21 Οκτωβρίου 1912 – Απελευθέρωση της Πρέβεζας. Το Ελληνικό Πυροβολικό, εισερχόμενο στo φρούριο του Αγίου Γεωργίου, επονομαζόμενο Γενή Καλέ (νέο κάστρο), από τους Τούρκους, μετά την κατάληψη της πόλης.
Η Μάχη της Νικόπολης:
Η Νικόπολη ας θυμήσουμε ότι κτίστηκε από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο, σε ανάμνηση της ναυμαχίας του Ακτίου που έγινε στις 2/9 του 31 π.Χ. μεταξύ του Γαΐου Οκταβιανού (μετέπειτα Καίσαρα Αυγούστου) και του Μάρκου Αντωνίου και τη Κλεοπάτρα, που μετά τη δολοφονία του Καίσαρα διεκδικούσαν το θρόνο της απέραντης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το κύριο σώμα αμύνης οι Τούρκοι το είχαν τοποθετήσει έξω από τη Νικόπολη και σε ένα πλάτος 700 μέτρων, όπου διασχίζεται από αρχαίες τάφρους που τα χρησιμοποίησαν σαν χαρακώματα. Για να προκαλέσουν σύγχυση στους Έλληνες που έκαναν επιθέσεις, μπροστά από τα χαρακώματα τοποθέτησαν πέντε μοντέρνα πεδινά πυροβόλα.
Η φρουρά της Πρέβεζας είχε μια δύναμη 600 ανδρών, ενισχυμένη από τουρκαλβανούς τσάμηδες, και από Οθωμανούς της Πρέβεζας που είχαν το δικαίωμα να έχουν όπλα, αυτοί οπλίστηκαν από την αποθήκη πολεμικού υλικού των Τούρκων στην Πρέβεζα. Τελικά η συνολική δύναμη των Τούρκων στην Πρέβεζα ήταν περίπου 1000 άνδρες. Στον κόλπο της Πρέβεζας ήταν και το αντιτορπιλικό «Αττάλεια» με δύο ατμακάτους σε ασφαλές σημείο αγκυροβολημένα.
Ο επιτιθέμενος ελληνικός στρατός αφού εξασφάλισε τα νώτα του μέχρι και την τοποθεσία Πέντε Πηγάδια στο Βουνό Ξηροβούνι. Επικεφαλής της δύναμης ήταν ο ταγματάρχης του μηχανικού Σπηλιάδης, με επιτελείς τον ίλαρχο Γαβριελάκη και τον ανθυπίλαρχο Μεκά. Το μεσημέρι της 19ης Οκτωβρίου αποφασίστηκε να γίνει η επίθεση κατά των τουρκικών γραμμών της Νικόπολης. Η δύναμη έφθασε το απόγευμα της ίδιας ημέρας στο ύψωμα του Αγίου Κωνσταντίνου απέναντι από την τουρκική γραμμή άμυνας των Τούρκων.
Εγκατεστάθηκαν προφυλακές και ο καταυλισμός των ανδρών και ήταν ετοιμοπόλεμοι. Το ξημέρωμα της 20/10/1912 οι άνδρες παρατάχθηκαν για επίθεση. Στο δεξί άκρο παρατάχθηκαν οι Κρήτες αντάρτες του Μάνου, στο αριστερό άκρο τα Ηπειρωτικά τμήματα και τη κεντρική γραμμή ο τακτικός στρατός με ένα τάγμα του 15 ου Συντάγματος. Πίσω από τους πεζούς υπήρχαν δύο πυροβολαρχίες με διοικητές τους Χαβίνη και Μπούφη. Σε επικουρία υπήρχαν στο Ιόνιο πέλαγος και μοίρα ελαφρών σκαφών του στόλου, που απέκλειαν τα λιμάνια σ’ όλη την Ηπειρωτική ακτή…
Ο άνδρες αδημονούν μέχρι να δοθεί η διαταγή επίθεσης από τον Σπηλιάδη. Στις 7.00 πμ. δόθηκε η διαταγή και τα άκρα άρχισαν την επίθεση πυροβολώντας όρθιοι και μετακινούμενοι προς την τουρκική γραμμή. Σε λίγο όλη η ελληνική παράταξη είχε πλησιάσει τις τουρκικές θέσεις. Οι Τούρκοι μάχονται αλλά δεν κατορθώνουν να σταματήσουν τους επιτιθέμενους. Οι ηγέτες της επίθεσης έφιπποι κινούνταν συνεχώς δίνονταν διαταγές και εμψυχώνοντας τους άνδρες τους.
