Αίσθηση και ποικίλα σχόλια έχει προκαλέσει, μεταξύ άλλων και στον αγροτικό κόσμο αλλά και σε παράγοντες της αγοράς, η περίφημη έκθεση του ΟΟΣΑ και ειδικά τα κεφάλαια που αφορούν τα τρόφιμα. Για να μην παρασυρθούμε σε ακραίο λαϊκισμό και κραυγές που έχουν κατακλύσει τελευταία τα ελληνικά ΜΜΕ και το διαδίκτυο, ας δούμε κατ’ αρχήν τι ακριβώς λένε αυτές οι προτάσεις (συστάσεις θα λέγαμε καλύτερα) του ΟΟΣΑ για το γάλα, το γιαούρτι και το ελαιόλαδο, τρία από τα βασικά τρόφιμα της αγοράς, που η παραγωγή και διακίνησή τους στην Ελλάδα διέπεται από κανονιστικές διατάξεις.
Για το γάλα:
Η έκθεση θεωρεί αδικαιολόγητη τη διάκριση μεταξύ “φρέσκου” και “υψηλής παστερίωσης” γάλακτος, αναφέροντας ότι τέτοια διάκριση δεν υπάρχει στην Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία αναγνωρίζει μόνο τρεις τύπους γάλακτος, το “παστεριωμένο” το οποίο ανάλογα με τη μέθοδο παστερίωσης έχει διάρκεια ζωής που ξεκινάει από τις 10-11 μέρες, το UHT (Ultra High Temperature= Υπέρ Υψηλής Θερμοκρασίας θα λέγαμε στα ελληνικά) το οποίο έχει διάρκεια ζωής κάποιους μήνες και δεν χρειάζεται ψυγείο, και φυσικά το συμπυκνωμένο. Αντίθετα η ελληνική νομοθεσία ουσιαστικά διαχωρίζει την πρώτη κατηγορία σε δύο ξεχωριστές κατηγορίες, το “φρέσκο”, που έχει παστεριωθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες παστερίωσης και στο οποίο δίνει διάρκεια ζωής 5 μέρες και σε όλα τα άλλα παστεριωμένα τα οποία ονομάζει “υψηλής παστερίωσης”. Η έκθεση του ΟΟΣΑ προτείνει την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την ευρωπαϊκή και την κατάργηση ουσιαστικά της κατηγορίας «φρέσκο» γάλα. Ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι αυτό θα έχει άμεση επίπτωση στην τιμή του γάλακτος, την οποία θεωρεί (και είναι) από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, επειδή
- Θα μειωθεί το κόστος λόγω επιστροφών
- Θα «απελευθερωθούν» οι εταιρείες έχοντας τη δυνατότητα να εισάγουν από το εξωτερικό φτηνότερη πρώτη ύλη.
Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία που δίνει η ίδια η έκθεση το κόστος λόγω επιστροφών αντιπροσωπεύει μόλις το 5% της λιανικής τιμής. Σε ένα λίτρο γάλα που πωλείται 1,20 € αυτό ισοδυναμεί με 6 λεπτά. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε δηλαδή ότι με το νέο σύστημα δεν θα έχουμε καθόλου επιστροφές (πράγμα αδύνατο) το μέγιστο όφελος για τον καταναλωτή δεν θα ξεπερνάει τα 6 λεπτά. Όσο για το δεύτερο επιχείρημα η ίδια η έκθεση αυτοαναιρείται αφού ομολογεί παρακάτω ότι και στο «υψηλής παστερίωσης», όπου θεωρητικά υπάρχει η δυνατότητα αθρόων εισαγωγών, αυτό δεν έχει επιδράσει ευμενώς στην τιμή, αφού το γάλα αυτό είναι κατά πολύ ακριβότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Για να το πούμε πιο απλά η στρέβλωση που υπάρχει στην αγορά του γάλακτος και οδηγεί στο «φούσκωμα» των τιμών δεν οφείλεται στη διάρκεια ζωής και στον χαρακτηρισμό του προϊόντος αλλά:
- Στη διόγκωση του ποσοστού κέρδους των ενδιάμεσων κρίκων της εφοδιαστικής αλυσίδας (βιομηχανίες-έμποροι)
- Στο αυξημένο κόστος διαφήμισης (τα γάλατα «ιδιωτικής ετικέτας» είναι φτηνότερα κατά 30-40% !!!) και
- Στη λειτουργία «εναρμονισμένων εμπορικών πρακτικών» (διάβαζε καρτέλ) στην αγορά (ποιος θυμάται τους «κουμπάρους»;).
