Στην ολομέλεια της βουλής μίλησε την Τρίτη 21 Ιουνίου ο βουλευτής Θεσπρωτίας κ. Χρήστος Κατσούρας. Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της συζήτησης για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Αναλυτικά η ομιλία του κ. Κατσούρα:
«« Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε. Θα ήθελα και εγώ με τη σειρά μου να εκφράσω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια για το χαμό του Άγγελου Τζέκη στην οικογένεια του και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η αίσθηση των δυσκολιών για τη χώρα και ο σεβασμός μιας σκληρής πραγματικότητας για τους Έλληνες μας επιβάλλει να αποφύγουμε μια πολιτική αντιπαράθεση χαρακωμάτων. Μας επιβάλλει, επίσης, η πολιτική σκέψη να στραφεί προς την αριστοτελική έννοια της λογικής, σε μεθόδους δηλαδή που οδηγούν όχι απλά σε αποδεκτά συμπεράσματα, αλλά σε αληθή συμπεράσματα.
Η ίδια αυτή αίσθηση οδήγησε πολλούς από εμάς σε ξεκάθαρες θέσεις υπέρ της συναίνεσης και της σύγκλισης. Σήμερα, ούτε οι μαζικές κραυγές εναντίον της Κυβέρνησης, αλλά ούτε και η άκριτη σιωπή βοηθούν στο να επιλυθούν τα μεγάλα προβλήματα της χώρας.
Αλλά γιατί έπρεπε τα κόμματα να κάνουν αυτή την υπέρβαση; Γιατί έπρεπε να εκθέσουν τον εαυτό τους στον κίνδυνο μιας αυτοαναίρεσης; Για να δείξουν πως κύριος στόχος τους δεν είναι η κατάληψη του κράτους, αλλά ο εκσυγχρονισμός των δομών του ελληνικού κράτους. Ένα εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο, αν σκεφτούμε τις ιστορικές ιδιαιτερότητες του τόπου μας. Για να εστιάσουμε, χωρίς λαϊκισμούς, στο κύριο οικονομικό πρόβλημα στο εσωτερικό της χώρας, που είναι η μεγάλη απόσταση των παραγωγικών της δυνατοτήτων σήμερα από την κατανάλωση, μια απόσταση που την οδηγεί διαρκώς σε δανεισμό και σε υποθήκευση των επόμενων γενεών. Για να αυξήσουμε την διαπραγματευτική ισχύ της χώρας στο εξωτερικό και να κάνουμε δυνατή μια πολιτική διεθνών συμμαχιών και να καταστήσουμε το ελληνικό πρόβλημα αυτό που πράγματι είναι, ένα μείζον ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Αυτή η σύγκλιση δεν έγινε, δεν επιτεύχθηκε. Όμως σοφά ο Πρωθυπουργός άφησε την πόρτα ανοιχτή προχθές. Επειδή, όμως, πρέπει να λέμε αλήθειες, επιτρέψτε μου μερικές παρατηρήσεις για όσα ακούστηκαν αυτές τις μέρες και για την προσπάθεια σύγκλισης.
Παρατήρηση πρώτη: Ο τρόπος που έγινε αντικατοπτρίζει τουλάχιστον την έλλειψη κουλτούρας συναινέσεων στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Παρατήρηση δεύτερη: Η ίδια η προσπάθεια δεν σημαίνει ισοπέδωση των πολιτικών διαφορών.
Παρατήρηση τρίτη: Πράγματι, μπορεί κανείς να κατηγορήσει για πάρα πολλά τη Νέα Δημοκρατία και τον Αρχηγό της για ιστορικές ευθύνες, για πολιτικές ψευδαισθήσεις, για έκφραση μια λαϊκιστικής, νεοσυντηρητικής νοοτροπίας. Από το σημείο, όμως, αυτό μέχρι να κατηγορείται γιατί δεν συμφωνεί με τις υποδείξεις του όποιου αδελφού ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος ή όποιων άλλων ευρωπαίων εταίρων, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση. Σαφώς και έχει το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να εκφράζει τις διαφωνίες του, αρκεί να πιστεύει σ’ αυτές.
Και θα σας πω για ποιους δυο κύριους λόγους αυτό είναι λάθος να το χρησιμοποιούμε.