Ο Σπηλιάδης μετά από μιας ώρας μάχη διέταξε ο 10ος λόχος του λοχαγού Φιλιππόπουλου να κάνει επίθεση. Ο λόχος με σφοδρό πυρ και με τη βοήθεια από τα άκρα. Οι Τούρκοι ήταν μέσα στα χαρακώματα και αντιστέκονταν καρτερικά. Πολλές οβίδες του πυροβολικού έπεφταν χωρίς να βρουν το στόχο τους. Τραυμάτισαν όμως τα άλογα του Σπηλιάδη, του Γαβριελάκη και του Μελά. Αυτό συντέλεσε όμως η μάχη να γίνει ακόμη πιο λυσσαλέα από τους Έλληνες. Το «Εμπρός» του Σπηλιάδη ακούγεται συνεχώς και οι στρατιώτες ενθουσιώδεις ακολουθούν τη διαταγή. Μερικοί δεκανείς και λοχίες στο κέντρο τραυματίζονται, αλλά οι άνδρες συνεχίζουν την επίθεση.
Στις 11 π.μ. από την πλευρά της θάλασσας μία ατμάκατος άρχισε να πολυβολεί κατά των επιτιθεμένων ανεπιτυχώς. Η πυροβολαρχία Χαβίνη έστρεψε προς τα εκεί τις κάννες των πυροβόλων, μετά από δέκα βολές μια στήλη καπνού έδειξε ότι το σκάφος βυθίστηκε, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από τους αξιωματικούς με τις διόπτρες τους.
Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία και έσπειρε τον ενθουσιασμό στους άνδρες. Η πυροβολαρχία συνέχισε τις βολές και τα υπόλοιπα σκάφη απομακρύνθηκαν για αν κρυφτούν στον όρμο του Αγίου Σπυρίδωνα. Η εξέλιξη της μάχης είναι σε κρίσιμο σημείο. Τα πυρά των μάουζερ και των μάνλιχερ των ανδρών αντηχούν και τα σφυρίγματα των οβίδων από τα πυροβόλα που είναι τοποθετημένα στα υψώματα του Αγίου Γεωργίου, του Παντοκράτορα και της Βρυσούλας που περνούν από πάνω τους το δείχνουν.
Οι Κρητικοί του Μάνου συνεχίζουν την επίθεση με στόχο να φτάσουν τα τουρκικά χαρακώματα και να βάλουν τη σημαία τους εκεί. Ο Κώστας Μάνος μαχόμενος πληγώνεται στο χέρι, αλλά δεν τον σταματάει τίποτε. Με την ψυχραιμία που διακρίνει τους ηγήτορες κάνει ένα πρόχειρο δέσιμο της πληγής και συνεχίζει.
Στις 12 το μεσημέρι τα πυρομαχικά έχουν εξαντληθεί και γίνεται διανομή νέων πυρομαχικών. Σε μισή ώρα όλοι έχουν λάβει τα πυρομαχικά και η επίθεση συνεχίζεται. Οι πυροβολαρχίες πλησιάζουν και σφυροκοπούν τις τουρκικέ θέσεις. Οι οβίδες σκορπίζουν το θάνατο και προκαλούν σύγχυση στον εχθρό. Το παρατηρούν τα άγρυπνα μάτια του Σπηλιάδη και του διοικητή του τάγματος Δούλη και διατάσσουν προέλαση. Οι διμοιρίες κάνουν άλματα. Στις 2 μ.μ. η μάχη είναι σε κρίσιμη καμπή. Οι Τούρκοι που μάχονται κοντά στα ερείπια της Νικόπολης αποδεκατίζονται από τα εύστοχα πυρά και υποχωρούν προς τον ελαιώνα της Πρέβεζας. Οι Κρήτες καταλαμβάνουν τη δεξιά πλευρά ώστε οι αμυνόμενοι να βρεθούν σε διασταυρούμενα πυρά και αναγκάζονται να εγκαταλήψουν τις θέσεις τους και να υποχωρήσει άτακτα.
