Αν κάτι τρέχει, μοιάζει και συμπεριφέρεται σαν λύκος, τότε δεν είναι πρόβατο, αλλά λύκος. Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, παρότι πασχίζει να καμουφλαριστεί φορώντας την προβιά της μεταρρύθμισης, κατάφερε κάτι μοναδικό. Πρώτον, να ενοχοποιήσει στα μάτια της κοινωνίας την έννοια των αναγκαίων αλλαγών στο Δημόσιο και, δεύτερον, να ενισχύσει το ιδιότυπο καθεστώς πελατοκρατίας και φαυλοκρατίας των τελευταίων τριάντα χρόνων.
Πίσω από τις βοναπαρτικές πρακτικές των οριζόντιων καταργήσεων, χωρίς τη συναίνεση ή έστω την κατανόηση της κοινωνίας, συγκαλύπτεται η φαυλοκρατία. Όταν χωρίς σχέδιο, καταργείς στα τυφλά μια ολόκληρη δομή, με την απλή υπόσχεση ότι κάπου θα μεταφερθούν οι θέσεις αυτές, τότε δεν είσαι μόνον αυταρχικός αλλά και φαύλος. Όπως ακριβώς στο παρελθόν κανείς δεν λογοδοτούσε για τη δημιουργία ενός νέου φορέα ή για κάποιες αχρείαστες προσλήψεις, έτσι και σήμερα ουδείς ενδιαφέρεται να πείσει ή να δώσει λογαριασμό στην κοινωνία για το αν και πώς κάποιες δομές θα παραμείνουν ή κάποια πρόσωπα θα επαναπροσληφθούν…
Σε λιγότερο από έναν μήνα, οι Σαμαράς – Βενιζέλος προχώρησαν στην κατάργηση της ραδιοτηλεόρασης, ειδικοτήτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και ολόκληρων οργανικών μονάδων της Αυτοδιοίκησης, χωρίς καμία επιχειρησιακή τεκμηρίωση. Αντί να αξιολογήσουν, με κριτήρια αποδεκτά και γνωστά εκ των προτέρων, δομές και θέσεις, καρατόμησαν οριζόντια ολόκληρους τομείς, χωρίς να προβάλουν καμία δημοσιονομική σκοπιμότητα. Όπως δεν ξέρουμε τι κοστίζει στον Έλληνα πολίτη το κλείσιμο της ραδιοτηλεόρασης, έτσι κανείς δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει τι θα κοστίσει η οβιδιακή μεταμόρφωση της Δημοτικής Αστυνομίας. Την ίδια ώρα, η κινητικότητα εξισώνεται ελαφρά τη καρδία με τις απολύσεις. Από διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρύθμιση για μια ορθολογικότερη κατανομή του προσωπικού προς όφελος του πολίτη, καταντά σημαία ευκαιρίας ή σοφιστικέ δικαιολογία για απολύσεις…
Αυτή η μεθοδική πλαστογράφηση της έννοιας των μεταρρυθμίσεων οξύνει τις αντιδράσεις, διαχέοντας παράλληλα ένα κλίμα φόβου στην κοινωνία. Έτσι ερμηνεύονται και τα βαθύτερα κίνητρα των κυβερνώντων, δεδομένου ότι καμία από τις παραπάνω μεθοδεύσεις δεν οδηγεί σε ένα καλύτερο και ποιοτικότερο Δημόσιο. Στόχος τους είναι να απενοχοποιήσουν την πρακτική των απολύσεων, να «πουλήσουν» μεταρρυθμιστική πυγμή στην τρόικα και να προκαλέσουν κοινωνικούς αυτοματισμούς, χρήσιμους στην αυταρχική μέθοδο διακυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα το κράτος εξακολουθεί να είναι μικρό εκεί που θα έπρεπε να είναι μεγάλο, π.χ. στις κοινωνικές υπηρεσίες, και αντίστροφα, μεγάλο εκεί που θα έπρεπε να είναι επιτελικό, όπως π.