Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΕΛΤΣΟΥ ανεκτίμητο μνημείο της ορθοδοξίας και Ιερός Τόπος της θυσίας των Σουλιωτών, έμελε άθελά της, να γίνει ο αιώνιος μάρτυρας της Ιστορίας. Άγνωστη για πολλούς, χτίστηκε το 1697. Είναι Αθωνικού τύπου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται στον ορεινό όγκο των Άνω Ραδοβιζίων στο χείλος του βαράθρου της Γκούρας.
Κρυμμένη και απρόσιτη γύρωθεν, στέκει εκεί, όπου φωλιάζουν οι σταυραετοί της Πίνδου, ανάμεσα στο Νιγκόζι, στη Φρούσια και τα αδούλωτα Άγραφα. Στα πόδια της κάτω, κυλάει ορμητικά ο θεοπόταμος Αχελώος ή Άσπροπόταμος, λες και βιάζεται να αλαργέψει γρήγορα από το στοιχειωμένο τούτο μέρος.
Εκεί λοιπόν, στις ΠΗΓΕΣ-ΑΡΤΑΣ με την παλιά ονομασία «ΒΡΕΣθΕΝΙΤΣΑ» ένα χωριό των Άνω Ραδοβιζίων και Ιστορική έδρα του ΔΗΜΟΥ Γ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ σήμερα, έμελλε να παιχθεί ο επίλογος του δράματος των Σουλιωτών με ένα «Νέο Ζάλογγο».
Στις 23 Απριλίου του 1804 το ΣΕΛΤΣΟ έπεσε με προδοσία μετά από 4μηνη σκληρή πολιορκία. Ακολούθησε η ηρωική έξοδος των μαχητών του προς τη γέφυρα Κοράκου που είχει όλα τα χαρακτηριστικά της εξόδου του Μεσολογγίου. Δίκαια αποκαλείται από πολλούς «Το Μεσολόγγι της Ηπείρου»
Στην μνήμη των Ηρώων αυτών, 209 χρόνια μετά, κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ αποτείοντας φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης. Προτίμησαν να πεθάνουν λεύτεροι παρά να ζήσουν σκλάβοι. Δεν λιποψύχησαν, δεν λιποτάκτησαν, δεν συμβιβαστήκαν. Οφείλουμε να μην ξεχάσουμε ποτέ αυτή την ανείπωτη θυσία τους…
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ TOY «ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΕΛΤΣΟΥ»:
«Έσφαλε οικτρά, όποιος την δόξα είπε μάταιη…» έγραψε ο επικός μας ποιητής Ανδρέας Κάλβος, στο ποίημά του «εις δόξαν»…και δεν είχε άδικο.
«Δεν υπάρχει γλυκύτερος θάνατος από αυτόν, τον υπέρ πατρίδος θάνατο. Μηδέ ενδοξότεροι νεκροί παρά οι νεκροί που έπεσαν στο πεδίο της μάχης υπέρ της ελευθερίας. Ας παραμένουν άταφοι αυτοί οι ήρωες. Ας γίνονται βορά των γυπαετών και των σαρκοβόρων θηρίων.Ας μην το έβρεξε κανείς προσφιλής τους μὲ δάκρυα και ας μη φίλησε το χώμα που έπεσαν. Και τα οστά τους ακόμη, ας μην μένουν εκεί, στον ένδοξο αυτό τόπο. Ας τα διασκορπίζουν οι πνοές φθονερών άνεμων και άκαρδοι χείμαρροι σε βαθιές χαράδρες και φαράγγια ανήλιαγα. Παρ’ όλα αυτά όμως, ένα είναι αληθινό. Δεν υπάρχει ενδοξότερος νεκρός από αυτόν που πέφτει στα πεδία των μαχών .Δεν παύει αυτός ο υπέρ πατρίδος, να είναι ο γλυκύτερος θάνατος».
Σ΄αυτή τη γη στέκουν η Δόξα και η Αρετή αντάμα, τους στεφανώνουν με δάφνης φύλλα χρυσά, με ρόδα αμάραντα, και φεύγουν γοργά-γοργά για να μην ταράξουν την αιώνια ανάπαυσή τους.
