Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ν. Ιωαννίνων σε ομιλία του στη βουλή για την ένταξη των παραδοσιακών ή/και διατηρητέων κτιρίων στον επενδυτικό νόμο τόνισε τα εξής:
«« Θα ήθελα να επισημάνω κ. Υπουργέ, όπως έχουμε πει και στην Επιτροπή Παραγωγής, ότι δεν πρέπει να ισχύσει η εξαίρεση που υπάρχει στο Άρθρο 3 για τα παραδοσιακά και διατηρητέα κτίρια. Για εμάς στις ορεινές περιοχές τα παραδοσιακά κτίρια είναι συνυφασμένα με την κουλτούρα, τον πολιτισμό, τις δυνατότητες μας», είπε στην Ολομέλεια της Βουλής ο Θανάσης Οικονόμου απευθυνόμενος στον κ. Χρυσοχοΐδη κατά τη συζήτηση του νέου επενδυτικού νόμου. «Εντάσσονται» απάντησε ο Υπουργός.
Στην ομιλία του ο Θανάσης Οικονόμου επεσήμανε ότι ισχυρίζονται ορισμένοι ότι το 2010 υπήρξε αναπτυξιακό κενό. Ωστόσο, μόνο στην Περιφέρεια μας είχαμε το 2010 έγκριση 117 προτάσεων ύψους 78 εκατομμυρίων εκ των οποίων τα 45 εκ. ήταν δημόσια δαπάνη. Άρα το μόνο κενό που υπήρξε ήταν «η διάθεση εξ αιτίας του πρώην αναπτυξιακού νόμου να επενδύσουμε δημιουργικά και με τρόπο που να δημιουργήσει υπεραξία στην περιοχή μας». Γι’ αυτό, όπως τόνισε, ο νέος επενδυτικός νόμος δεν είναι μόνο ένα θεσμικό εργαλείο που δημιουργεί προσδοκίες, αλλά ουσιαστικά περιγράφει ένα πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού για το αναπτυξιακό μας μοντέλο. Από την κατανάλωση στην παραγωγή. «Μέσα σε 30 χρόνια θεσμοθετήσαμε 4 αναπτυξιακούς, με αμφισβητούμενα αποτελέσματα. Αλλά και με έργα. Είναι στο χέρι μας σήμερα να μην τα μηδενίζουμε όλα, αλλά αντίθετα να τα δούμε με την κριτική εκείνη ματιά που θα μας επιτρέψει να αποφασίσουμε τι αφήνουμε οριστικά πίσω και τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως παρακαταθήκη».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1981 η συμμετοχή της Αττικής και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης επί του ΑΕΠ ανέρχονταν σχεδόν στο 50% . Το αντίστοιχο ποσοστό το 2007 ανήλθε στο 62%. Στον αντίποδα οι περιφέρειες υπέστηκαν καθίζηση της ανάπτυξης τους, όπως στην Ήπειρο που από 2,6% το 1981 πέσαμε στο 2,3% το 2007.
Ζωντανή, επίσης, απόδειξη της ανεπαρκούς στόχευσης είναι ο προηγούμενος αναπτυξιακός.
Σε ολόκληρη την Περιφέρεια Ηπείρου με 650 περίπου επενδυτικά σχέδια σε 6 χρόνια, δημιουργήθηκαν αρχικά τουλάχιστον 1900 θέσεις εργασίας, περίπου 3 για κάθε επένδυση. Ποτέ, όμως, δεν προχωρήσαμε σε αξιολόγηση και έλεγχο. Παραμένουν ακόμη οι εργαζόμενοι σε αυτές τις θέσεις; Δημιούργησαν υπεραξίες, ικανές να κινητροδοτήσουν νέες; Προσθέσαμε πόντους στο αναπτυξιακό πλαίσιο της Περιφέρειας; «Όχι, όλοι οι δείκτες είναι αρνητικοί».
«Όλα αυτά τα χρόνια φροντίζαμε να τα κάνουμε σχεδόν όλα, σχεδόν καλά». Γιατί αυτό που είχαμε μέχρι χθες ήταν ένας νόμος και μία αντίληψη που έχτιζε σε μια επιδοματική λογική. «Βάζαμε το κάρο μπροστά από το άλογο και πολλές φορές ήταν η επιδότηση εκείνη που έσερνε την επενδυτική διάθεση».
Στον αντίποδα, ο νέος επενδυτικός βάζει στο τραπέζι για πρώτη φορά βασικές παραμέτρους για την προοδευτική ταυτότητα της χώρας, επανατοποθετώντας την έννοια της επιχειρηματικότητας στην ορθή της βάση βγάζοντας την έξω από μία κρατικοδίαιτη λογική. Για να ξαναθυμηθούμε ότι η βάση της επιχειρηματικότητας και άρα της ανάπτυξης είναι η γνώση, το ρίσκο, η πίστη.
Τόνισε δε, ότι «είναι στο χέρι του πολιτικού συστήματος να αποφασίσουμε ότι η παραγωγή γόνιμου έργου δεν εξαντλείται σε ισοπεδωτικές κορώνες που εναλλάξ εκστομίζουμε ανάλογα με το ποιος είναι στη θέση της αντιπολίτευσης. Πεποίθηση μου είναι ότι με αυτή τη λογική, τα όποια αντιπολιτευτικά οφέλη είναι πρόσκαιρα, ενώ αντίθετα παγιώνεται η αίσθηση ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να παρουσιάσει. Με άλλα λόγια, ότι δεν έχει τίποτα στις βαλίτσες της που θα την βοηθήσει στο νέο μεγάλο της ταξίδι».
«Όσο, όμως, οι νέοι μας βγαίνουν στον δρόμο με ειρηνικό τρόπο απαιτώντας από όλους μας αυτά που ούτως ή άλλως τους χρωστάμε… τότε δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να προωθήσουμε τις αλλαγές που απαιτούνται. Όσο υπάρχουν άνθρωποι με ιδέες και διάθεση για δουλειά… τότε δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε».
Γιατί είναι σαφές, κατέληξε, ότι κανένας νόμος όσο καταλυτικός και αν είναι όπως ο νέος επενδυτικός, δεν είναι πανάκεια για την ανάπτυξη, αν δεν συστρατευθούμε. «Άλλωστε ας μην γελιόμαστε. Γι’ αυτό είμαστε εδώ. »»