Όλη η γραμμή αμύνης διασπάται και οι Τούρκοι πετούν τας όπλα και τρέχουν μέσα από τον ελαιώνα με κατεύθυνση προς την Πρέβεζα. Καταλαμβάνονται τα χαρακώματα και οι άνδρες ακολουθούν τους φεύγοντες. Οι Κρήτες πρώτοι καταλαμβάνουν τα υψώματα και υψώνουν την ελληνική σημαία.
Τα λάφυρα είναι 5 πεδινά πυροβόλα και άφθονα πολεμοφόδια. Οι άνδρες ανασυντάσσονται σε λίγα λεπτά και επιδίδονται στην καταδίωξη του εχθρού που απομακρύνεται προς την Πρέβεζα. Τους ακολουθούν κατά πόδας μέχρι σχεδόν τις πύλες των φρουρίων και των οχυρωμάτων της Πρέβεζας. Σταματούν όμως την προέλαση διότι γινόταν στόχος από τα πυροβολεία του φρουρίου.
Ο στρατός καταυλίστηκε στα οχυρώματα της Νικόπολης όπου και έγινε σίτιση τους. Είναι γεμάτοι χαρά για το θρίαμβο τους. Ο Σπηλιάδης δεν ήθελε να αφήσει ούτε στιγμή τους εχθρούς να ησυχάσουν, διέταξε την πυροβολαρχία του Χαβίνη να συνεχίσει να βάλει κατά του φρουρίου. Ο πανικός εκεί είναι έντονος και θα έφερνε εύκολα αποτέλεσμα για την παράδοση της πόλης.
Οι κάτοικοι της Πρέβεζας αγωνιούν:
Οι κάτοικοι της Πρέβεζας και ιδιαίτερα οι μουσουλμάνοι από το πρωί της ημέρας της μάχης της Νικόπολης άκουγαν τους κρότους των πυροβόλων και των όπλων. Όλοι τους πίστευαν ότι ο στρατός τους ο παρατεταγμένος στα χαρακώματα και επάνω στα ερείπια της Νικόπολης.
Είχαν πεισθεί ότι η ορμητικότητα των Ελλήνων με τη λόγχη έκανε κάθε αντίσταση μάταια. Για το λόγο αυτό προσπαθούσαν να πείσουν τον ταγματάρχη διοικητή να παραδώσει την πόλη της Πρέβεζας στον ελληνικό στρατό. Επίσης οι μουσουλμανικές οικογένειες ζητούσαν βοήθεια από φιλικές χριστιανικές να τις φιλοξενήσουν για να αποφύγουν όποια βία από τον ελληνικό στρατό. Οι χριστιανικές οικογένειες χωρίς να διατηρούν όποια μνησικακία για τα φοβερά μαρτύρια που υπέφεραν οι χριστιανοί στα χωριά που κατελάμβανε ο τουρκικός στρατός και οι τουρκαλβανοί έδειχναν κάθε αγριότητα, τους προσέφεραν άσυλο στο σπίτι τους.
Ο ελληνικός πληθυσμός της Πρέβεζας γνωρίζοντες το αποτέλεσμα της μάχης της Νικόπολης, προσπαθούσαν να κρύψουν τη χαρά τους. Οι περισσότεροι είχαν ετοιμάσει κρυφά ελληνικές σημαίες με ότι ύφασμα είχαν.
Αυτή ήταν η κατάσταση της πόλης της Πρέβεζας. Οι Τούρκοι αγωνιούσαν και φοβούνταν από τις λεηλασίες των Κρητών ιδιαίτερα. Ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης δεν συμφωνούσε με την γνώμη αυτών που πρότεινα την παράδοση της πόλης. Σχεδίαζε να προτάξει άμυνα πριν από τις οχυρώσεις της πόλης και από το φρούριο, με όλη τη δύναμη και με όσους μπορούσαν να λάβουν τα όπλα.
Στις 4 μ.μ. της 20/10-1912 κάλεσε το Δήμαρχο της Πρέβεζας Χαλήλ βέη και του ανακοίνωσε την απόφαση του. Ο Χαλήλ ήταν και ο πρόεδρος της Νεοτουρκικής Λέσχης στην Πρέβεζα αλλά ήταν και λογικός άνθρωπος που εννοούσε ότι κάθε αντίσταση δεν θα είχε θετικό αποτέλεσμα και μόνο φθορές και θύματα. Αλλά δεν μπορούσε να μη συμμορφωθεί στην στρατιωτική διαταγή. Συγκάλεσε αμέσως στο Δημαρχείο το Δημοτικό Συμβούλιο για να τους ανακοινώσει ότι ο διοικητής ήθελε να αμυνθεί ο τουρκικός στρατός.
