στην αγορά. Τα επώνυμα ελληνικά λάδια με ισχυρό όνομα και θέση στη διεθνή αγορά είναι ελάχιστα και αντιπροσωπεύουν πολύ μικρό ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών. Τα ελαιόλαδα αυτά φυσικά απολαμβάνουν πολύ καλές τιμές και εξαιρετική αναγνωρισιμότητα στο εξωτερικό, όμως δυστυχώς η παρουσία τους στην παγκόσμια αγορά είναι “σταγόνα στον ωκεανό”. Η συντριπτική πλειονότητα των (τυποποιημένων) ελληνικών ελαιολάδων διακινείται στην ελληνική και στη διεθνή αγορά κάτω από ετικέτες που πολύ λίγο βοηθούν στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και στην σωστή προώθηση του προϊόντος.
Τα ελληνικά ΠΟΠ και ΠΓΕ ελαιόλαδα είναι αυτή τη στιγμή επισήμως 29, όμως στην πράξη πολύ λίγα καταφέρνουν να “εξαργυρώσουν” τα πλεονεκτήματα της πιστοποίησης αυτής στην αγορά. Ακραίο παράδειγμα (αλλά δυστυχώς όχι το μοναδικό) είναι και το ελαιόλαδο “ΠΡΕΒΕΖΑ” που 22 χρόνια μετά την πιστοποίησή του ως προϊόν Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) δεν έχει καταφέρει ακόμα να …βρει το δρόμο του προς την αγορά.