Γράφει ο Θανάσης Οικονόμου
Όσο βέβαιο είναι ότι ο χώρος της ελληνικής Κεντροαριστεράς “ζυμώνεται” και συνδιαλέγεται, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι αυτή η διαδικασία κρύβει ευκαιρίες και κινδύνους. Στο χωριό μου λένε “αν χάσεις τον δρόμο ή ρώτα ή γύρνα πίσω” και έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σ’ αυτό ακριβώς το μεταίχμιο: ή που θα πάμε μπροστά στοχευμένα, με χρονοδιάγραμμα και χωρίς αυτοαναφορές ή που θα καθίσουμε στα αυγά μας.
Είναι σαφές ότι η ελληνική κεντροαριστερά έχει διαλέξει τον δύσκολο δρόμο. Μακριά από τις προσωπικές διευθετήσεις της κεντροδεξιάς που οι εχθροί γίνονται φίλοι σε μία νύχτα και τανάπαλιν, ο δικός μας χώρος πάντα είχε μία πορεία ιστορικής εμβάθυνσης με άλλα χαρακτηριστικά. Με στοιχεία που αποδεικνύουν την υποβόσκουσα δυναμική ενός χώρου που αγαπάει τη βάσανο, που την εξουσία δεν την αποκόπτει από την ιδεολογία, που αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως κάτι ουσιαστικότερο και οπωσδήποτε μεγαλύτερο απ’ αυτό που δημοσκοπικά του αναλογεί: ως ένα φορέα παραγωγής σκέψης που ορίζει και προσδιορίζει τη νεωτερικότητα της κάθε εποχής, το συλλογικό διακύβευμα και την κοινωνική ανάγκη.
Υπό αυτή την έννοια, η πορεία για τη νέα ελληνική σοσιαλδημοκρατία περνάει μέσα από τον προσδιορισμό των αρχών και των προτάσεων που θα αφορούν αφενός το άμεσο -την κρίση- και αφετέρου το μείζον -την ανασυγκρότηση της χώρας. Οι πορείες αυτές είναι απόλυτα συνδεδεμένες και η οργάνωση αυτού του σχεδίου με ορισμό συγκεκριμένων προτάσεων πρέπει να είναι η πρώτη μας στόχευση.
Σ’ αυτή την προσπάθεια σύζευξης του εθνικού με το κοινωνικό, δεν πρέπει να χάσουμε τη μάχη μείωσης των ανισοτήτων και την επαναφορά της ηθικής στην πολιτική πρακτική. Σε κάθε περίπτωση, ο επαναπροσδιορισμός του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν μπορεί παρά να είναι το συλλογικό αποτέλεσμα της συνάντησης πολλών ανθρώπων και δυνάμεων. Χρειαζόμαστε όλους όσοι μπορούν να συμβάλουν με ειλικρίνεια και πολιτική ανιδιοτέλεια σ’ αυτή τη διαδικασία ανασύνθεσης του ιδεολογικοπολιτικού μας χώρου και ανασυγκρότησης της χώρας, με αποκλειστικό γνώμονα την επιτυχία του εγχειρήματος. Για συμμαχίες και όχι ταυτίσεις.
Πεποίθησή μου είναι ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε με τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, ξεφεύγοντας από την political correct αντιμετώπιση των ζητημάτων. Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, να μιλήσουμε ξανά, να θυμηθούμε τις έννοιες. Ξαναβάζοντας τους όρους και τα όρια. Διαφορετικά το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ανακυκλώνουμε παθογόνες αντιλήψεις που αφήνουν ζωτικό χώρο στους λαϊκιστές και στα διάφορα πολιτικά νεφελίμ. Δεύτερον, να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις “κινηματικής” προσέγγισης των θέσεων μας. Να αφήσουμε τα σαλόνια και να πιάσουμε τα αλώνια. Και τρίτον, να ξεπεράσουμε την τροχοπέδη της αναζήτησης αρχηγού μεσσία.
Την προσωποκεντρική προσέγγιση τη δοκιμάσαμε για 30 χρόνια και ξέρουμε πλέον και τα συν και τα πλην. Το συνεχίζει, εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ και είμαι σίγουρος ότι θα δούμε και αυτό το τοτέμ να καταρρέει. Μπορούμε να προχωρήσουμε με μία συλλογική ηγεσία και μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες να επιλέξουμε τον πρώτο μεταξύ ίσων. Αυτά, ίσως, αρκούν σε μία περίοδο που ο θόρυβος που ακούμε αφορά μονάχα το πολιτικό σύστημα που πέφτει και, δυστυχώς, όχι ακόμη την πολιτική κουλτούρα που το έχτισε.