Ο Χαλήλ συνέστησε να μεταφερθούν οι οικογένειες που διέμεναν κοντά στην τάφρο προς το κέντρο της πόλης για να αποφευχθούν θύματα. Επίσης τους πληροφόρησε ότι ο ίδιος σαν δήμαρχος απέβλεπε στο συμφέρον των δημοτών της πόλης και θεωρούσε μάταιη κάθε άμυνα. Συνέστησε να γίνουν διαβήματα προς τον διοικητή από τους προκρίτους. Οι πρόκριτοι συμφώνησαν και ενώ αποχωρούσαν από το Δημαρχείο, τρείς οβίδες έπεσαν μέσα στην πόλη.
Οι κάτοικοι έτρεχαν αναζητούντες ασφαλές μέρος προστασίας. Σκηνές απελπισίας σε όλη την πόλη καθώς αναζητούσαν ασφαλές άσυλο. Πολλοί πήγαν στο Τζαμί του Αγίου Ανδρέα στο κάστρο, όπου είχαν ελπίδα να έχουν σχετική ασφάλεια. Οι άνδρες κάτοικοι που φοβούνταν πιθανή ισοπεδώση της πόλης από το πυροβολικό των ελλήνων, διαμαρτύρονταν στο διοικητή ο οποίος ήταν ανένδοτος στην απόφαση του.
Οι πρόκριτοι πιεζόμενοι πήγαν στον Δεσπότη της Πρέβεζας Ιωακείμ Βαλασιάδη και τους ξένους προξένους και τους ικέτευαν να συμβάλουν ώστε να μεταπειστεί ο διοικητής. Οι πρόξενοι συσκέφτηκαν έχοντας πρόεδρο τον πρόξενο της Αυστρίας Μάϊξνερ και συνέταξαν έγγραφο που έστειλαν στο διοικητή. Στο έγγραφο του εφιστούσαν την προσοχή για τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε η πόλη και ο άμαχος πληθυσμός, τον παρακαλούσαν να εξασφαλίσει τους αμάχους αν δεν μπορούσε να παραδώσει την πόλη κα έπρεπε να αμυνθεί.
Ο διοικητής τους απάντησε ότι στο έγγραφο αυτό ότι δεν είχε λάβει διαταγή από τον προϊστάμενο του να παραδώσει την πόλη, διότι είχε αρκετά εφόδια με τα οποία θα μπορούσε να αμυνθεί. Εάν την ελάμβανε θα την παρέδιδε. Οι πρόξενοι οργίστηκαν από την απάντηση αυτή κι’ εξεβίασαν τον διοικητή να δεχθεί την παράδωση της πόλης. Ο διοικητής ζήτησε να συντάξουν οι ίδιοι την επιστολή και να ζητήσουν επίσημα την παράδοση της πόλης.
Στην αρχή δεν αποδέχονταν να συντάξουν οι ίδιοι την επιστολή, αλλά ο Δεσπότης τους μετέπεισε και συνέταξαν το έγγραφο. Ο Δεσπότης συγκάλεσε στο λιμεναρχείο όλους τους προκρίτους Τούρκους και Έλληνες και όλες τις υπόλοιπες αρχές και τους ανέγνωσε το έγγραφο. Ακολούθησε μια μακριά συζήτηση, στην οποία οι Έλληνες δεν ήθελαν ν’ αναγραφεί ότι οι Έλληνες ζητούν την παράδοση, μια και οι Τούρκοι ζητούσαν από φόβο και πανικό την παράδοση για ν’ αποφύγουν τα τυχόν αντίποινα από τον ελληνικό στρατό.
Η γνώμη αυτή επεκράτησε και ειδοποιήθηκε ο διοικητής ο οποίος δήλωσε ότι παραδίδει τη πόλη υπό τον όρο της εξασφάλισης της ζωής τιμής και περιουσίας των κατοίκων. Έγιναν μερικές ακόμη διορθώσεις στο έγγραφο, υπογράφηκε και το παρέλαβαν οι πρόξενοι για να το επιδώσουν στην Έλληνα διοικητή στη μέση της νύχτας. Έτσι στις 3 π.μ. οι πρόξενοι Αγγλίας Κονεμένος, Ρωσσίας Κέφερης, Αυστρίας Μαϊξνερ και ο αρχιγραμματέας της διοίκησης με λευκή σημαία πήγαν στη Νικόπολη ζητώντας να παρουσιασθούν στον αξιωματικό υπηρεσίας Κοσμόπουλο. Ο Κοσμόπουλος τους οδήγησε στον ταγματάρχη Δούλη, ο οποίος στη συνέχεια τους οδήγησε στο διοικητή Σπηλιάδη.
