Σε ομιλία του ο βουλευτής Θεσπρωτίας κ. Χρήστος Κατσούρας στην ολομέλεια της βουλής για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας με θέμα: «Προστασία ελεύθερου ανταγωνισμού» τόνισε τα εξής:
«« Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, από μόνη της η συζήτηση για την προστασία του ανταγωνισμού, μια συζήτηση που έχει περάσει από πολλές φάσεις στο δυτικό κόσμο τα τελευταία σαράντα χρόνια, σημαίνει τουλάχιστον την ομολογία δυο πραγμάτων:
Το πρώτο είναι ότι ακόμα και οι πιο ακραίες φωνές συμφωνούν – έστω και αν δεν το λένε έτσι – ότι για την ομαλή λειτουργία της αγοράς χρειάζονται μια σειρά από δημόσιες παρεμβάσεις και κανόνες.
Το δεύτερο είναι ότι μεγάλες εταιρείες συχνά προσπαθούν να εξουσιάσουν αυτή την αγορά. Αντίθετα με ότι κατά καιρούς πιστεύεται, δρουν συγκεντρωτικά στη λήψη των αποφάσεων τους και συνεννοούνται για να ελέγξουν τις τιμές.
Τελικά η συσσώρευση κεφαλαίου και η συγκέντρωση επιχειρήσεων, που συχνά ακολουθεί, οδηγεί στη νόθευση του ίδιου του ανταγωνισμού και της έννοιας της ελεύθερης αγοράς.
Ένα από τα μέτρα για την προστασία του ανταγωνισμού είναι οι διάφορες επιτροπές ανταγωνισμού. Σε όλες τις προσπάθειες που προηγήθηκαν σε διεθνές επίπεδο, τρία είναι τα καίρια ερωτήματα που τέθηκαν, χωρίς –η αλήθεια είναι αυτή- να πάρουμε σαφείς απαντήσεις.
Το πρώτο είναι το ποια εργαλεία πρέπει να έχουν αυτές οι Αρχές στα χέρια τους, πώς δηλαδή κατοχυρώνουν τη σωστή πληροφόρηση, ποιες κυρώσεις επιβάλλουν, ποιος είναι ο ρόλος των προγραμμάτων επιείκειας κ.λπ.
Το δεύτερο είναι το ποιοι πρέπει να είναι οι κύριοι στόχοι μιας Επιτροπής Ανταγωνισμού. Πρέπει να παίζει το ρόλο ενός ουδέτερου θεατή που ελέγχει το αν εφαρμόζονται οι κανόνες ή να έχει και στρατηγικούς στόχους; Επιπλέον, αν η βασική και μόνη αρχή είναι η μεγιστοποίηση, με οικονομικούς όρους, του πλεονάσματος των καταναλωτών, τι σημαίνει αυτό για οικονομικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται, στην προστασία του περιβάλλοντος και τον πολιτισμό;
Και το τρίτο είναι το πόσο αποτελεσματικές είναι οι διάφορες πολιτικές ανταγωνισμού, με ποιους δείκτες ελέγχονται οι παρεμβάσεις μας και σε ποιο βάθος χρόνου.
Η αλήθεια είναι ότι αρκετές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που σήμερα υπερθεματίζουν την εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, στη δεκαετία του ’90 πήραν μέτρα που προετοίμασαν – αυτό τουλάχιστον ήταν η πρόθεσή τους – τις δικές τους «εθνικές» επιχειρήσεις για τον επερχόμενο ανταγωνισμό. Σήμερα δεν το έχουν ανάγκη.
Νομίζω ότι είναι γνωστό σε όλους μας ότι η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από τη μονοπωλιακή και ολιγοπωλιακή δομή της. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα που είναι χαρακτηριστικά και αρκετά ακούστηκαν και σήμερα στην Αίθουσα για τα διυλιστήρια, για τα ποτά, για τα τρόφιμα.
