Το «ΑΥ.ΡΙ.Ο. για την Ήπειρο» για το Περιφερειακό Χωροταξικό Σχέδιο – Η τοποθέτηση του Γιάννη Παπαδημητρίου στην Επιτροπή Περιβάλλοντος:
«« Η πρόβλεψη ότι το περιβάλλον και ο χωροταξικός σχεδιασμός θα είναι από τους μεγάλους χαμένους της κρίσης – σωστότερα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και της «ανάπτυξης» τα προηγούμενα χρόνια αλλά πολύ περισσότερο της «κρίσης» σήμερα – δικαιώνεται πλήρως στις μέρες μας.
Η Ελλάδα βιώνει το τέλος εποχής για τον Χωροταξικό (αλλά και για τον Πολεοδομικό) σχεδιασμό και την επιστροφή στη δεκαετία του 1920, όταν ψηφίστηκε ο πρώτος νόμος για τα σχέδια πόλης, αλλά με όρους 2013, με όρους δηλαδή νεοφιλελεύθερους, που σημαίνει ότι όλος ο χώρος πρέπει να είναι διαθέσιμος στους κάθε είδους επενδυτές για να κάνουν ό,τι θέλουν, όπου το θέλουν και όποτε το θέλουν!
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος η τρικομματική κυβέρνηση δίνει στον χωροταξικό και στον πολεοδομικό σχεδιασμό ένα χαλαρό κατευθυντήριο χαρακτήρα – ίσα ίσα για να τηρούνται τα προσχήματα – ενώ στην πραγματικότητα το μόνο εργαλείο που θα καθορίζει τις χρήσεις γης θα είναι οι προτεραιότητες των εκάστοτε επιχειρηματικών επιδιώξεων και κυρίως η επέκταση των πολεοδομήσεων είτε στον αστικό χώρο (οργανωμένη κατοικία, εμπορικά κέντρα κλπ) είτε στην ύπαιθρο (για εμπορευματικά κέντρα, real estate, υποδομές ενέργειας, ιδιωτικής διαχείρισης απορριμάτων, μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις κλπ).
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του αρμόδιου Αναπληρωτή Υπουργού κ. Καλαφάτη ολοκληρώνεται σύντομα η εναρμόνιση του συστήματος χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με την fast track νομοθεσία του Εφαρμοστικού Νόμου του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και άλλα βοηθητικά νομοθετήματα.
Ειδικότερα:
– Το εθνικό χωροταξικό σχέδιο του 2008 καταργείται και αντικαθίσταται από ένα “κείμενο αρχών ενδεικτικού χαρακτήρα, το οποίο θα αποτελεί κείμενο πολιτικών προτεραιοτήτων εκτός του κυρίως συστήματος χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων.
– Τα ρυθμιστικά σχέδια των μεγάλων αστικών συγκεντρώσεων, μεταξύ των οποίων και το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, εγκαταλείπονται.
– Σε ό,τι αφορά τις κατώτερες μορφές οργάνωσης κατοχυρώνεται η υπεροχή των ειδικών τομεακών χωροταξικών (λ.χ. το ειδικό χωροταξικό για τον τουρισμό, τη βιομηχανία, τις ΑΠΕ κλπ.) έναντι των περιφερειακών, η οποία βεβαίως ήδη ισχύει. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο ότι ενώ τα περιφερειακά χωροταξικά καταρτίστηκαν και εγκρίθηκαν το 2003, όταν δηλ. το ελληνικό κράτος δεν ξεπουλούσε τόσο ασύστολα αλλά λειψά και στραβά προσπαθούσε τουλάχιστον – και καμιά φορά τα κατάφερνε – να σχεδιάσει, τα ειδικά τομεακά χωροταξικά συντάχθηκαν επί εποχής Σουφλιά και εντεύθεν και από την σύνταξή τους έχουν κατοχυρώσει τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις συγκεκριμένων μερίδων του κεφαλαίου.
Έτσι τα περιφερειακά χωροταξικά, που ορισμένες φορές αποτέλεσαν φραγμό σε ανεξέλεγκτες δραστηριότητες, θα πρέπει να προσαρμοστούν στα πολύ πιο «αναπτυξιακά» ειδικά, όπως ας πούμε στο αναθεωρημένο, και πολύ χειρότερο από το προηγούμενο, Ειδικό Χωροταξικό του Τουρισμού.
Και αυτά όμως παύουν να είναι δεσμευτικά, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ Α1 του Ν.3986/11 «… Οι κατευθύνσεις της εθνικής χωροταξικής πολιτικής, όπως αυτές απορρέουν από τα υφιστάμενα χωροταξικά πλαίσια εθνικού επιπέδου, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται κατά τον καθορισμό του χωρικού προορισμού των δημοσίων ακινήτων σε συνδυασμό με τις ανάγκες της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της επένδυσης…».
