Το κριθάρι (Κριθή – Hordeum vulgare L.) έχει αρχίσει να παρουσιάζει ξανά ενδιαφέρον για χρήση στα σιτηρέσια της χοιροτροφίας και της πτηνοτροφίας λόγω της αύξησης των τιμών στο σιτάρι και το καλαμπόκι (το κριθάρι είναι περίπου 20% φθηνότερο – αρχές 2013). Συνήθως η χρήση του κριθαριού περιοριζόταν λόγω των αυξημένων ινωδών ουσιών που περιέχει (5-7% σε σύγκριση με περίπου 3% σε σιτάρι και καλαμπόκι).
Επίσης περιέχει λιγότερη ενέργεια και είναι ενδιάμεσο ως προς την πρωτεΐνη (Ολικές Αζωτούχες Ουσίες) – περίπου 11,5%. Για την αποτελεσματική του χρήση θα πρέπει να έχουμε υπόψιν κάποια βασικά σημεία που επηρεάζουν την απόδοση αλλά και την οικονομικότητα του σιτηρεσίου.
Ενέργεια: το κριθάρι περιέχει λιγότερη ενέργεια (Πεπτή σε χοιρίδια πάχυνσης:14,8 MJ/kg ΞΟ Μεταβολιστέα σε κοτόπουλα κρεοπαραγωγής: 11,3 MJ/kg ΞΟ) σε σχέση με το καλαμπόκι (Πεπτή σε χοιρίδια πάχυνσης: 16,5 MJ/kg ΞΟ Μεταβολιστέα σε κοτόπουλα κρεοπαραγωγής: 15,1 MJ/kg ΞΟ)και το σιτάρι (Πεπτή σε χοιρίδια πάχυνσης: 15,9 MJ/kg ΞΟ Μεταβολιστέα σε κοτόπουλα κρεοπαραγωγής: 13,8 MJ/kg ΞΟ) λόγω των αυξημένων ινωδών ουσιών.
Πρωτεΐνη (Ολικές Αζωτούχες Ουσίες): το κριθάρι περιέχει 11,5% ΟΑΟ/ΞΟ σε σχέση με 9,5% του καλαμποκιού και 12,5% του σιταριού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το προφίλ των αμινοξέων όπου η λυσίνη 0,43% /ΞΟ και η θρεονίνη 0,40% /ΞΟ είναι τα πρώτα περιοριστικά αμινοξέα ενώ όπως και το σιτάρι υπερτερεί στην τρυπτοφάνη 0,14% /ΞΟ έναντι του καλαμποκιού (0,07% /ΞΟ).
Αντιδιαιτητικοί παράγοντες: το κριθάρι περιέχει β-γλυκάνες που δημιουργούν προβλήματα στη δομή των κοπράνων στα πτηνά με συνέπεια κίνδυνο ασθενειών στην κρεοπαραγωγή και χαμηλή πεπτικότητα των θρεπτικών συστατικών. Επίσης περιέχει αραβινοξυλάνες που είναι τελείως άπεπτες από τα μονογαστρικά και μειώνουν την αποτελεσματικότητα του σιτηρεσίου. Θα πρέπει να εξετάζεται η συμπλήρωση του σιτηρεσίου με ένζυμα όπως οι β-γλυκανάσες όταν θέλουμε να έχουμε αυξημένα επίπεδα συμμετοχής του στο σιτηρέσιο. Ειδικά σε σιτηρέσια με συμμετοχή κριθαριού και σιταριού (συνήθως χαμηλής ποιότητας) ο συνδυασμός β-γλυκανασών και ξυλανασών δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Μυκοτοξίνες: το κριθάρι είναι λιγότερο επιρρεπές (αλλά σε καμία περίπτωση ανθεκτικό) στην ανάπτυξη μυκοτοξινών σε σχέση με το σιτάρι και το καλαμπόκι και σε κάθε περίπτωση η διαχείρισή του πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η ανάπτυξή τους.
Άλεση: η άλεση βελτιώνει όπως σε όλους τους καρπούς την αξιοποίηση της τροφής με ιδανικό μέγεθος τα 600-700 μm αλλά στις περιπτώσεις που έχουμε αντιμετώπιση διαρροιών στη μονάδα, όπως σε νεαρά χοιρίδια, ένα από τα συνιστώμενα μέτρα είναι η χορήγηση με το σιτηρέσιο χονδροαλεσμένου κριθαριού (1200 μm).