Μπροστά στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την τρόικα (ΕΕ – ΔΝΤ – Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), που πρόκειται να ξεκινήσουν αρχές του Σεπτέμβρη στο Παρίσι, ξεσηκώνεται πάλι μπόλικος κουρνιαχτός γύρω από την επαναξιολόγηση των εισπρακτικών μέτρων που προβλέπονται στα μνημόνια και τις συμφωνίες, με έμφαση στις λεγόμενες φοροελαφρύνσεις.
Δεν πρόκειται για μια προπαγανδιστική εξόρμηση κατευνασμού μπροστά στις νέες τεράστιες δυσκολίες, που προκαλεί ο Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), στους εργαζόμενους, στα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Οι κυβερνητικές επιδιώξεις για τις λεγόμενες φοροελαφρύνσεις συνδέονται με τις επιθυμίες των αστών για απεμπλοκή από δεσμεύσεις με την τρόικα και αλλαγή στο μείγμα διαχειριστικής πολιτικής για την καπιταλιστική ανάκαμψη.
Ετσι στο επίκεντρο των συζητήσεων και των σχεδιασμών της συγκυβέρνησης και του κεφαλαίου βρίσκεται η διαμόρφωση του «κατάλληλου» μείγματος της αντιλαϊκής πολιτικής με στόχο την ακόμη μεγαλύτερη τόνωση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων και των επιχειρηματικών κερδών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκυβέρνηση διαμηνύει την πρόθεσή της για σταδιακή αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών στα επιχειρηματικά κέρδη, ενώ ταυτόχρονα βάζει στο τραπέζι και την «επανεξέταση φόρων», όπως η λεγόμενη έκτακτη εισφορά «αλληλεγγύης», το ύψος του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης κ.ά. Λόγος γίνεται για σταδιακή αποκλιμάκωση των φόρων και των χαρατσιών, που επιβλήθηκαν στη φάση όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης και της βίαιης «δημοσιονομικής προσαρμογής» που εφαρμόστηκε για την έξοδο από αυτήν σε όφελος του κεφαλαίου.
Ουσιαστικά, τέτοιοι φόροι έγιναν τροχοπέδη στην αύξηση του τζίρου και των κερδών των επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας υποχώρησης των λαϊκών εισοδημάτων και της κατανάλωσης, που, με τη σειρά τους, επιδρούν αρνητικά και στα έσοδα του κράτους. Εμπαιγμός του λαού οι «φοροελαφρύνσεις».
Βεβαίως, ο εμπαιγμός απέναντι στο λαό έχει και συνέχεια, με τις επικείμενες τάχα «διευκολύνσεις», σχετικά με τη χρονική επιμήκυνση των δόσεων για τους φόρους και τα άλλα χαράτσια, που με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου συνεχίζουν να στοιβάζονται στα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την Εφορία, φοροληστεύοντας τα λαϊκά νοικοκυριά που συνεχίζουν να στενάζουν, αφού το ελάχιστο εισόδημά τους δεν μπορεί να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες.
Ταυτόχρονα, οι κυβερνητικές επιδιώξεις για «νέο» μείγμα διαχειριστικής πολιτικής, ζήτημα που συζητιέται και στο πλαίσιο της ΕΕ, ενώ ενδιαφέρει και άλλα κράτη όπως π.χ. η Ιταλία, η Γαλλία, συνδέονται αναγκαστικά και με την «ελάφρυνση» του κρατικού χρέους.
Αλλωστε, είναι το επόμενο βήμα διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης. Μόνο που και αυτό ως μέτρο δεν έρχεται να ελαφρύνει το λαό. Είναι μια εξέλιξη που θα προσδώσει πρόσθετους βαθμούς ελευθερίας, σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση του μείγματος της πολιτικής που θα συμβάλει στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Τα «πλεονάσματα» των κρατικών προϋπολογισμών είναι αναγκαία, προκειμένου να δίνονται κρατικές ενισχύσεις και άλλες διευκολύνσεις για επενδύσεις στους επιχειρηματικούς ομίλους και για δημόσιες επενδύσεις πάλι σε όφελος των επιχειρηματικών ομίλων.
Η «ελάφρυνση» στην αποπληρωμή του χρέους σημαίνει περίσσευμα κρατικού χρήματος για καπιταλιστικές επενδύσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά σ’ αυτές τις κυβερνητικές επιδιώξεις, μιλώντας για ανικανότητα της συγκυβέρνησης να «διαπραγματευτεί» με την τρόικα, δεν μπορεί «ούτε καν για το πετρέλαιο θέρμανσης», ενώ εκτιμά ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να φέρει καπιταλιστική ανάκαμψη. Στάχτη στα μάτια του λαού είναι αυτή η αντιπαράθεση, εγκλωβίζοντάς τον να διαλέξει ανάμεσα σε «καλή» και «κακή» διαχείριση, όταν και οι δύο πασχίζουν για την ανάπτυξη των μεγαλοεπιχειρηματιών.
Οι εργαζόμενοι, ο λαός, να μην «τσιμπήσουν». Είτε με τη διαχειριστική πολιτική της κυβέρνησης είτε με αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκεται ώθηση στην καπιταλιστική ανάκαμψη, που σημαίνει καμιά ουσιαστική βελτίωση στη ζωή τους. Μονόδρομος είναι η οργάνωση, η λαϊκή συμμαχία, σε αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση