Για την κρίσιμη πολιτική συγκυρία μίλησε στην ολομέλεια της βουλής ο βουλευτής Θεσπρωτίας κ. Χρήστος Κατσούρας. Η ομιλία έγινε στα πλαίσια της συζήτησης για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας με θέμα: «Ανασυγκρότηση Φορέων Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Κέντρα αποκατάστασης, Αναδιάρθρωση Ε.Σ.Υ. και άλλες διατάξεις». Αναλυτικά η ομιλία του κ. Κατσούρα:
«« Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε. Θα ξεκινήσω από τη χθεσινή αναφορά του Υπουργού σε δύο πράγματι σημαντικά ζητήματα. Μία μεταρρύθμιση παραδειγματική, αυτή που γίνεται στον Ο.ΚΑ.ΝΑ., με τη σχεδόν εξαφάνιση της λίστας της ντροπής, όπως την είχε ονομάσει ο πρώην Πρωθυπουργός, και μια μεταρρύθμιση προγραμματική για τις εξετάσεις στην ιατρική ειδικότητα αποτελούν δύο σημαντικές τομές που καθυστερημένα γίνονται στη χώρα. Βέβαια, κάθε συζήτηση για τη βελτίωση του συστήματος υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης είναι εξ ορισμού σημαντική, αφού τα αποτελέσματά της θα μπορούσαν να είναι εργαλεία κοινωνικής συνοχής, ιδιαίτερα σήμερα όπου η έκφραση κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων μεγαλώνει.
Είναι γνωστό ιστορικά πως η οικονομική ανισότητα και η πολιτική πόλωση πάνε μαζί. Νομίζω πως αυτό πλέον χαρακτηρίζει και την ελληνική πολιτική σκηνή. Έτσι, δεν είναι εύκολο να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση με νηφαλιότητα. Στο δημόσιο χώρο επικρατεί σύγχυση. Είχα δηλώσει το Μάιο του 2010 ότι η αναγκαστική προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης αποτελεί την έναρξη της τελευταίας πράξης μιας αττικής τραγωδίας και ότι στην επώδυνη και μακρά περίοδο που θα ακολουθήσει οι επιμέρους προσωπικές και ομαδικές στρατηγικές και δυναμικές είναι εθνική αναγκαιότητα να συστοιχηθούν και να συγκροτήσουν μια ισχυρή δύναμη ελπίδας. Αυτό, όμως, δεν έχει γίνει μέχρι τώρα.
Σήμερα η Κυβέρνηση κάνει μια μεγάλη προσπάθεια που έχει να κάνει με την οικονομική επιβίωση της χώρας. Με λάθη και με παραλείψεις, μόνη στο δρόμο της, με μία Αξιωματική Αντιπολίτευση κομφορμιστική, μέχρι τώρα λαϊκιστική και με ένα κίνημα να γιγαντώνεται απέναντι της, δεν ξέρουμε αν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Από την άλλη νησίδες λαϊκισμού ενδημούν παντού και πολλοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να καταλάβουν την κρισιμότητα των στιγμών και μένουν κολλημένοι σαν βδέλλα στο παρελθόν. Έτσι δεν φαίνεται να υπάρχουν τα συμβαλλόμενα μέρη για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, απαραίτητο τέτοιες ώρες ως ελπιδοφόρα ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας, για να περάσει στην μετά την κρίση εποχή, χωρίς την εξαθλίωση μεγάλων στρωμάτων της. Είναι, όμως, προφανές ότι η κύρια ευθύνη γι’ αυτό είναι πολιτική και αντί να μεταφέρουμε τις ευθύνες στον ελληνικό λαό, αντί να τον μαστιγώνουμε διαρκώς περί της ικανότητας του και της ηθικής του, καλό θα είναι να ομολογήσουμε ότι πρόκειται για άλλη μία αδυναμία του πολιτικού συστήματος.
Ο Ηράκλειτος θα έλεγε πως χρειάζεται μάλλον να σβηστεί η ύβρις παρά η πυρκαγιά. Ο τόπος χρειάζεται μια υπέρβαση από τις πολιτικές του δυνάμεις. Κάνω έκκληση στους συναδέλφους μου, όχι μόνο της κοινοβουλευτικής μου ομάδας, αλλά σε όλους, να πάμε μαζί κόντρα σε δεσπόζουσες, αλλά φθίνουσες κατασκευασμένες μετριοκρατίες που ταλαιπωρούν τον τόπο, όπου και αν βρίσκονται, εντός ή εκτός Κομμάτων, εντός ή εκτός διοικητικών δομών, εντός ή εκτός διαφόρων ηγεσιών, αλλά και εντός ή εκτός οποιουδήποτε κυβερνητικού σχήματος. Κάνω έκκληση για πρωτοβουλίες που θα επιβάλλουν σήμερα – όχι αύριο – τη συναίνεση. Γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες σήμερα θα ήταν δείγμα πολιτικής υπευθυνότητας.