Ας σταθούμε λίγο περισσότερο στα υπερμάρκετ τροφίμων και στις υψηλές τιμές τους, αφού οι δαπάνες διατροφής αποτελούν το δεύτερο μεγάλο κονδύλι για την οικογένεια μετά το κόστος της κατοικίας. Τι κάνουμε με το παρόν νομοσχέδιο; Αποτελεί όχι απλά μια νομοθετική παρέμβαση αλλά μια συνολική αναμόρφωση και προτείνεται ένα ενιαίο κείμενο νέου νόμου. Αποφεύγεται έτσι ο κίνδυνος αλληλοσυγκρουόμενων διατάξεων. Εναρμονίζει τις διατάξεις με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ενισχύει την ανεξαρτησία της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της Επιτροπής αυτής.
Σημαντική είναι η διαδικασία αξιολόγησης της ίδιας της Επιτροπής. Διευρύνονται οι γνωμοδοτικές ικανότητες της Επιτροπής και η δυνατότητα να διατυπώνει γνώμες σχετικά με σχέδια νόμων και λοιπών κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και η ισχύς της εξουσίας της Επιτροπής επί των παραβάσεων. Δίνει τη δυνατότητα συγκρότησης ειδικών Τμημάτων Ανταγωνισμού και με ένα σύστημα καθορισμού κριτηρίων εξαλείφεται κάθε υπόνοια για προνομιακή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων.
Παρά τα θετικά, – θα μπορούσε κάποιος να αναφερθεί σε αρκετά ακόμα – υπάρχει ένα καίριο ζήτημα και κάποιες δευτερεύουσες παρατηρήσεις. Το καίριο ζήτημα είναι πως υπάρχει αμφιβολία στην ίδια την αγορά για το πώς σε μια εποχή που συχνά οικονομικά συμφέροντα αποδεικνύονται ισχυρότερα της οποιασδήποτε πολιτικής εξουσίας είναι δυνατόν μια Επιτροπή να θέσει και να εφαρμόσει κανόνες ανταγωνισμού.
Οι επιμέρους παρατηρήσεις είναι οι εξής. Μία πρώτη που ξεφεύγει από το παρόν κείμενο, αλλά νομίζω ότι είναι σημαντική, είναι η ακόλουθη. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε με τα πιστωτικά τιμολόγια έκπτωσης. Έτσι όπως χρησιμοποιούνται λειτουργούν υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ δεν μετακυλίεται το όφελος στον καταναλωτή. Ίσως οι όποιες εκπτώσεις θα έπρεπε να αναγράφονται στο αρχικό τιμολόγιο.
Έχω να κάνω επίσης δύο συγκεκριμένες παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου:
1) Πρώτον, δεν νομίζω ότι είναι αρκετά αιτιολογημένο το γιατί η αντιμετώπιση της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης είναι διαφορετική από τη συγκέντρωση. Στη μία περίπτωση προτείνουμε ισχυρές τιμωρίες και διετή φυλάκιση, ενώ στην άλλη όχι. Άλλωστε νομίζω ότι μια εταιρεία πιο εύκολα κάνει κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της παρά κάνει συνεννοήσεις με άλλες εταιρείες.
2) Δεύτερον, στον τόπο μας δεν έχουμε εμπειρία, αλλά η εμπειρία τουλάχιστον από την Αμερική και από τη δεκαετία του ’80 μας λέει ότι μάλλον τα προγράμματα επιείκειας πρέπει να είναι πιο γενναιόδωρα. Ίσως ακόμη και οικονομικά κίνητρα θα έπρεπε να δοθούν.
Κλείνοντας, κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να πω ότι διάφοροι οικονομολόγοι κάνουν μια σύγκριση του οικονομικού περιβάλλοντος με το φυσικό περιβάλλον και στέκονται στο ότι πολλές επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι όσο πιο διαφορετικά είναι τα είδη σ’ έναν δεδομένο χώρο τόσο καλύτερα αντιστέκονται στα σοκ και στους κινδύνους αφανισμού.
Ο στόχος μας σαν οργανωμένης κοινωνίας, είναι να πάμε ακόμα πιο πέρα. Με την κατοχύρωση του υγιούς ανταγωνισμού, να δομήσουμε μια δημοκρατική αγορά με κυρίαρχο τον καταναλωτή.
Σας ευχαριστώ. »»