Πρώτος λόγος: Συγκεκριμένες στάσεις και συμπεριφορές, ιδίως από το εξωτερικό, πέρα από λάθος, είναι προσβλητικές για την ίδια την κυβέρνηση της χώρας. Γιατί η κάθε κυβέρνηση – και όχι αντιπολίτευση – είναι αυτή που νόμιμα και συνταγματικά, δεσμεύει τη χώρα για το μέλλον, και προς αυτήν πρέπει κύρια να απευθύνονται.
Το δεύτερο λόγο θα σας τον δώσω με ένα παράδειγμα: Φαντάζεστε για ένα εθνικό θέμα, το ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα να πιέζει τον Αρχηγό του ΠΑΣΟΚ να συναινέσει σε λύση με τη γείτονα χώρα «να τα βρούμε» και εμείς να πρέπει να υποκύπτουμε, χωρίς να πιστεύουμε ότι αυτό είναι σωστό;
Παρατήρηση τέταρτη περί συναινέσεων: Η ίδια η συναίνεση θα ήταν ένα ανάχωμα, στα δύο κατεξοχήν πολιτικά συναισθήματα που κυριαρχούν σήμερα στην ελληνική κοινωνία: το φόβο και το άγχος. Ο φόβος για την απώλεια συλλογικών κεκτημένων (και όχι ομάδων συμφερόντων), ο φόβος για την συνοχή της κοινωνίας, για το κοινωνικό κράτος, για την αδυναμία υπεράσπισης των εξαθλιωμένων, για τις οικογένειες μας και το μέλλον των παιδιών μας.
Ο φόβος πάει ένα βήμα παραπέρα, στο άγχος. Σε ένα έξοχο ορισμό, ο Ρόμπιν Κόρεϋ, ορίζει το άγχος ως τη «διάχυτη ανασφάλεια που βιώνει ένας λαός, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την ηθική αναρχία και την κοινωνική κατάρρευση, χωρίς σαφή σκοπό ή επιδίωξη.» Αυτά τα δύο συναισθήματα οδηγούν στην αγανάκτηση και στους αγανακτισμένους πολίτες, κατ’ ουσίαν δηλαδή σε αγχωμένους, φοβισμένους πολίτες.
Επιτρέψτε μου ένα σχόλιο για τα κινήματα αυτά. Αν δούμε την ιστορία διαφόρων κινημάτων ανά τον κόσμο, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην Ιταλία με τους «Τούτε Μπιάνκε», από τις διαδηλώσεις στο Σιάτλ το ’99, από την εξέγερση στην Αργεντινή το 2001, όπου διαδηλωτές φώναζαν χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια «να φύγουν όλοι, ολόκληρη η τάξη των πολιτικών» – δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι αυτό – , από τις συντονισμένες διαδηλώσεις το 2003 σε πορείες σε όλο τον κόσμο και στα σύγχρονα κινήματα στην Ευρώπη, στην Ισπανία και τις άλλες χώρες, θα έπρεπε να περιμένουμε και την ελληνική απάντηση. Δεν ξέρω αν έχουν μέλλον. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς, έχουν επιφέρει ήδη ένα κέρδος στη χώρα. Αυτή η κινητοποίηση έδωσε διαπραγματευτικά όπλα στα χέρια της πολιτικής εξουσίας, στο διάλογο με τους ευρωπαίους εταίρους μας.
Σε αυτό το περίγραμμα καλούμαστε σήμερα να δώσουμε ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα Κυβέρνηση. Τι μας κάνει πιο αισιόδοξους; Νομίζω πως είναι οι συλλογικές εμπειρίες που είχαμε όλοι μας και τα μέλη της Κυβέρνησης, οι εμπειρίες των ρωγμών της ελληνικής κοινωνίας, οι εμπειρίες των εντάσεων, τα διάφορα προβλήματα που ζητούν μια αδιάκοπα ανανεούμενη λύση, οι μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζονται σήμερα, η αιμορραγία των νέων επιστημόνων προς το εξωτερικό, ο ίδιος ο κίνδυνος της χώρας για χρεωκοπία.
Αλλά είναι και κάτι άλλο. Είναι το κατεξοχήν πολιτικό πρόσωπο αυτή της κυβέρνησης. Αν πετύχει – και το ελπίζω – το ίδιο το πολιτικό σύστημα της χώρας θα αναβαθμιστεί. Αν όχι, το πολιτικό μας σύστημα θα κινδυνεύσει να μείνει στην ιστορία ότι η μόνη συναίνεση που επέδειξε είναι εκείνη προς την καταστροφή.
Σας ευχαριστώ. »»