Για τις απαιτήσεις του ρόλου του βουλευτή στη νέα εποχή που διαμορφώνεται στην Ελλάδα, τις εσωκομματικές διαδικασίες στο ΠΑΣΟΚ αλλά και τις επιπτώσεις των οικονομικών μέτρων μίλησε ο Θανάσης Οικονόμου σε συνέντευξη του.
Η συνέντευξη με τίτλο «Όλοι θέλουμε μία αλλαγή που να μην μας περιέχει» έρχεται λίγες μέρες μετά την πρόταση του για αφύπνιση της Κυβέρνησης και των Βουλευτών αλλά και για την αναγκαιότητα παραμονής στην ευρωζώνη. Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
«« Στην πρώτη σας κοινοβουλευτική θητεία κληθήκατε με την ψήφο σας να συμμετάσχετε σε ιστορικές αποφάσεις για την πορεία της χώρας. Πόσο “έτοιμος” μπορεί να είναι για κάτι τέτοιο ένας νέος βουλευτής;
– Κανείς από εμάς δεν σύρθηκε με τη βία στον πολιτικό στίβο. Οπότε δεν έχω κανένα λόγο να αντιμετωπίζω ως «ηρωισμό» το γεγονός ότι κάνω αυτό που απαιτεί το καθήκον μου. Ακόμα και όταν τα δεδομένα αλλάζουν. Δεν μπορεί να ζητάμε από τους πολίτες να αναπροσαρμόσουν τον οικογενειακό τους προγραμματισμό και εμείς να καμωνόμαστε ότι δεν μπορούμε να σηκώσουμε το βάρος της κοινωνικής ευθύνης που μας αναλογεί. Ειδικά σε μια τέτοια περίοδο. Είμαι λοιπόν απολύτως έτοιμος να υπερασπίζομαι αυτό που θεωρώ σωστό και αναγκαίο για το συμφέρον των Ελλήνων. Και δεν ενδιαφέρομαι καθόλου να είμαι… «έτοιμος» για το τι γράφει η προσωπική πολιτική μου ατζέντα.
Προέρχεστε από το χώρο της αγοράς κι έχετε διατελέσει Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματοβιοτεχνών Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ). Πόσο καιρό πριν “βλέπατε” να φθάνει η κρίση στην Ελλάδα; Όλα ξεκίνησαν το 2009-10 με το Μνημόνιο;
– Φτάσαμε στο Μνημόνιο με έλλειμμα 15,5% και ύφεση 2%. Ζητήσαμε το Μνημόνιο επειδή κατέρρευσε η οικονομία μας και όχι το αντίστροφο. Όσο τώρα για την πραγματική οικονομία, ήδη από το 2008 η συρρίκνωση ήταν εξαιρετικά εμφανής. Όπως ήταν εμφανές ότι παντού τα πράγματα είχαν φτάσει σε ένα όριο που πλέον πίεζε αφόρητα. Όμως τα επίσημα στοιχεία που έδινε η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. και οι ανεκδιήγητες δηλώσεις περί «ισχυρής οικονομίας που αντέχει», «θωρακισμένου τραπεζικού συστήματος» κλπ, η ανεκτική στάση των εταίρων μας και κυρίως η χρόνια ομίχλη που είχε σκεπάσει τα μάτια όλου του συστήματος δεν μας άφηναν να δούμε τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων στο χρόνο που έπρεπε.
