Στην ομιλία του στην Βουλή στη συζήτηση για την ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου, ο Υπουργός Πολιτισμού ξεκίνησε με τη διαπίστωση ότι «πάντα υπάρχει ο κίνδυνος σε τέτοιες συζητήσεις να δίνεται η εντύπωση ότι όλα αυτά δεν αφορούν τον πολίτη», προσθέτοντας ωστόσο ότι δίπλα στην «πολιτιστική αξία, υπάρχει και η επιχειρηματική. Διότι η βοήθεια που προσφέρει πλέον η Πολιτεία στους κινηματογραφιστές, λίγο διαφέρει από την βοήθεια που δίνουμε στους ξενοδόχους, στους ιχθυοτρόφους ή στους εφοπλιστές για να υπηρετήσουν τις άγονες γραμμές».
Πράγματι, σε όποιο μέρος του κόσμου υπάρχει παραγωγή τέχνης, υπάρχουν θεσμοί και υποδομές που την υποστηρίζουν αποτελεσματικά. Γιατί οι ίδιοι αυτοί οι θεσμοί έχουν στο κύτταρό τους, αφενός το σεβασμό για τους όρους μέσα στους οποίους γεννιέται η τέχνη, αφετέρου τη γνώση για το περιβάλλον που χρειάζεται σήμερα, ώστε να αναπτυχθεί το πολιτιστικό κεφάλαιο. Αυτό λοιπόν μέχρι σήμερα δεν το είχαμε, γεγονός που δεν αναιρεί τα κινηματογραφικά μας αριστουργήματα. Ωστόσο, δεν είχαμε το κατάλληλο πλαίσιο, ώστε το παραγόμενο πολιτιστικό προϊόν να μην επηρεάζεται από τις πολιτικές συνθήκες, τις συνδικαλιστικές επιδιώξεις ή τις προσωπικές αγκυλώσεις.
Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι οι πόροι που διατίθενται για τον κινηματογράφο είναι ένα μείζον ζήτημα, αλλά δεν είναι το μόνο. Διότι έχουμε από την μια πλευρά τη Δανία, όπου με ένα σωστό προγραμματισμό ενισχύει τον κινηματογράφο με πολλά χρήματα και έχουμε απ’ την άλλη καλό κινηματογράφο με πολύ λιγότερα χρήματα στην Κροατία, στο Ισραήλ, και εσχάτως στην Τουρκία. Στην Ουγγαρία από παράδοση αλλά και σε μεγαλύτερες χώρες, όπως το Ιράν.
Σήμερα, προχωρούμε πέρα από τη λογική που είχαμε μέχρι τώρα, δομώντας με καινούργια υλικά ευκαιρίες σε όλους τους τομείς. Αυτές τις αλλαγές, υπηρετεί το νέο νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο.
Γιατί δεν μπορεί το δημιούργημα να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών στα διοικητικά όργανα των κεντρικών θεσμών του Κέντρου Κινηματογράφου και του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Με συντεχνιακές λογικές που έθεταν τεράστια αναχώματα για τα παραχθεί ένα διαφορετικό ελληνικό σινεμά και κυρίως για να συνδεθεί το σινεμά που προσωποποιούν νέοι έλληνες δημιουργοί, που αναγνωρίζονται στα διεθνή φεστιβάλ, με την χώρα από την οποία προέρχονται.
Στην ουσία το νομοσχέδιο «ανοίγει» σε περισσότερους δημιουργούς και παραγωγούς το ελληνικό σινεμά και μάλιστα με βιώσιμους όρους. Οι προτεινόμενες λύσεις για να ξεπεραστεί ο σκόπελος της μη καταβολής του 1,5% από τα έσοδα των ιδιωτικών καναλιών στην κινηματογραφική παραγωγή, τα κίνητρα στους ιδιώτες για να επενδύσουν στον κινηματογράφο, η δημιουργία προϋποθέσεων για την λειτουργική και οικονομική αναβάθμιση των μικρών και μεσαίων εταιριών παραγωγής, το νέο πλαίσιο ώστε να γίνει η χώρα μας ελκυστικός τόπος για το ρεπεράζ και τα γυρίσματα ξένων παραγωγών και συμπαραγωγών, είναι κάτι πολύ περισσότερο από εύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης. Είναι στην ουσία οι συντεταγμένες για ένα τοπίο που έχει για πρώτη φορά τους κανόνες που ταιριάζουν στη φύση που έχει η ίδια η κινηματογραφική παραγωγή.
Είναι δε πολύ σημαντικό, ότι η κινηματογραφική παραγωγή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας νέας πολιτιστικής πολιτικής. Αυτή η πολιτική, την οποία υπερασπίζεται η κυβέρνηση, βλέπει σε βάθος και δεν μένει στο βραχυπρόθεσμο και στο εύκολο. Εννοεί την ουσία της διεθνοποίησης του πολιτισμικού πεδίου, την αλληλεπίδραση, όπως άλλωστε και οι δημιουργοί. Καταλαβαίνει την ανάγκη να παρακολουθήσει τις καθημερινές πλέον μικρές επαναστάσεις στην εφαρμογή της τεχνολογίας, όπως την καταλαβαίνει και η νέα γενιά.
Στρέφεται προς την ταυτότητα της Ελλάδας που θέλουμε να έχουμε όταν θα τελειώσουν οι κραδασμοί της κρίσης. Και τελικά, δεν μας φέρνει μόνο ένα βήμα πιο κοντά σε μια νέα καλλιτεχνική παιδεία. Αλλά, πιο κοντά σε μια νέα αντίληψη για τον πολιτισμό μας στο σύνολό του. Και για αυτό, αν και αφορά πρωτίστως τους κινηματογραφιστές, τελικά απευθύνεται σε όλους τους πολίτες. Στον κάθε άνθρωπο που δεν θέλει απλώς να βλέπει το ωραίο καμιά φορά στο σινεμά. Αλλά απαιτεί να βλέπει να γίνονται παντού ωραία πράγματα.
Γιατί, τελικά, η κινηματογραφική παραγωγή από τη μια πλευρά χρειάζεται την ελευθερία που προϋποθέτει η δημιουργία. Από την άλλη χρειάζεται την οργάνωση και τα κίνητρα που απαιτεί οποιαδήποτε αγορά και οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα για να δημιουργεί κέρδος, θέσεις εργασίας, προστιθέμενη πολιτιστική αξία.