Μεταχρωματικό έλκος: Μια ασθένεια που απειλεί με εξαφάνιση τα πλατάνια της Ελλάδας:
Η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου, που προκαλείται από το μύκητα Ceratocystis platani, απειλεί με εξαφάνιση τα φυσικά οικοσυστήματα πλατάνου, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Έχοντας παρουσία μιας δεκαετίας πλέον στην Ελλάδα, το 2010 εντοπίστηκε (δυστυχώς) και στην Ήπειρο, στις Π.Ε. Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας.
Ο τρόπος διάδοσης της ασθένειας, με μολυσμένα σκαπτικά μηχανήματα και εργαλεία αλλά και με το νερό των ποταμών που μεταφέρει σπασμένα κλαδιά πλατάνου, δημιουργεί εύλογη ανησυχία για την επέκτασή της και σε άλλες περιοχές της Ηπείρου, μεταξύ των οποίων και η Πρέβεζα.
Η ασθένεια και τα συμπτώματα: Το μεταχρωματικό έλκος του πλατάνου (Canker stain disease) προκαλείται από το μύκητα Ceratocystis platani (συνώνυμο: Ceratocystis fibriata f. sp. platani). Η ασθένεια στην αρχή συνήθως εκδηλώνεται με την εμφάνιση αραιού, χλωρωτικού φυλλώματος και συμπτωμάτων μικροφυλλίας σε έναν ή περισσότερους κλάδους και στη συνέχεια επεκτείνεται σε ένα μεγάλο τμήμα της κόμης. Πολύ συχνά παρατηρείται μαρασμός των φύλλων και στη συνέχεια νέκρωση ορισμένων κλάδων. Τα φύλλα κιτρινίζουν πρόωρα και μαραίνονται και έτσι μπορούν να διακριθούν από τα γειτονικά τους υγιή. Τα συμπτώματα αυτά παρατηρούνται συνήθως την άνοιξη και το καλοκαίρι, που οι ανάγκες του φυτού σε νερό είναι αυξημένες.
Σε αρκετές περιπτώσεις την άνοιξη, ένας κλάδος ή ολόκληρο το δένδρο μπορεί να μην αναβλαστήσει καθόλου, ή οι νέοι βλαστοί ξαφνικά μαραίνονται και νεκρώνονται λίγο μετά την έκπτυξη των οφθαλμών. Στους κλάδους και τον κορμό των προσβεβλημένων δένδρων παρατηρείται νέκρωση του φλοιού και δημιουργία ελκών. Ωστόσο, σε δένδρα με τραχύ φλοιό τα έλκη είναι δυσδιάκριτα και μόνο μετά από την αποκόλληση του φλοιού στο σημείο του έλκους καθίσταται εμφανής η νέκρωση στο εσωτερικό του φλοιού και στο σομφό ξύλο.
Στο τμήμα του κορμού ή του κλάδου που δεν έχει νεκρωθεί, μετά την αφαίρεση του φλοιού παρατηρούνται στο σομφό ξύλο επιμήκεις λωρίδες, χρώματος κυανόμαυρου, οι οποίες έχουν σχήμα ελλειπτικό έως φλογοειδές. Το σχήμα τους εξαρτάται από τη διάταξη των ινών του ξύλου. Οι λωρίδες αυτές είναι το πλέον χαρακτηριστικό διαγνωστικό σύμπτωμα της ασθένειαςκαι, μετά την αφαίρεση του φλοιού, μπορούν να παρατηρηθούν ακόμα και σε κορμούς ή κλάδους που δεν υπάρχει σαφής σχηματισμός έλκους.
Σε εγκάρσια τομή του κορμού ή των κλάδων παρατηρείται μεταχρωματισμός του ξύλου με ακτινική διάταξη, που επεκτείνεται ορισμένες φορές μέχρι το κέντρο.
Τρόποι μετάδοσης και περιοχές εντοπισμού: Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται κυρίως με μολυσμένα σκαπτικά μηχανήματα ή εργαλεία, με τα οποία έχουν εκτελεστεί εργασίες σε προσβεβλημένες περιοχές. Ένας άλλος τρόπος μετάδοσης είναι με το νερό των ποταμών το οποίο μεταφέρει σπασμένα κλαδιά από μολυσμένα δέντρα και μπορεί να μεταδώσει την ασθένεια κατά μήκος του ρου του ποταμού. Επίσης ένα προσβεβλημένο δέντρο μπορεί εύκολα να μεταδώσει την ασθένεια σε διπλανό του υπογείως, μέσω του ριζικού συστήματος (αναστόμωση των ριζών).
Η ασθένεια πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 2003 στην Πελοπόννησο και εικάζεται ότι μπήκε με μολυσμένα δεντρύλια πλατάνου από την Ιταλία. Η Ιταλία είναι μία από τις χώρες όπου είναι αρκετά εξαπλωμένη η ασθένεια και κατά τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μαζικές εισαγωγές δεντρυλλίων πλατάνου από τη χώρα αυτή. Παρόλα αυτά δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο η εισαγωγή της ασθένειας να έγινε με κάποιο σκαπτικό μηχάνημα ή ακόμα και με μολυσμένο ξύλο πλατάνου. Σήμερα στην Πελοπόννησο η ασθένεια έχει διαγνωστεί στις Π.Ε. Ηλείας, Μεσσηνίας, Αχαΐας και Αρκαδίας.