χ. στις διοικητικές υπηρεσίες. Δεν χωράει αμφιβολία ότι φαινόμενα όπως η διόγκωση των κεντρικών δομών, ο νομικισμός και η εσωστρέφεια, η γραφειοκρατία και η έλλειψη διοικητικής συνέχειας, η ανυπαρξία συντονισμού και η απουσία θεσμικής μνήμης και, τέλος, η λειτουργική ανικανότητα του Δημοσίου πρέπει να περιοριστούν δραστικά. Ποιος όμως πιστεύει σοβαρά ότι η καλλιέργεια της ανασφάλειας και της αδράνειας και κυρίως η διασπορά του φόβου στους υπαλλήλους οδηγούν στο τελικό ζητούμενο, δηλαδή ένα αξιοκρατικό δημόσιο μάνατζμεντ και μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση;
Η επιλογή να αρχίσουν οι αλλαγές από τον αριθμό των υπαλλήλων και όχι από την καρδιά του προβλήματος – τις σπατάλες, τη διαφθορά, την ανοργανωσιά – δεν υπηρετεί τη μεταρρύθμιση του κράτους. Αντίθετα, αναπαράγει τα σημερινά αδιέξοδα, δηλαδή το ροκάνισμα του χρόνου από το συμβιβασμένο πολιτικό σύστημα, τις μοιραίες και άβουλες κυβερνήσεις τού «βλέποντας και κάνοντας» και τέλος, την ιδεοληπτική εμμονή της τρόικας στα σφάλματά της. Θα πει κάποιος: «Μα υπάρχει χρόνος για όλα αυτά;». Είναι παράδοξο να μην υπάρχει ποτέ χρόνος την παραμονή των δόσεων και πάντα να περισσεύει στο ενδιάμεσο διάστημα. Χρόνος υπάρχει. Ήδη πέρασαν τρία χρόνια… Η αδράνεια και η ανικανότητα της κυβέρνησης να λάβει έγκαιρα αποφάσεις είναι αυτές που οδηγούν αναπόφευκτα στις ποσοτικές – οριζόντιες λύσεις.
Όσο οι όποιες αλλαγές προχωρούν με τεχνάσματα και αυταρχισμό τόσο θα υπονομεύεται η πολιτική σταθερότητα από εκείνους που υποτίθεται ότι την υπηρετούν. Όσο κακοποιείται η έννοια των μεταρρυθμίσεων τόσο θα εμπεδώνεται ένα μοντέλο πολιτικής επιβολής, βασισμένο στον αυτοματισμό της εκδίκησης και του φόβου. Αυτές οι ψυχολογικές και ιδεολογικές παράμετροι οδηγούν τελικά στη σύγχυση και στρέφουν ένα μέρος της κοινωνίας στη φασιστική Δεξιά. Αυτά είναι και τα εγγενή χαρακτηριστικά της νέας μεθόδου διακυβέρνησης που θα δούμε να κλιμακώνονται από εδώ και στο εξής.
Η επιλογή της κυβέρνησης να πλαστογραφήσει τις μεταρρυθμίσεις και να «αυτοματοποιήσει» τις συγκρούσεις, οξύνοντας την αντιπαράθεση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, είναι μια επικίνδυνη και αντιδημοκρατική τακτική. Η κοινωνική ειρήνη και η πολιτική σταθερότητα δεν εμπεδώνονται ούτε με τον φόβο ούτε με τον κοινωνικό μιθριδατισμό. Όσο πιο έγκαιρα το αντιληφθούμε τόσο πιο έγκαιρα θα καταλάβουμε ότι οι τωρινές απολύσεις δεν είναι παρά η προβιά του λύκου.
* Το άρθρο συνυπογράφει ο Θανάσης Οικονόμου με τον Απ. Παπατόλια, Γραμματέα Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος, και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών https://www.efsyn.gr/?p=84429