Χίλιοι τριακόσιοι και πλέον ήρωες Σουλιώτες, Μποτσαραίοι και ντόπιοι Ραδοβιζινοί, αγωνιστές της ελευθερίας εκεί, στην Ιερή γη του Σέλτσου, δεν μπορούσαν παρά να συνεχίσουν την προαιώνια παράδοση των προγόνων τους, του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών. Η Αρχαία ψυχή που ζούσε μέσα τους αθέλητα κρυμμένη, τους προέτρεπε. «Να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων και να νικήσουν, ή να πεθάνουν». Ύστερα από 4μηνο άνισο αγώνα, κατά ασυγκρίτως υπερτέρων δυνάμεων και προδοσία, πέφτουν ως νέοι Λακεδαιμόνιοι, ηρωικώς μαχόμενοι υπέρ πατρίδος και ελευθερίας« τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Οι επτά αράδες του ιστορικού ΠΟΥΚΕΒΙΛ -σύγχρονου των γεγονότων- από την επιγραφή του ηρώου των Σουλιωτών στις ΠΗΓΕΣ ΑΡΤΑΣ, αρκούν για να καταλάβουμε τι συνέβη στο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΣΕΛΤΣΟ.
«Η ΦΑΛΑΓΞ [1.148] ΤΩΝ ΑΡΧΗΓΩΝ ΚΙΤΣΟΥ ΚΑΙ ΝΟΤΗ ΜΠΟΤΣΑΡΗ -ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ- ΒΑΔΙΖΕΙ ΠΡΟΣ ΣΕΛΤΣΟ. ΑΠΙΣΤΙΑΝ ΑΛΗ ΤΡΙΜΗΝΟΝ ΑΝΙΣΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΘΥΣΙΑ. ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΦΟΔΙΑ ΑΣΙΤΟΙ ΚΥΚΛΩΜΕΝΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΕΞΟΔΟΝ Η ΘΑΝΑΤΟΝ ΗΡΩΟΣ. ΞΙΦΗΡΕΙΣ 300 ΑΚΑΛΥΠΤΟΙ ΣΑΡΩΝΟΥΝ ΤΟ ΠΑΝ ΠΛΗΝ ΓΕΦΥΡΑΣ ΚΟΡΑΚΟΥ. Ο ΝΟΤΗΣ ΠΙΠΤΕΙ ΜΕ 5 ΠΛΗΓΑΣ. ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΦΟΝΕΥΟΝΤΑΙ. ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΧΟΜΕΝΑΙ ΦΩΝΑΖΟΥΝ «ΘΑΝΑΤΟΣ». ΥΠΕΡΔΙΑΚΟΣΙΟΙ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΠΗΔΟΥΝ ΚΑΙ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΧΕΛΩΟ. ΧΑΛΑΣΜΟΣ ! ΜΟΝΟ 10 ΚΑΙ Ο ΚΙΤΣΟΣ ΣΩΖΟΝΤΑΙ». [ΠΟΥΚΕΒΙΛ 1824 Τ. Ι. ΣΕΛ. 207-212]
Εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα στις 23 Απρίλη του 1804 ανήμερα του Αι-Γιώργη οι Σουλιώτες αντάμωναν τη μοίρα τους, σ’ένα ανείπωτο και ανήκουστο Ολοκαύτωμα.
Η Ιστορία εμβρόντητη έβλεπε να χάνονται σε μια μέρα, τρεις γενιές Μποτσαραίων Σουλιωτών. Εφτά χιλιάδες λυσσασμένα σκυλιά του Αλή Πασά μαζί με κάποιους αργυρώνητους εξωμότες αφορισμένους και προσκυνημένους στη δούλεψή του, ανάξιους αναφοράς, όρμισαν να τους κατασπαράξουν. Αφιονισμένοι και διψασμένοι για αίμα έσφαζαν με μίσος αλύπητα άντρες, γυναίκες γέρους ,παιδιά. Γέμισε ο τόπος κουφάρια.Τους ξέφυγαν όμως οι ηρωικές Σουλιώτισσες, όσες γλύτωσαν απ’το λεπίδι τους. Εκεί μπροστά στα μάτια τους, αφού τους πολέμησαν αντριωμένα, τις έβλεπαν να ασπάζονται τα παιδιά τους και να τα ρίχνουν στο βάραθρο, η να τα κρατούν σφιχταγκαλιασμένα πέφτοντας μαζί τους.
