Γράφει η Λούκα Κατσέλη,
τ. Υπουργός – Πρόεδρος «Κοινωνικής Συμφωνίας»
Την εβδομάδα αυτή, η Ελληνική Κυβέρνηση και οι αρχηγοί των τριών κομμάτων της συγκυβέρνησης, κατέληξαν σε μια ακόμα παράλογη και επικίνδυνη απόφαση: να προωθήσουν δημοσιονομικά μέτρα ύψους 11,5 δις ευρώ ενώ όλοι προεξοφλούν ότι τα μέτρα αυτά θα βαθύνουν ακόμα περισσότερο την ύφεση και θα καταστήσουν την εξυπηρέτηση του χρέους δυσχερέστερη.
Την ίδια περίοδο και ενώ η κρίση ξαπλώνεται ταχύτατα στην Ισπανία και την Ιταλία, οι ηγέτες της Ευρωζώνης, κάτω από την πίεση της Γερμανίας, αρνούνται να δώσουν το πράσινο φως ώστε η ΕΚΤ ή το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ν’ αγοράσουν κρατικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά και να μειωθεί έτσι το κόστος δανεισμού για τις χώρες που πλήττονται.
Ακόμα και η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να μην επιβαρυνθεί το δημόσιο χρέος από την ανακεφαλαιοποίηση των Ιταλικών και Ισπανικών Τραπεζών παραμένει στα χαρτιά, καθώς για την εφαρμογή της αποφασίσθηκαν ως προαπαιτούμενα χρονοβόρες θεσμικές διαδικασίες.
Το πρόβλημα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας είναι κοινό και αφορά στη διαχείριση υπερβολικού και επαχθούς χρέους που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί κάτω από τις σημερινές συνθήκες.
Η διαφορά μεταξύ των χωρών έγκειται στην πηγή του χρέους: δημόσιο για την Ελλάδα, ιδιωτικό για τις άλλες χώρες. Ανεξαρτήτως πηγής, μόνη αποτελεσματική λύση αποτελεί η αναδιάρθρωση του σωρευμένου χρέους και η αποκατάσταση ρυθμών ανάπτυξης τέτοιων που να επιτρέπουν την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του.
Ιστορικά αυτό έχει επιτευχθεί είτε με συνολική διαγραφή, ρύθμιση, κούρεμα, αγορά χρέους στη δευτερογενή αγορά ή/και μετατροπή του σε μετοχές σε συνδυασμό με πολιτικές επανεκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας και τροφοδότησης της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρωζώνης κάτω από την σιδηρά Γερμανική γροθιά κάνουν ακριβώς το αντίθετο: επιδεικνύουν εγκληματική καθυστέρηση και αδράνεια στη λήψη μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, ενώ με τις πολιτικές βίαιης λιτότητας βαθαίνουν την ύφεση και οδηγούν κράτη-μέλη σε αδυναμία πληρωμών και χρεοκοπία.
Πειστικές εξηγήσεις για τη στάση αυτή δεν έχουν δοθεί. Αν όμως εξετάσουμε την Ελληνική εμπειρία, αυτό που διαφαίνεται είναι ότι καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής έπαιξαν και εξακολουθούν να παίζουν οι μεγάλες Ευρωπαϊκές και κυρίως Γερμανικές Τράπεζες.
Όταν στις αρχές του 2010 ξέσπασε η επίθεση εναντίον των Ελληνικών ομολόγων, οι Ευρωπαϊκές Τράπεζες που ήταν εκτεθειμένες σε Ελληνικά ομόλογα αντιμετώπισαν τον κίνδυνο μεγάλων απωλειών. Έπρεπε με κάθε τρόπο να κερδίσουν χρόνο ώστε να αναδιαρθρώσουν τα χαρτοφυλάκια τους.
Κατά πάσα πιθανότητα αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τόσο η ΕΚΤ όσο και οι Ευρωπαϊκές ηγεσίες απέτρεψαν κάθε συζήτηση περί αναδιάρθρωσης του Ελληνικού χρέους το 2010. Η πρόσφατη αποκάλυψη από τον Παναγιώτη Ρουμελιώτη ότι η πρόταση αυτή είχε τεθεί από το ΔΝΤ στον Έλληνα πρωθυπουργό, ενώ η επίσημη στάση της Τρόικα ήταν διαφορετική, επιβεβαιώνει την αντίθεση των δύο άλλων εταίρων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Μεταξύ Μαΐου 2010 και Ιουλίου 2011, οι Ευρωπαϊκές Τράπεζες μείωσαν σημαντικά την έκθεσή τους σε Ελληνικά ομόλογα. Τότε μόνο άνοιξε η συζήτηση σε πολιτικό επίπεδο. Αρχικά η συμφωνία προέβλεπε μικρό εθελοντικό κούρεμα της τάξης του 20% που, τελικά, τον Οκτώβριο του 2011 καθορίστηκε στο 50%, αφού όμως επήλθε συμφωνία για ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών με κάλυψη απωλειών.