Το 2010 εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ήπειρο (περιοχή Ιωαννίνων) και εικάζεται ότι μπορεί να μπήκε με κάποια σκαπτικά μηχανήματα που εργάστηκαν για την κατασκευή της “Εγνατίας Οδού”, αφού υπάρχουν αρκετές εστίες κοντά στον αυτοκινητόδρομο. Στην Π.Ε. Ιωαννίνων η ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 2010 σε περιοχές των Δήμων Δωδώνης (Τ.Κ. Τύρια, Κάτω Ασπροχώρι και Ζωοδόχος Πηγή) και Ζίτσας (Τ.Κ. Καλοχώρι), στις πηγές του ποταμού Καλαμά, ενώ το 2011 καταγράφηκε και στο Δήμο Πωγωνίου (Τ.Κ. Κουβαράς). Επίσης, η ασθένεια έχει βρεθεί στις πηγές του ποταμού Λούρου (Τ.Κ. Μελιά) στο Δήμο Δωδώνης. Σε όλες αυτές τις περιοχές η ασθένεια προς το παρόν φαίνεται να είναι περιορισμένη σε διάσπαρτες μικρές εστίες προσβολής.
Στην Π.Ε. Θεσπρωτίας η ασθένεια έχει βρεθεί σε αρκετές εστίες προσβολής, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν εντοπιστεί κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, στους Δήμους Ηγουμενίτσας και Φιλιατών. Εκτεταμένες προσβολές έχουν διαπιστωθεί σε χώρο αναψυχής, που είχε πρόσφατα διαμορφωθεί από την τοπική αυτοδιοίκηση, πλησίον του αρχαιολογικού χώρου Ντόλιανης.
Το 2011 εντοπίστηκε στην Π.Ε. Καρδίτσας και το 2012 στην Π.Ε. Τρικάλων.
Μέτρα αντιμετώπισης: Από τη στιγμή που ένα δένδρο προσβληθεί, δεν υπάρχει καμία γνωστή μέθοδος ή κάποιο φυτοφάρμακο που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν την ασθένεια. Ωστόσο είναι δυνατή η λήψη προληπτικών φυτοπροστευτικών μέτρων για τον περιορισμό διασποράς της ασθένειας. Οι βασικοί στόχοι των μέτρων αντιμετώπισης είναι η αποφυγή της διάδοσης του μύκητα σε άλλες περιοχές και η εξαφάνιση της ασθένειας σε κάθε περιοχή που παρουσιάζεται.
Σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της ασθένειας είναι η έγκαιρη διάγνωση σε νέες εστίες προσβολής. Όταν η ασθένεια βρίσκεται στα αρχικά στάδια και ο αριθμός των προσβεβλημένων δένδρων είναι περιορισμένος, τα μέτρα αντιμετώπισης είναι αρκετά αποτελεσματικά και το κόστος περιορισμένο. Ενδεικτικά, αλλά ουσιαστικά προληπτικά μέτρα είναι:
1) Η αποφυγή της υλοτομίας, της κλάδευσης και της πλήγωσης δέντρων πλατάνου,
2) Η αποφυγή της εισόδου μηχανημάτων σε περιοχές με πλατάνια,
3) Η χρησιμοποίηση μόνο μηχανημάτων και εργαλείων που έχουν απολυμανθεί (απολύμανση με καλό πλύσιμο και χλωρίνη),
4) Η μη διακίνηση ξύλου πλατάνου για καύση ή άλλη χρήση,
5) Αν παρατηρηθεί πλάτανος με ύποπτα συμπτώματα προσβολής άμεση ειδοποίηση της Δασικής Υπηρεσίας ή της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής.
Σε περιοχές που υπάρχουν προσβολές θα πρέπει να αποφεύγεται γενικώς η φύτευση δένδρων πλατάνου, ιδιαίτερα σε εστίες προσβολών, γιατί και τα νέα δένδρα θα προσβληθούν από το μόλυσμα που παραμένει στο ριζικό σύστημα. Ωστόσο, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ανθεκτικοί κλώνοι του σφενδαμνόφυλλου πλατάνου, που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία (Vigouroux & Olivier 2004).
Όλα τα φυτώρια που παράγουν ή διακινούν φυτά πλατάνου πρέπει να ελέγχονται για τη διαπίστωση του παθογόνου. Επίσης, πρέπει να απαγορευτεί η διακίνηση φυτών πλατάνου από τις Π.Ε. που έχει διαπιστωθεί η ασθένεια προς άλλες περιοχές της χώρας.
Να σημειώσουμε τέλος ότι η εμφάνιση της ασθένειας στην Ελλάδα θεωρείται ως ιδιαίτερα σοβαρή εξέλιξη, αφού είναι η πρώτη φορά παγκοσμίως που προσβάλλονται σε τόσο μεγάλη έκταση φυσικά οικοσυστήματα του ανατολικού πλατάνου (Platanus orientalis), ο οποίος παρουσιάζει και σχετική ευαισθησία στην ασθένεια.
Μέχρι τώρα οι προσβολές αφορούσαν κυρίως είτε τον δυτικό πλάτανο (Platanus occidentalis) στην Αμερική είτε τον σφενδαμόφυλλο καλλωπιστικό πλάτανο (Platanus x acerifolia) στην Αμερική και στη Δυτική Ευρώπη. Σε φυσικούς πληθυσμούς ανατολικού πλατάνου, εκτός από την Ελλάδα, έχουν παρατηρηθεί προσβολές από την ασθένεια μόνο στη Σικελία.