Τι ποιο τραγικότερο άραγε υπάρχει, οπόταν το γλυκό φιλί της μάνας γίνεται ασπασμός θανάτου, και φιλί φρικτού αποχωρισμού. Ποιανού ανθρώπου νους δεν θα σάλευε βλέποντας αυτόν τον όλεθρο. Ποιά σκέψη μπορεί να νοήσει το τραγικό σκηνικό θανάτου που στήθηκε εκεί; Και αυτοί ακόμα οι εχθροί τους δεν το πίστευαν. Τι θα πηγαίνανε τώρα πεσκέσι στο χαρέμι του Αλή; Μήτε καν τα νεκρά σώματα τους; Πως χάθηκαν από μπροστά τους διακόσια πενήντα και πλέον γυναικόπαιδα σαν οπτασίες; Τρελές ήταν αυτές οι Σουλιώτισσες και παραφρόνησαν; Όχι. Δεν έγιναν Μήδειες από εκδίκηση.
Ήταν γυναίκες ατρόμητες, νύφες της λευτεριάς και όχι της σκλαβιάς. Ήταν οι νέες Σπαρτιάτισσες. Δεν ήταν άκαρδες μάνες που παίρνανε τα παιδιά τους στο θάνατο. Το ζύγισαν καλά πριν το αποφασίσουν. Άλλωστε που να τα αφήσουν πίσω. Στους άπιστους να τα σφάξουν ή να τα κάνουν Γενίτσαρους; Όχι. Προτιμότερος ένδοξος θάνατος, παρά πικρή σκλαβιά και η ατίμωση. Διάλεξαν όμως τον δικό τους ηρωικό θάνατο αντί να λιποψυχήσουν μπροστά στις χατζάρες των απίστων. Πόσο άφρονες θα ήταν οι ιστορικοί αν προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί οι άμοιρες προτίμησαν αυτόν τον «παράλογο» θάνατο. Αν γι’ αυτούς φαντάζει ακατανόητο, και δεν το χωράει ο νούς τους, για τις Σουλιώτισσες ήταν μιά ομαδική, αλλά τραγική, απόφαση στιγμής.
Οι Σουλιώτισσες αυτές δεν πρόλαβαν να τελειώσουν το χορό του θανάτου που έστησαν στο Σέλτσο. Κυνηγημένες 250 και πλέον τον αριθμό, γυναίκες, μάνες και παιδιά όπως ήταν φώναξαν όλες μαζί «θάνατος» και όρμισαν χωρίς δεύτερη σκέψη, από τον «Πέτακα» προς το απύθμενο βάραθρο της Γκούρας πίσω από τη Μονή σχεδόν τρέχοντας, λες και διαβαίναν ρυάκι. Σήμερα ακόμη αν θελήσεις να κοιτάξεις στο βάθος του, σε καταλαμβάνει ζάλη,δέος και ρίγος. Καμία αρχαία τραγωδία δεν μπορεί να παραστήσει αυτό το ασύλληπτο που συνέβη στο Σέλτσο. Χαλασμός!. θάνατος πέρα ως πέρα!
Οι άμοιροι Σουλιώτες! Όταν πήγαν στη Μονή Σέλτσου στις 20 Δεκέμβρη του 1803 το ήξεραν καλά ότι ετοίμαζαν τα ανοιχτά κιβούρια τους. Περίπτωση συμβιβασμού και συμφωνίας με τον άπιστο Αλή δεν υπήρχε πλέον.. Το ανήμερο θεριό βάλθηκε να τους ξεπαστρέψει. Ν’αφανίσει το γένος τους ολάκερο. Σχεδόν, τα κατάφερε… Δεν υπέταξε όμως ποτέ την αδούλωτη ψυχή τους. Αυτή θα ξαναφτερούγιζε πάλι στο Σούλι.
Δρόμος διαφυγής δεν υπήρχε στον αδιάβατο και απόκοσμο τούτο τόπο.Παγίδα θανάτου έσφιγγε γύρω τους. Πολεμοφόδια και τρόφιμα ούτε για δίμηνο. Και που να στεγάσει το άμοιρο Σέλτσο 1.300 ψυχές.Ούτε για 500 δεν έφτανε. Και την εκκλησιά ακόμα κατάλυμα την έκαναν. Ο χειμώνας ήταν βαρύς. Άλλοι στα ταμπούρια, άλλοι κάτω από τα βράχια, μέσα σε μικροσπηλιές πρόχειρες καλύβες και μαντριά. Άσιτοι παρατημένοι στο έλεος του Θεού. Λίγα τρόφιμα και σφαχτά, για να ξεγελάσουν την πείνα τους, τους έφερναν κρυφά, από μονοπάτια μυστικά, οι Βρεστενιτσιώτες και οι αποπερνοί του Λιασκόβου.