Σε αντίθεση με ξένες τράπεζες, οι Ελληνικές Τράπεζες, εγκλωβισμένες στην ανάγκη χρηματοδότησης του Ελληνικού δημοσίου, έλαβαν ενισχύσεις ύψους 148 δις ευρώ σε λιγότερο από πέντε χρόνια: 28 δις το 2008, 40 δις το 2010, 30 δις το 2011 και 50 δις το 2012 στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησής τους.
Χωρίς υποχρέωση λογοδοσίας για τη χρήση του πακέτου στήριξης που έλαβαν, οι Τράπεζες, με τη σύμφωνη γνώμη της Τραπέζης Ελλάδος, ενέταξαν σ’ αυτό και ζημιές από επισφαλή δάνεια ή και τοποθετήσεις βάσει της Έκθεσης της Βlack Rock που δεν εδόθη ποτέ στη δημοσιότητα.
Το μεγαλύτερο τμήμα των νέων δανείων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατευθύνθηκε στη στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα με αποτέλεσμα ν’ αλλάξει και η σύνθεση του Ελληνικού εξωτερικού χρέους από ιδιωτικό σε κρατικό.
Επιστέγασμα αυτής της πολιτικής αποτελεί ο επικείμενος δανεισμός της χώρας για ν’ αποπληρωθεί ομόλογο και να καρπωθεί η ΕΚΤ κέρδος 900 εκ ευρώ!…
Καθ’ όλη τη διετία, η πολιτική της κας Μέρκελ και του κου Σαρκοζί περιορίσθηκε σε δύο άξονες: στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και παροχή ρευστότητας στις Τράπεζες είτε μέσω της ΕΚΤ είτε μέσω δανεισμού των ίδιων των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στο Μηχανισμό Στήριξης και επιβολή πολιτικής σκληρής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης.
Με τη Δανειακή Σύμβαση του 2012 και το Δεύτερο Μνημόνιο, οι επιλογές αυτές συμπληρώθηκαν με επαχθείς όρους για παραίτηση από κάθε απαίτηση της χώρας έναντι κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων από τους δανειστές και προνομιακή εξασφάλιση των δανειστών σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμών. Τελικά η αδιέξοδη πολιτική λιτότητας που επιβάλλεται στις χώρες του Νότου είχε και έχει σκοπιμότητα: νομιμοποιεί πολιτικά την υπεξαίρεση και αναδιανομή πόρων από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις μεγάλες Ευρωπαϊκές Τράπεζες, οι οποίες, κάτω από άλλες συνθήκες, έπρεπε να υποστούν τεράστιες ζημιές για τις επισφαλείς τοποθετήσεις και πρακτικές παρελθόντων ετών.
Το πολιτικό σύστημα, ποδηγετούμενο από την τραπεζοκρατία, λειτούργησε ηθελημένα ή άθελά του, ως δίαυλος αυτής της αναδιανομής. Η διάγνωση αυτή οδηγεί στην ανάγκη αντιστροφής της λογικής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές μας. Πρώτα πρέπει να συζητηθεί η βιωσιμότητα του χρέους στη βάση αναθεωρημένων και ρεαλιστικών εκτιμήσεων για την ύφεση και μόνο τότε να συζητηθεί το περιεχόμενο, το ύψος και ο χρόνος προσαρμογής των δημοσιονομικών μέτρων. Από αυτό το νέο διαπραγματευτικό πλαίσιο θα προκύψει νομοτελειακά η ανάγκη πρόσθετης αναδιάρθρωσης του χρέους, αλλαγής του μείγματος της οικονομικής πολιτικής και δίκαιου επιμερισμού των βαρών.
Η συνέχιση της ίδιας μνημονιακής πολιτικής δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνέχιση ενός μεγάλου σκανδάλου υπεξαίρεσης πόρων προς όφελος ενός χρηματοπιστωτικού τομέα που έχει καταστεί ανεξέλεγκτος με κύρια ευθύνη των ίδιων των πολιτικών ηγεσιών.