Όπως παραδέχονται και οι μελετητές, στο βωμό της προσέλκυσης επενδύσεων επιχειρείται παράκαμψη των αρχών του χωροταξικού σχεδιασμού όχι μόνο στην πράξη, όπως γινόταν πολύ συχνά μέχρι σήμερα, αλλά και στο θεσμικό και νομοθετικό κομμάτι. Ανάλογη σφαγή γίνεται και στον πολεοδομικό σχεδιασμό.
Την ίδια στιγμή η πολιτική της Ε.Ε. για την προγραμματική περίοδο 2014-2020 εγκαταλείπει το στόχο της συνοχής, της άμβλυνσης δηλαδή των ανισοτήτων με βάση το χώρο και προσανατολίζεται καθαρά στην «ανταγωνιστικότητα» και στη στήριξη ενός «δυναμικού» συστήματος ανάπτυξης στη λογική της διάθεσης πόρων εκεί όπου οι προοπτικές άμεσης ανταπόδοσης είναι αυξημένες.Αυτή είναι η συγκυρία, στην οποία συζητάμε την αναθεώρηση του ισχύοντος «Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Ηπείρου» (ΥΑ ΠΕΧΩΔΕ 25301/2003, ΦΕΚ 1451Β/06.10.2003). Η μελέτη που έχουμε στα χέρια μας, αν και έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση του προηγούμενου Χωροταξικού και περιέχει ορισμένες εύστοχες επισημάνσεις, αφήνει εν τούτοις να διαφανούν επιλογές και κατευθύνσεις, που αποδέχονται τους σημερινούς νεοφιλελεύθερους, ασφυκτικούς όρους του παιγνιδιού.
Ενδεικτικά επισημαίνουμε τα εξής συγκεκριμένα σημεία:
1. Ενώ οι μελετητές θεωρούν ότι η αναπτυξιακή θέση της Ηπείρου σε επίπεδο χώρας και ιδιαίτερα του βόρειου μέρους της έχει βελτιωθεί χάρη στην κατασκευή της Εγνατίας, την ίδια στιγμή εντοπίζουν ότι ο ρυθμός μεταβολής του κατά κεφαλήν ΑΕΠ επιδεινώνεται σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η απόκλιση σε βάρος της Ηπείρου. Παρόλο που είναι σαφής η βελτίωση της προσβασιμότητας, προκύπτει ανάγλυφα το αδιέξοδο ενός μοντέλου, που θεοποίησε τους μεγάλους οδικούς άξονες ως παράγοντες περιφερειακής ανάπτυξης.
2. Είναι εύστοχη η επισήμανση ότι ο ρόλος της Αλβανίας ως ανταγωνιστικής επιλογής είχε υποτιμηθεί όλη την προηγούμενη περίοδο. Εδώ εντοπίζεται ο κρίσιμος εκείνος παράγοντας, που λέγεται πολιτική μυωπία του συστήματος εξουσίας, κεντρικού και ντόπιου, που σε γενικές γραμμές βέβαια εξακολουθεί να είναι το ίδιο τα τελευταία 20 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, αντί το ελληνικό κράτος να αποδώσει στην Αλβανία, και στις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Αδριατικής, τον ρόλο του απαραίτητου εταίρου για την υλοποίηση ενός κάθετου άξονα Βορρά – Νότου, αναπτυξιακού και μεταφορικού, υιοθέτησε μια στρατηγική ανταγωνισμού με την Αλβανία για τον μεταφορικό άξονα Δύσης – Ανατολής. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, εκμεταλλευόμενο την παρουσία του στην Ε.Ε., έδωσε στην Εγνατία οδό ένα χαρακτήρα υπεροχής έναντι των βαλκάνιων γειτόνων, αγνόησε για χρόνια τον κάθετο άξονα, και βέβαια έκλεισε τα μάτια μπροστά στον παράγοντα γεωγραφία, που λέει ότι το Δυρράχιο είναι πολύ πιο κοντά στην Ιταλία από ό,τι η Ηγουμενίτσα. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτή τη θυσία των αναπτυξιακών προοπτικών της Ηπείρου στο βωμό του εθνικισμού την υπηρέτησαν πιστά και ο κ. Σαμαράς ως Υπουργός τότε Εξωτερικών και οι Μητροπολίτες Κόνιτσας και πλείστοι άλλοι. Η ίδια λογική ανταγωνισμού επικράτησε αργότερα και για τον αγωγό φυσικού αερίου. Ήρθε πλέον η ώρα και της επίσημης αποτίμησης των αδιεξόδων αυτής της πολιτικής.