Επί τόπου αμέσως και μεταξύ των προξένων και του Σπηλιάδη υπεγράφη το πρωτόκολλο της παράδοσης με τους παρακάτω όρους:
(1) να παραδοθούν όλοι οι αξιωματικοί, στρατιώτες και αντάρτες.
(2) να επιτραπεί στους αξιωματικούς να φέρουν τα ξίφη τους μέχρι το πλοίο που θα επιβιβάζονταν και
(3) να προστατευθεί η τιμή, η ζωή και η περιουσία όλων των κατοίκων ανεξάρτητα από το θρήσκευμα τους.
Συμφωνήθηκε η είσοδος του ελληνικού στρατού να γίνει στις 2 μ.μ. της ίδιας ημέρας. Μετά από αυτό ανεχώρησαν οι πρόξενοι για να φέρουν την είδηση στη πόλη. Με αυτό και οι Τούρκοι της Πρεβέζης ήταν ικανοποιημένοι διότι διέφευγαν τους κινδύνους οι οποίοι τους έζωναν. Στο στρατόπεδο της Νικόπολης η είδηση μεταδόθηκε στόμα με στόμα και προκάλεσε πανηγυρισμό από όλους του γεγονότος.
Με την αυγή που δεν άργησε να φανεί από τις κορυφές των βουνών του Βάλτου οι άνδρες του νικηφόρου στρατεύματος και πάλι άρχισε να ετοιμάζεται να εισέλθει στην Πρέβεζα με το μέτωπο ψηλά, οι άνδρες το εόρταζαν με τραγούδια και χορούς μαζί με τους αξιωματικούς τους.
Η Είσοδος του Στρατού στην πόλη της Πρέβεζας:
Μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης της πόλης και την επιστροφή των προξένων στην πόλη από το στρατόπεδο της Νικόπολης η τουρκική αστυνομία της Πρέβεζας ήταν σαν να μην υπήρχε και βρήκαν την ευκαιρία ορισμένα κακοποιά στοιχεία να δράσουν. Οι Έλληνες πρόκριτοι συναντήθηκαν πρωϊ και αποφάσισαν να σχηματιστεί προσωρινή πολιτοφυλακή. Οι ομάδες αυτές των πολιτών περιφρούρησαν την πόλη μέχρι τη στιγμή που το άγημα του ναυτικού κάτω από τις διαταγές του αξιωματικού του ναυτικού Ρίτσου αποβιβάστηκε από το ΑΜΒΡΑΚΙΑ και την Κανονιοφόρο Β’ και παρέλαβε τη φρούρηση της πόλης, οι ατμομυοδρόμονες παρέμειναν εκτός του λιμανιού για φρούρηση του στενού αλλά και διότι λόγω μεγάλου βυθίσματος και του αβαθούς του λιμανιού αδυνατούσαν να προσεγγίσουν στην προβλήτα. Μετά το μεσημέρι ξεκίνησε ο στρατός από τη Νικόπολη για να εισέλθει στην Πρέβεζα.
Οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν στους δρόμους για να δώσουν εορταστική μορφή στην είσοδο του απελευθερωτικού στρατού, πρώτος ο Μητροπολίτης Ιωακείμ και ο κλήρος προϋπάντησαν τους στρατιώτες. Μαζί με τους Έλληνες κατοίκους εξήλθαν και επιτροπές των Τούρκων και Εβραίων κατοίκων για να δηλώσουν υποταγή εις την Ελληνική διοίκηση.
Στις 12.45 μ.μ. ο διοικητής του ΙΙΙ/15 τάγματος με τους 9ο, 10ο και 12ο λόχους μαζί με την 6 η Πεδινή πυροβολαρχία ξεκίνησαν από τη Νικόπολη. Στις 14.00 άρχησε η είσοδος στην πόλη.