Ψηφίσατε το μνημόνιο και μετέπειτα το Μεσοπρόθεσμο, κάτι που μπορεί σε βάθος χρόνου να κοστίσει στο ΠΑΣΟΚ μέχρι και την παραμονή του στην εξουσία. Είχατε ποτέ δεύτερες σκέψεις;
– Και δεύτερες και τρίτες και όσες χρειάζεται για να καταλήξει κανείς στο σωστό, όταν μετέχει στην απόφαση για τη σωτηρία της χώρας. Αν υπήρχε άλλος δρόμος, να είστε σίγουρος ότι αν μη τι άλλο θα τον είχε ανακαλύψει το ένστικτο της πολιτικής και κυβερνητικής αυτοσυντήρησης του ΠΑΣΟΚ. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι να συντηρηθεί το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το ζήτημα είναι να διατηρηθεί η ευρωπαϊκή ταυτότητα και η πορεία της χώρας. Ακόμη και με δυσβάσταχτες θυσίες, ακόμη και με μέτρα που δεν μπορεί να τα απορροφήσει στο σύνολο της η κοινωνία. Άλλωστε ένα ΠΑΣΟΚ που δεν ταυτίζει την ύπαρξή του με τη διάσωση της χώρας, δεν θα με αφορούσε. Δεν θα με αφορούσε ένα ΠΑΣΟΚ που δεν είναι από τη σωστή πλευρά στη μεγάλη μάχη που δίνει η Ελλάδα.
Τελικά το μνημόνιο “απέτυχε”;
– Δεν μπορούμε να πούμε σήμερα αν απέτυχε το Μνημόνιο. Για να γίνει τελικός απολογισμός πρέπει να προχωρήσει η συμφωνία της 21ης Ιουλίου και η αναδιάρθρωση του χρέους. Όμως είναι προφανές ότι δεν κάναμε όσα χρειάζεται για να πετύχει, ούτε όσα χρειάζονται για να μπορούμε να μετακινήσουμε κάτι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Οτιδήποτε, λοιπόν, λέγεται που μας απομακρύνει από την τήρηση των συμφωνηθέντων εκλαμβάνεται – και όχι αδίκως – ως απόπειρα να «κοροϊδέψουμε» την άλλη πλευρά. Και αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτεί κανείς για πολύ. Ούτε εμείς θα το ανεχόμασταν. Για να έχουμε λοιπόν την οποιαδήποτε πιθανότητα να τελειώνουμε με αυτό το εθνικό θρίλερ πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας. Για το δικό μας πολιτικό σύστημα και τους μηχανισμούς διοίκησης μπορεί να θεωρείται ακόμη επιτυχία όταν λαμβάνεται μια απόφαση. Δυστυχώς για όλο τον υπόλοιπο κόσμο επιτυχία είναι να την εφαρμόζεις κιόλας…
Πόσο δύσκολο είναι για ένα βουλευτή επαρχίας να εξηγήσει αλλά και να πείσει τους ψηφοφόρους του για την αναγκαιότητα υιοθέτησης μιας σκληρής κι αντιδημοφιλούς πολιτικής; Είστε ο πλέον κατάλληλος να απαντήσει μιας και δεχθήκατε μέχρι κι επίθεση στο πολιτικό σας γραφείο από ιδιοκτήτες ταξί.
– Βαφτίζουμε με περισσή ευκολία «κοινή γνώμη» την γνώμη εκείνων που βάλλονται από μια αλλαγή και που υπερασπίζονται το κλαδικό τους συμφέρον. Το εθνικό συμφέρον είναι πολύ περισσότερα από το άθροισμα των συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων. Και αυτό το καταλαβαίνει το συλλογικό μας ένστικτο και η συλλογική μας σκέψη. Δεν βλέπω, λοιπόν, το ρόλο μου μέσα σε εκείνους που πρέπει να εξηγούν γιατί πρέπει να γίνουν οι αλλαγές, αλλά σε εκείνους που πρέπει να τις υποστηρίξουν και να θυμίζουν κάθε στιγμή ότι τώρα πρέπει όλοι να πάρουμε θέση σε ένα κεντρικό ερώτημα: «Θα είμαστε ένα πολιτισμένο δυτικό κράτος ή θα γυρίσουμε στην εποχή των “σπηλαίων” και θα πάνε χαράμι 30 χρόνια και ακόμη δύο γενιές; Θέλουμε να παραμείνουμε ένα ευρωπαϊκό κράτος ακόμη και με οδυνηρή πτώση του βιοτικού μας επιπέδου ή να γίνουμε παρίας των Βαλκανίων;»
Τους τελευταίους μήνες σταθεροποιείται μια εικόνα “διχασμού” του υπουργικού συμβουλίου και της Κ.Ο του ΠΑΣΟΚ σε “μεταρρυθμιστές” και σε “κοινωνιστές”. Είναι υπαρκτός ο διαχωρισμός; Πώς τον εξηγείται;
– Πάντα στο ΠΑΣΟΚ υπήρχαν διαχωρισμοί. Το θέμα είναι αν αυτοί ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κοινωνίας και των καιρών ή αν λειτουργούν ως μέρος μιας εσωκομματικής διαδικασίας ετεροπροσδιορισμού. Κάποιες φορές συμβαίνει το πρώτο και πολλές φορές τα δεύτερο. Όμως τώρα μικρή σημασία έχει η πολιτική ζύμωση. Στη φουρτούνα αναγκαστικά έχει δίκιο ο καπετάνιος και οι ανταρσίες δεν επιτρέπονται σύμφωνα με τους απλούς κανόνες επιβίωσης. Πολύ περισσότερο όταν στο καράβι δεν είναι μόνο το πλήρωμα αλλά μεταφέρεται ένας ολόκληρος λαός.
Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η διάθεση ορισμένων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ να υποστηρίξουν εξόφθαλμα καθεστωτικές συντεχνίες. Στο πολιτικό προσκήνιο υπάρχει πάντα και ο κ. Φωτόπουλος. Πώς εξηγείται το φαινόμενο;
– Το βασικό μας πρόβλημα σήμερα είναι ότι όλοι θέλουμε μια αλλαγή που να μην μας περιέχει. Και όταν έχει να κάνει με εμάς, τότε σκεφτόμαστε με τον ίδιο κλισέ παρωχημένο τρόπο που νομίζουμε ότι συνεχίζει να αντιστοιχεί σε κάτι ουσιώδες. Ενώ η ουσία έχει πάει αλλού. Και αυτό ισχύει και σε ότι αφορά στη σχέση των κομμάτων με τους συνδικαλιστές και σε ότι αφορά στη σχέση των συνδικαλιστών με τους εργαζόμενους που εκπροσωπούν. Η εποχή αυτή δεν εξαιρεί κανένα από τον επανακαθορισμό του. Φανταστείτε πόσο θα είχε προσθέσει στον ρόλο της η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ για παράδειγμα, αν αντί να ανασύρει μια λαϊκίστικη κλισέ ρητορεία τοποθετούνταν στην καρδιά του προβλήματος. Ως εγγυήτρια ότι το μέτρο θα εφαρμοστεί με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, ενημερώνοντας το κράτος για τις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται έμπρακτη αδυναμία του κατόχου του ακινήτου να πληρώσει και εφαρμόζοντάς το άμεσα στους έχοντες και κατέχοντες που δεν πληρώνουν.
Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ σε όλο αυτό το κλίμα «μιζέριας» και εθνικής αυτοταπείνωσης; Πώς κρίνετε τη στάση τους σε σχέση με την κρίση;
– Τα ΜΜΕ ως μέρος του ευρύτερου συστήματος έχουν πολλές φορές και αυτά λάθος αυτοματισμούς, καταρχήν γιατί πρόκειται για επιχειρήσεις. Άλλωστε, και αυτά ανακάλυψαν την κρίση εκ των υστέρων.. Ωστόσο, αν τα ΜΜΕ υποκαθιστούν την πολιτική, τότε το πρόβλημα το έχει η πολιτική. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε, ότι τα ΜΜΕ ήθελαν να συνδράμουν με θετικό τρόπο στη διάσωση της χώρας, η στάση της Πολιτείας υποθηκεύει τις πιθανότητες. Πόσο «αντικειμενικός» μπορεί να είναι κανείς όταν ακόμα και σήμερα του επιτρέπεται να είναι ασυνεπής στις φορολογικές και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις;
Τελικά θα ψηφίσετε τα νέα μέτρα;
– Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, δεν συνεπάγεται την απροκάλυπτη στήριξη των αναγκαίων μέτρων που αυτή απαιτεί. Συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη στήριξη της Ελλάδας, των Ελλήνων να διατηρήσουν την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα και προοπτική. »»