Κρέας αλόγου και… πράσινα άλογα (ή μήπως “πράσσειν άλογα”;):
Με αφορμή τα συνεχή δημοσιεύματα στον τύπο αλλά και στο πνεύμα των ημερών (Τσικνοπέμπτη γαρ) ας δούμε το κρέας αλόγου με μια πιο ψύχραιμη ματιά. Κατ’ αρχάς το κρέας αλόγου καταναλώνεται σε αρκετές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία και σε πολλές άλλες) χωρίς βέβαια να είναι τόσο δημοφιλές όσο τα συνηθέστερα κρέατα.
Περισσότερο θεωρείται ως ένα ιδιαίτερο, παραδοσιακό είδος κρέατος. Και φυσικά υπάρχουν και κρεοπωλεία που εξειδικεύονται σε αυτό το είδος κρέατος. Με μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο θα ανακαλύψει κανείς πληθώρα συνταγών με κρέας αλόγου.
Η παραγωγή κρέατος αλόγου δεν είναι εντατικοποιημένη και η εκτροφή είναι καθαρά εκτατική ενώ συνήθως τα άλογα προς σφαγή προέρχονται από πουλάρια που “περισσεύουν” για άλλες δουλειές.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η ετήσια παραγωγή στη Γερμανία είναι 4000 τόνοι, στην Ιταλία 16000 τόνοι, ποσότητα αμελητέα σε σχέση με τη συνολική κρεοπαραγωγή.
Ας ρίξουμε μια ματιά στα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά. Το κρέας του αλόγου γευστικά αφήνει καλή εντύπωση και θυμίζει βοδινό ή ελάφι. Είναι σφιχτό κρέας αλλά τρυφερό ιδίως αν είναι από πουλάρι. Το χρώμα του είναι σκούρο κόκκινο (περισσότερο από το βοδινό) και πιο σκούρο όσο μεγαλύτερο το ζώο. Είναι αρκετά ινώδες κρέας και θέλει αντίστοιχη μεταχείριση κατά το μαγείρεμα.
Η θρεπτική αξία του κρέατος αλόγου είναι πολύ υψηλή και από ιατρικής άποψης σίγουρα προτείνεται σε όσους έχουν καρδιαγγειακά προβλήματα.
Βλέπουμε ότι η κατανάλωση κρέατος αλόγου per se δεν είναι ανεπιθύμητη ούτε είναι άγνωστη σε μεγάλα τμήματα του κόσμου. Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα για το οποίο γίνεται τόσος θόρυβος;
Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στην παραπλάνηση του καταναλωτή, το παλιό γνωστό πρόβλημα της νοθείας δηλαδή, το οποίο αφορά όλα τα τρόφιμα (και όχι μόνο). Διότι όταν ο καταναλωτής πληρώνει και ζητά πχ βοδινό δεν είναι θεμιτό να παίρνει άλογο (ή χοιρινό ή πρόβειο). Αντίστοιχο πρόβλημα στη χώρα μας είναι οι “ελληνοποιήσεις”. Δεν σημαίνει ότι το αρνί πχ Βουλγαρίας δεν είναι καλό αλλά όταν ο καταναλωτής ζητά (και πληρώνει συνήθως υπεραξία για) ελληνικό θα πρέπει το προϊόν να ανταποκρίνεται. Βέβαια η νοθεία σχετίζεται σαφώς και με το θέμα της δημόσιας υγείας. Η ανησυχία εδώ προέρχεται από την προέλευση του κρέατος διότι στη νοθεία σαφώς και δεν υπάρχει ιχνηλασιμότητα και έλεγχος της υγιεινής του και αυτό ισχύει για όλα τα κρέατα και όχι μόνο του αλόγου. Το ίδιο σοβαρό θα ήταν από άποψης δημόσιας υγείας αν η νοθεία γινόταν με κρέας χοιρινό ή ελαφιού ή οτιδήποτε ανεξέλεγκτο.
Θα κλείσουμε τη σύντομη αναφορά μας με δυο λόγια για τα βαθύτερα αίτια των διατροφικών “σκανδάλων” που μας απασχολούν σε τακτά διαστήματα. Από το 2000 και μετά η διεθνής τάση είναι για λιγότερο “κράτος” και λιγότερες παρεμβάσεις στην αγορά. Δυστυχώς αυτό δεν περιορίζεται μόνο στα οικονομικά θέματα αλλά και στους πάσης φύσεως ελέγχους στην παραγωγή και μεταποίηση τροφίμων. Στην ουσία και στις πιο “ανεπτυγμένες” χώρες το μεγαλύτερο μέρος του ποιοτικού και υγειονομικού ελέγχου βασίζεται στον αυτοέλεγχο των εταιρειών και σε συστήματα ποιότητας περισσότερο διοικητικού παρά τεχνοκρατικού προσανατολισμού. Καταλαβαίνει κανείς ότι αν αυτό συνδυασθεί με την συνεχή πίεση στις εταιρείες για οικονομικά αποτελέσματα, το μίγμα είναι εκρηκτικό.
Θεωρούμε ότι μόνο οι έλεγχοι από κρατικές (και ανεξάρτητες από μικροπολιτικά συμφέροντα υπηρεσίες) μπορούν να χαλιναγωγούν την πίεση αυτή. Έτσι λοιπόν όταν ζητάμε λιγότερο “κράτος” πρέπει να σκεφτόμαστε που, πως και υπό ποιες προϋποθέσεις.