Ο στρατός εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη. Οι κάτοικοι αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους στρατιώτες. Από τα μπαλκόνια οι γυναίκες έρραιναν με λουλούδια τους στρατιώτες. Τα σπίτια είχαν στολιστεί με Σημαίες ή ότι άλλο ύφασμα είχαν με γαλανόλευκο χρώμα. Η χαρά και ο ενθουσιασμός των κατοίκων που επικρατούσαν στην πόλη ήταν απερίγραπτα. Στη συνάντηση του λαού με το στρατό, ο Μητροπολίτης προσεφώνησε τον στρατό και έκανε ευχή να είναι το ίδιο επιτυχημένη και η απελευθέρωση των υπόλοιπων υποδούλων Ελλήνων που στέναζαν κάτω από το ζυγό της δουλείας. Στην προσφώνηση αυτή απάντησε ο Σπηλιάδης και τον ευχαρίστησε. Εν τω μεταξύ άνδρες κατέλαβαν το Διοικητήριο και άλλοι φρόντισαν για τον αφοπλισμό των Τούρκων στρατιωτών και των ατάκτων τουρκαλβανών και των φιλάρχων τους.
Η είσοδος στην Πρέβεζα τηλεγραφήθηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών από τον Διοικητή του Στρατού Ηπείρου Στρατηγό Σαπουντζάκη, ο οποίος μαζί με τον υπασπιστή του Γρίβα και τον Μάνο έφθασαν με αυτοκίνητο από την Άρτα. Τον Στρατηγό ακολουθούσαν με άλλα αυτοκίνητα και οι πολιτικές αρχές Σαχτούρης, Φορέστης και Καραπάνος. Ο στρατηγός έγινε επίσης δεκτός με ενθουσιασμό και του προσφέρθηκε στεφάνι από δάφνη από τους προεστούς και τον Μητροπολίτη σε ειδική σύντομη τελετή. Επί τόπου μετά από ενημέρωση υπέβαλε και νέα λεπτομερή πλέον αναφορά προς το Υπουργείο. Μετά την 16.00 ώραν εισήλθαν και τα υπόλοιπα στρατεύματα στην πόλη μαζί και τα σώματα των Προσκόπων και των Κρητών του Κ. Μάνου.
Ο Στρατηγός διέταξε να επανέλθει στην πόλη ο απομακρυνθείς λόγω πολέμου πρόξενος στην Πρέβεζα (μάλλον από τη Λευκάδα) ο οποίος ήταν γνώστης προσώπων και πραγμάτων και θα βοηθούσε το στράτευμα και οι αρχές να εγκατασταθούν. Η ναυτική μοίρα Ιονίου με ατμομυοδρόμονες μετέφερε τους αιχμαλώτους στη Λευκάδα. Ανέθεσε στην αστυνομία Λευκάδας να περιφρουρησει τους αφικνουμένους αιχαμλώτους. Επίσης και στο Φρουραρχείο Πατρών να μεριμνήσει για τη μεταφορά και συντήρηση των αιχμαλώτων. Οι Τούρκοι αξιωματικοί έφεραν το ξίφος τους όπως είχε συμφωνηθεί μέχρι την επιβίβαση στα πλοία..
Οι Τούρκοι είχαν βυθίσει στον Αμβρακικό το αντιτορπιλικό ΑΤΤΑΛΕΙΑ, ενώ οι δύο ατμάκατοι είχα βυθιστεί λόγω του κανονιοβολισμού από τα ελληνικά πυροβόλα.
Στο Άκτιο στάλθηκε φρουρά 30 ανδρών και η Εθνοφρουρά του Ακτίου μεταφέρθηκε στη Σαλαώρα για τη φύλαξη του εγκατεληφθέντος πολεμικού υλικού. Πολλά κακοποιά στοιχεία κινούντα ύποπτα για το λόγο δύο λόχοι υπό τον λοχαγό Πετροπουλάκη ανέλαβαν την τήρηση της τάξης και της ασφαλείας μέχρι την άφιξη αστυνομικών οργάνων.
Το άγημα των ναυτών που αρχικά είχε αναλάβει τις πρώτες ώρες τη φρούρηση ήταν ανεπαρκές και γι’ αυτό ενισχύθηκε με 100 άνδρες του Εμπέδου Ευζώνων για να είναι δυαντή η εναλλαγή των φυλάκων για σίτιση και ανάπαυση. Παράλληλα αιτήθηκε η αποστολή αστυνομικών από διάφορα αστυνομικά τμήματα της χώρας για να αναλάβουν τήρηση της τάξης, ώστε να απαγγιστρωθούν οι μάχιμοι άνδρες για τις επιχειρήσεις το ταχύτερον. Οι Κρήτες επιβιβάστηκαν σε ατμόπλοιο γιά την Κόπραινα και στη συνέχεια για το μέτωπο του Ξηροβουνίου -Μπουράτσα -Τερρόβου.