3. Οι μελετητές της αναθεώρησης φαίνεται να αποδέχονται τη νεοφιλελεύθερη λογική των «δυναμικών» περιοχών και για την Ήπειρο. Φαίνεται να επιλέγουν σαφώς την «επικέντρωση των αναπτυξιακών προσπαθειών σε συγκεκριμένους τομείς και χωρικές ενότητες, όπου αποδεδειγμένα αποδεικνύεται ότι υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα» (σελ. 66). Με λίγα λόγια αποχαιρετισμός στις όποιες φιλοδοξίες για ισόρροπη ανάπτυξη και άμβλυνση των ενδο-περιφερειακών ανισοτήτων, αποχαιρετισμός στους ορεινούς όγκους και τους ανθρώπους τους. Είναι λ.χ. ενδεικτικό ότι από κάποιες πλευρές, και από την πολιτική ηγεσία της Περιφέρειας, ως συγκριτικό πλεονέκτημα παρουσιάζεται η δημιουργία της Ειδικής Οικονομικής Ζώνης (ΕΟΖ) στο Δήμο Πωγωνίου. Οι μελετητές την παρουσιάζουν ουδέτερα, αποφεύγουν να πάρουν θέση και αποφεύγουν να αξιολογήσουν αποτελέσματα και στην περιοχή και σε όμορες.
4. Η σωστή κριτική για ασάφειες στο ισχύον Περιφερειακό Χωροταξικό (με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του λιμανιού της Ηγουμενίτσα, που «..ενώ υποστηρίζεται επαρκώς η δυνατότητά του να παίξει κεντρικό ρόλο στο μεταφορικό έργο του διαδρόμου της Αδριατικής, με συνδέσεις προς τα Βαλκάνια και την Ανατολή, την ίδια στιγμή η προϋπόθεση της σιδηροδρομικής σύνδεσης για ένα λιμένα με τέτοιο ρόλο, διατυπώνεται με τέτοια γενικότητα και επιφύλαξη, που στην ουσία δε συνιστά κατεύθυνση ..») δεν συνοδεύεται με αντίστοιχη προτεραιότητα στη σιδηροδρομική σύνδεση της Ηπείρου για το μέλλον.
5. Ενώ εντοπίζεται η αξία του πλούσιου, και σ’ ένα βαθμό θεσμικά προστατευμένου, φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της Ηπείρου και στη συνοδευτική μελέτη του τοπίου αποτυπώνονται οι πολλές περιοχές μοναδικής ομορφιάς της Περιφέρειας, η Μελέτη αποφεύγει να αξιολογήσει παράγοντες σύγκρουσης. Είναι ενδεικτικό ότι παρουσιάζεται ως ανεπιφύλακτα θετική η προοπτική εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, τη στιγμή που εγείρονται μεγάλα ζητήματα περιβαλλοντικά, ιδιωτικού χαρακτήρα της εκμετάλλευσης κλπ.Μας προξενεί επίσης αρνητική εντύπωση η προσπάθεια νομιμοποίησης των μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων και η αναφορά σε σχεδιασμό της ΔΕΗ για το φράγμα του Αγίου Νικολάου στον Άραχθο, τη στιγμή που η ΔΕΗ έχει εγκαταλείψει αυτό το έργο από το 2000 και η ενδιαφερόμενη είναι ιδιωτική εταιρία. Και η αναφορά σε αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας είναι στρεβλή, καθώς η Μελέτη αποσιωπά ότι δεν είναι μόνο η τοπική κοινωνία που αντιδρά αλλά και το ισχύον Περιφερειακό Χωροταξικό, που έχει σαφή κατεύθυνση αντίθεσης για λόγους «περιβαλλοντικής προστασίας», και το Συμβούλιο της Επικρατείας που έχει ακυρώσει κάθε διοικητική πράξη σχετική με το έργο.
Με βάση αυτές και άλλες παρατηρήσεις, η κριτική του «ΑΥ.ΡΙ.Ο. για την Ήπειρο» στις διαφαινόμενες κατευθύνσεις της μελέτης αφορά στην προσαρμογή της στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, είναι βασικά πολιτική και δευτερευόντως διαδικαστική, παρόλο που μερικές – όχι όλες – από τις επισημάνσεις της Υπηρεσίας είναι σωστές, π.χ. ότι οι μελετητές δεν εντοπίζουν συγκεκριμένα σημεία αναθεώρησης, εξειδίκευσης και συμπλήρωσης. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να δώσουμε γενικές και «εν λευκώ» εξουσιοδοτήσεις, που λύνουν τα χέρια όχι τόσο των μελετητών όσο του συστήματος οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. »»