Για το γιαούρτι:
Η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει να κυκλοφορεί ως «γιαούρτι» μόνο το προϊόν που παράγεται από ωμό γάλα και μαγιά γιαουρτιού. Οποιοδήποτε άλλο προϊόν γίνεται από διαφορετικές πρώτες ύλες (π.χ. παστεριωμένο γάλα ή γάλα σκόνη) ή περιέχει οποιοδήποτε πρόσθετο, πρέπει να διακινείται με άλλη ονομασία (π.χ. «επιδόρπιο γιαουρτιού»). Αυτό η έκθεση θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει και να επιτραπεί να κυκλοφορούν ως γιαούρτια και τα προϊόντα αυτά. Εδώ δεν γίνεται επίκληση λόγων μείωσης κόστους αλλά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα σε επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν νέες, διεθνώς αποδεκτές μεθόδους παραγωγής και να χρησιμοποιήσουν νέα τεχνολογία και συγχρόνως να δοθούν περισσότερες δυνατότητες επιλογής στους καταναλωτές.
Το ζήτημα δεν είναι ασφαλώς πρώτης προτεραιότητας αλλά σε κάθε περίπτωση επειδή το γιαούρτι είναι ένα παραδοσιακό ελληνικό προϊόν θεωρούμε ότι καλό είναι να μην αλλάξουν οι προδιαγραφές του και να μην αλλοιωθούν τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά. Άλλωστε και η ίδια η έκθεση συστήνει, ακόμα και αν γίνει η αλλαγή την οποία εισηγείται, ότι το «ελληνικό γιαούρτι» όπως το ονομάζει, θα πρέπει να προστατευτεί και να έχει σαφή και διακριτή σήμανση.
Για το ελαιόλαδο:
Εδώ τα πράγματα είναι λίγο περισσότερο περίπλοκα και «επικίνδυνα». Στην ελληνική αγορά επιτρέπεται να κυκλοφορούν σήμερα μόνο ελαιόλαδα που είναι είτε ανεπεξέργαστα («παρθένο» και «έξτρα παρθένο») είτε μίγματα αυτών με επεξεργασμένα (ραφιναρισμένα) που χαρακτηρίζονται ως «ελαιόλαδα». Παράλληλα δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία στο εμπόριο συσκευασιών μεγαλύτερων των 5 λίτρων. Η έκθεση προτείνει δύο πράγματα:
- Να επιτραπούν συσκευασίες μεγαλύτερες των 5 λίτρων μόνο για πώληση σε επιχειρήσεις μαζικής εστίασης, ξενοδοχεία, εστιατόρια, κλπ. και
- Να επιτραπεί η κυκλοφορία μιγμάτων ελαιολάδου με άλλα φυτικά έλαια.
Για το πρώτο θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει, με αυστηρή τήρηση των όρων και των προδιαγραφών καταλληλότητας των επιτρεπόμενων συσκευασιών.
Πάντως όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς ελαιολάδου “το κόστος συσκευασίας συμμετέχει πολύ λίγο στο συνολικό κόστος του προϊόντος, όπου το κόστος του ελαιολάδου είναι το κυρίαρχο”.
Για το δεύτερο όμως αναρωτιόμαστε τι ακριβώς θα εξυπηρετήσει. Η έκθεση δεν αναφέρει κάτι συγκεκριμένο ως αναμενόμενο όφελος, απλά αρκείται να σημειώσει ότι πρέπει να γίνει για λόγους εναρμόνισης της ελληνικής αγοράς με την ευρωπαϊκή και για λόγους μεγαλύτερης ποικιλίας προϊόντων στην αγορά.
Στην πραγματικότητα ο καταναλωτής δεν πρόκειται να κερδίσει απολύτως τίποτα από αυτή τη ρύθμιση. Αυτός που θέλει να επιλέξει ένα φτηνότερο προϊόν από το ελαιόλαδο έχει σήμερα μία πληθώρα επιλογών από τα πολλά σπορέλαια που κυκλοφορούν στην αγορά. Αντίθετα αν εφαρμοστεί η ρύθμιση που προτείνει ο ΟΟΣΑ η αγορά θα γεμίσει από μίγματα αμφίβολης έως και ύποπτης ποιότητας, για τα οποία κανείς δεν θα είναι σε θέση να πει με σιγουριά από τι λάδια αποτελούνται και σε τι ποσοστό. Και οι μόνοι που θα ευνοηθούν τελικά θα είναι οι κάθε λογής …κερδοσκόποι σε βάρος της υγείας αλλά και της τσέπης του καταναλωτή.
Όπως εύστοχα σημειώνει και ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως του Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ): “Μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί τους κινδύνους εξαπάτησης του καταναλωτή και των ελαιοπαραγωγών από την κυκλοφορία μιγμάτων στην χώρα μας λόγω και της αναλυτικής αδυναμίας στην ποσοτικοποίηση του ποσοστού σπορέλαιου στο μίγμα… …Σε μια περίοδο έντονα ανταγωνιστική (παγκοσμίως) στο ελαιόλαδο και με τις τιμές παραγωγού σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η κατάργηση των δύο αυτών προστατευτικών δικλίδων ασφαλείας θα αποτελέσει αιτία νέων σημαντικών προβλημάτων για τον ελαιοκομικό τομέα, ενός τομέα που αναζητά επί δεκαετίες την προστιθέμενη αξία που του ανήκει στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές”.