Η Εφορία υλικού πολέμου διατάχθηκε να αποστείλει ειδικούς φροντιστές αξιωματικούς για καταμέτρηση, αναγνώρηση και τακτοποίηση του υλικού το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άμεσα από το στράτευμα. Μετά από τακτοποίηση λεπτομεριών ο Στρατηγός και οι υπόλοιποι συνοδοί του ανεχώρησαν για επιστροφή στην Άρτα και συνέχιση των επιχειρήσεων στο Ανώγειο.
Οι απώλειες Ελλήνων και Τούρκων:
Οι απώλειες των Τούρκων δεν εξακριβώθηκαν αλλά κατά τους υπολογισμούς ήταν 30 νεκροὶ και 100 τραυματίες. Ο ι Έλληνες είχαν 10 νεκρούς και 59 τραυματίες.
Από τον τακτικό στρατό τραυματίες ήσαν μεταξύ άλλων και οι: ο Ανθ/γός Κ. Βάρφης, οι λοχίες του πεζικού: Ανδρέας Σαμοσάκης και Φώτιος Σκιαδαρέσης. Οι δεκανείς: Γρ. Βαλαμόντες και Ιωαν. Ξένος. Οι στρατιώτες: Παν. Καβαλιέρης, Δημ. Παπαδούκας, Κ. Σύρος, Π. Πετρόπουλος, Γ. Αθανασίου, Δ. Ραχιώτης, Ν. Γράψας, Αθ. Κιτσικέλης, Γεωρ. Φαμάκης, Ι Καραγεώργος, Δημ. Λάμπρου, Φωκ. Σπαθής, Σπυρ. Μπρούμας, Σπ. Μπογιάκος, Σπ. Τούμπας, Κ. Κοκιάς, Αθ. Καρατσούλης, Νικ. Ζολώτας, Βασ. Μαστρογιάννης, Νικ. Τζερεμές, Γαβρ. Σκυλοδήμος, Γ. Τέγκας, Θεοχ. Κατσάνος, Γεωρ. Καλογήρου, Θ. Μωραΐτης, Ανδρ. Κοντογιάννης, Γερασ. Ροσόλυμος, Ευστ. Φερεντίνος, Νικ. Μητσάκης, Δ. Χαβιάς, Κ. Τσούνης, Δημοσθ. Παπανικολάου, Σπ. Κατερέγος, Δ. Κικελής, Γ. Σωτηρόπουλος, Δ. Ζαράγκος, Περ. Τζανάτος, Θεμ. Ζαμίχας, Γ. Πάνος, Φρ. Κομιτσόπουλος, Σωτ. Βασιλάτος, Αθ. Μαγγίνας, Αθ. Καντερές, Δημ. Πιτσίλης, και Α. Πανάγος που ανήκαν στο 15ο Σύνταγμα.
Τραυματίες από τα ανταρτικά τάγματα ήταν οι: Θωμάς Πρίφτης, Ιωαν. Χατζημανώλης, Α. Γιακουμάκης, Ε. Λεβάκης, Δ. Βεργιαντής, Ανδρ. Πουλάκης, Θ. Γιακουράκης, Δ. Παρασνάκης και Χ. Παπαδοκωσταντάκης.
Στην Πρέβεζα οι αιχμάλωτοι Τούρκοι ήταν 810. Οι 660 ήταν του τακτικού στρατού, από τους οποίους οι 58 ήταν αξιωματικοὶ. Οι υπόλοιποι 150 ήταν τουρκαλβανοί αντάρτες.
Ο νικηφόρος στρατός παρέλαβε όλο το υλικό που άφησαν οι απελθόντες Τούρκοι. Οι αποθήκες ήταν γεμάτες πολεμοφόδια, που υπολογίστηκε η αξία τους σε 8.000.000 γαλλικά φράγκα. Επίσης στη Νικόπολη κατασχέθηκαν πέντε πεδινά πυροβόλα και το μισοβυθισμένο αντιτορπιλλικό «ΑΤΤΑΛΕΙΑ» γιά ανέλκυση.