Αν είχαμε το χρόνο – δεν ξέρω αν τον έχουμε – θα πρότεινα μια πρωτοβουλία Βουλευτών για το μόνο δημοψήφισμα που θα έπρεπε να γίνει, περί συναίνεσης. Είμαι σίγουρος ότι θα την επέβαλε ο λαός. Δεν μπορούμε άλλο να τρώμε τις σάρκες μας! Δεν μπορώ να καταλάβω πώς στο διεθνή δρόμο για τη διάσωση της χώρας μπορεί να υπάρξει Δεξιά και Αριστερά. Στην τελική μάχη που έρχεται χρειάζονται όλοι. Όσοι σήμερα δεν κατανοούν το διεθνές περιβάλλον, αλλά και τη μεταβατικότητα της περιόδου, όσοι νομίζουν ότι αρκεί μία αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων για τη λύση, αναπαράγουν λάθη του παρελθόντος. Ας αυτοακυρωθούμε συναινώντας στη σύγκλιση, δείχνοντας ότι τουλάχιστον έχουμε καταλάβει πού έχουμε οδηγήσει τον τόπο. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Μόνο έτσι θα φτιάξουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Σ’ αυτό το συμβόλαιο, η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας θα έπρεπε να βρίσκεται στο προσκήνιο.Όσον αφορά το νομοσχέδιο, πράγματι γίνεται μία σοβαρή προσπάθεια για τη λειτουργία των προνοιακών δομών. Αναφέρθηκε σ’ αυτά ο Υφυπουργός χθες και δεν θα ήθελα να επαναλάβω την επιχειρηματολογία του. Θα σταθώ μόνο σε κάποια άρθρα. Στο άρθρο 28 αναφέρεται ότι προκηρύσσονται νωρίτερα οι θέσεις Ιατρών Υπαίθρου, για να μειωθούν τα χρονικά κενά σ’ αυτές τις θέσεις και νομίζω ότι αυτό είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέτρο για την ελληνική περιφέρεια. Όσον αφορά το άρθρο 31, νομίζω ότι εδώ είμαστε δειλοί σ’ αυτό που πάμε να κάνουμε. Θα προτιμούσα να πάμε ένα βήμα παραπέρα, δηλαδή να αφορά υποχρεωτική συμμετοχή ιατρών του ΕΟΠΥΥ στις εφημερίες των νοσοκομείων σε περιοχές όπου υπάρχουν ανάγκες, όπως νησιώτικες και παραμεθόριες περιοχές και όχι μόνο μία φορά την εβδομάδα.
Όμως, δεν μπορώ να μην υποπέσω στον πειρασμό και να μην κάνω ένα γενικότερο σχόλιο για τον ΕΟΠΥΥ. Από το Φεβρουάριο είχα εκφράσει τις επιφυλάξεις μου απ’ αυτό το Βήμα. Σήμερα είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτό που χτίζεται είναι ένα νέο ΙΚΑ, χωρίς όραμα, χωρίς προοπτική και μη βιώσιμο. Η εν δυνάμει μεγαλύτερη τομή στην υγεία κινδυνεύει να γίνει η μεγάλη πληγή του μέλλοντος.Όσον αφορά το άρθρο 35, σωστά αναβαθμίζονται οι ελληνικές ιατρικές εταιρείες. Είναι καιρός να αναλάβουν τον επιστημονικό τους ρόλο, αλλά και την κοινωνική τους ευθύνη. Όσον αφορά το άρθρο 33, θα ήθελα να πω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή η εφαρμογή του, αφού οι περισσότερες από τις χειρουργικές και επεμβατικές πράξεις απαιτούν μία συνολική νοσοκομειακή δομή και υποστήριξη.Όσον αφορά το άρθρο 30 που αφορά τους πανεπιστημιακούς γιατρούς, πράγματι η σημερινή κατάσταση είναι απαράδεκτη, όπως έχει πει ο Υπουργός.
Πράγματι, σε πολλά νοσοκομεία, ιδίως του Κέντρου, δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι χώροι. Ίσως, όμως, στις σημερινές ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, η άσκηση του ιατρείου μόνο μέσα στο νοσοκομείο θα σηματοδοτούσε μία επιπλέον στήριξη του ίδιου του ΕΣΥ και θα ήταν μία επιπλέον προσφορά των ίδιων των πανεπιστημιακών. Από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να μην αναφερθώ και σε κάποιες ακραίες φωνές που πιθανόν για τη δική τους επιβίωση βλέπουν στους πανεπιστημιακούς την αιτία για όλα τα δεινά της χώρας. Σ’ αυτή τη χώρα, όπου ενώ λέμε ότι ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων φεύγει προς το εξωτερικό, κάνουμε πολλές φορές ό,τι μπορούμε, για να διώξουμε και όσους ικανούς απέμειναν να δουλεύουν εδώ. Σ’ αυτή τη χώρα, όπου ο κάθε υπερευαίσθητος από τον κομματικό πατριωτισμό διοικητικός ή πολιτικός παράγοντας μιλά ή φέρεται απαξιωτικά για ανθρώπους με κύρος και προσφορά. Απέναντι σ’ αρκετούς απ’ αυτούς, νοιώθω συχνά ως πολιτικός ότι πρέπει να πω ένα «συγγνώμη» για το περιβάλλον και το λαϊκισμό που δημιουργούμε. Γιατί τελικά «ο μόνος δαίμων στον οποίο υποκείμεθα είναι το δικό μας ήθος». Και στο μικρό μας τόπο, ευτυχώς γνωριζόμαστε όλοι.
Ευχαριστώ πολύ. »»