Η άλωση της Πρέβεζας από το στρατό είχε μεγάλη σημασία για τον αγώνα που διεξάγονταν στην Ήπειρο. Το λιμάνι της Πρέβεζας είχε μεγάλη σημασία για τη μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων. Για το λόγο αυτό εγκαταστάθηκε η υπηρεσία εφοδιασμού και εφοδιοπομπών στην Πρέβεζα για τα πλεονεκτήματα που παρείχε το λιμάνι. Πριν οι αποστολές στρατευμάτων και εφοδίων γινόταν από την Κόπραινα που δεν είχε λιμενικές εγκαταστάσεις. Αλλά και τα δέκα σπίτια δεν ήταν δυνατόν να προσφέρουν οποιαδήποτε υποστήριξη στα αποβιβαζόμενα στρατεύματα. Ούτε μια πρόχειρη στέγη και καταστήματα για προμήθειες.
Η Πρέβεζα ήταν μια οργανωμένη πόλη με πολλά οικήματα και καταστήματα για την εξυπηρέτηση των στρατευμάτων αλλά και τη μεταφορά των τραυματιών από το μέτωπο αργότερα για μεταφορά στον Πειραιά με το πλωτό νοσοκομείο «ΑΛΒΑΝΙΑ» υπό τη διεύθυνση της Πριγκήπισσας Μαρίας μέσα σε 24 ώρες.
Σύντομο σημείωμα για τον Κωστή Μάνο και το εθελοντικό του σώμα Κρητών:
Στις δύο επαναστάσεις στην Κρήτη του 1886 και 1896 ο Μάνος ήταν οπλαρχηγός σε ηλικία 20 ετών. Ο άνθρωπος της κοσμικής ζωής, και των ακαδημαικών εδράνων, μπόρεσε να δρα στο βουνό και στον πόλεμο, έτσι οι συμπολεμιστές του θυσιάζονταν γι’ αυτὸν. Μειλίχιος και απλός είχε σαν φίλους του τους συμπολεμιστές του. Στην επανάσταση του Θερίσου ήταν υπαρχηγός του Ελ. Βενιζέλου.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης επιδόθηκε στον πολιτικό βίο και έγινε βουλευτής στη Βουλή της Κρήτης. Μετά την επανάσταση του 1909 στου Γουδί, έβαλε υποψηφιότητα για την αναθεωρητική Βουλή και εξελέγη. Οι γνώσεις του στην αρχαία ελληνική γλώσσα τον οδήγησαν στη μετάφραση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή. Με παραδειγματική χρήση της δημοτικής γλώσσας και την καλλιέπεια των στίχων που αποδίδει τη ζωή στο έργο.
Το ανταρτικό σώμα του Μάνου συνέχισε να συμμετέχει στις μάχες του πολέμου στη Ήπειρο μέχρι και τις μάχες γύρω από τη Μανωλιάσα, όταν αποφασίστηκε η διάλυση των εθελοντικῶν σωμάτων. Ο ίδιος παρέμεινε στη Φιλιππιάδα με την ανταρτική του στολή και ανέμενε να κληθεί να πολεμήσει. Αλλά μέχρι και την πτώση των Ιωαννίνων δεν χρειάστηκε και έτσι επέστρεψε στην Αθήνα.
Μετέβη στη Θεσσαλονίκη όπου συνεχιζόταν ο αγώνας της απελευθέρωσης της Μακεδονίας και στις μάχες κατά των Βουλγάρων. Η αγάπη του στην περιπέτεια τον έφερε κοντά στα νεοαφιχθέντα αεροπλάνα και τον αεροπόρο Αργυρόπουλο. Το μεσημέρι της 5/4-1913 πραγματοποίησαν αναγνωριστική πτήση με τον Αργυρόπουλο στην περιοχή του Λαγκαδά. Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες και ο δυνατός αέρας ανέτρεψε το εύθραυστο αεροσκάφος και οι δύο έπεσαν με το αεροπλάνο σε βράχους και βρέθηκαν ατυχώς νεκροί. Ο θάνατος του Κωστή Μάνου σε ηλικία 44 ετών ήταν άξιος για έναν ριψοκίνδυνο άνδρα με τόλμη που τόσο τον τραβούσε. Ο θάνατος του λύπησε όλο τον ελληνικό κόσμο και όχι μόνο την Κρήτη. Αιωνία τους η μνήμη.