Στο μύλο του μοναστηριού βαθιά στη χαράδρα της Γκούρας άλεθαν το λιγοστό καλαμπόκι και στάρι που είχαν μαζί τους .Μα που να χορτάσουν τόσα στόματα. Ήταν και τα γυναικόπαιδα… τι να φροντίσει κανείς πρώτα. Τους πολεμιστές στα ταμπούρια η τα παιδιά;. Δεν αμφέβαλαν όμως ούτε στιγμή οι Σουλιώτες ότι θα γευτούν σύντομα τον γλυκύτατο υπέρ πατρίδος και ελευθερίας θάνατον. Η μοναδική ευχή των πεθαίνοντας, ήταν να δώσουν το παράδειγμα της υπέρτατης αφοσίωσης στην ελευθερία και την πατρίδα, για τους υπόλοιπους σκλαβωμένους αδελφούς τους. Έτσι στις 23 Απρίλη του 1804 ανήμερα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, μετά από προδοσία έπεσε το Σέλτσο. Το δράμα των Σουλιωτών έφτασε στην κορύφωσή του με την φοβερή σφαγή που επακολούθησε.
Πόσο άραγε γλυκύς να φάνηκε σ΄αυτούς ὁ θάνατος, όταν έπεφταν ηρωικά στη μάχη. Ψυχορραγώντας γονατιστά με τα σκελετωμένα σώματά των και τα κάτωχρά των χείλη ασπάζονταν το Άγιο της πατρίδας χώμα, ως τον τελευταίον ασπασμόν προσφιλούς νεκρού. Ύστερα,άφηναν απαλά πάνω του, την τελευταία τους πνοή, ως ιερή παρακαταθήκη, την οποίαν δεν μπορούσε πλέον ο εχθρός μήτε να αφαιρέσει, μήτε να βεβηλώσει.
Δύστυχοι Σουλιώτες!. Άκλαυτοι και άταφοι να πάτε ήταν η μοίρα και το ριζικό σας από όταν πάρθηκε το Σούλι. Ξέρατε ότι δεν θα γυρίσετε ποτέ ν΄ αναπαυθείτε εκεί, στους τάφους των προγόνων σας. Μήτε μνήμα, μήτε σταυρός με τα όνομά σας , δεν φτιάχτηκε για σας. Σήμαντρο πένθιμο και μοιρολόι, δεν ακούστηκε ποτέ. Κανείς δεν σας νεκροστόλισε, μήτε σας νεκρολόγησε…
Άλλωστε ποιος; Δεν έμειναν πίσω μήτε συμπολεμιστές σας, μήτε μανάδες, μήτε παιδιά μήτε αδέρφια για να σας θάψουν, έστω πρόχειρα. Όλοι χαθήκαν. Οι διαμελισμένες σάρκες σας έμειναν εκεί για πάντα στο Ένδοξο Σέλτσο. Ακόμη και ο φθονερός χρόνος, ο εχθρός κάθε μνήμης που χύνει από την στάμνα του τα ρεύματα της λήθης και τα πάντα αφανίζει, όταν πλησιάζει εκεί, επιζητεί να αλλάξει δρόμο σεβόμενος το ιερό του χώμα που με ευλάβεια δέχτηκε τα Άγια λείψανά σας.
Μοναδικοί μάρτυρες της θυσίας σας τα βουβά πρόσωπα των εικόνων του μοναστηριού, το φοβερό φαράγγι της Γκούρας και οι σταυραετοί της Πίνδου. Έλαχε τα λιπόσαρκα κορμιά σας, να γίνουν βορά των αρπακτικών. Το Άγιο Αίμα σας πότισε τα ξερά χώματα και έγινε ανάσα ζωής των λουλουδιών και των βλαστών. Οι σκισμένες και ματωμένες φορεσιές έλιωσαν με το χρόνο και έγιναν φλάμπουρα της Θυσίας. Τα σκηνώματα των παιδιών σας, κούνιες αδειανές, κεντημένες με ασημένια στολίδια, άστραφταν για χρόνια στις λιγοστές αχτίδες του ήλιου που με δυσκολία έφταναν βαθιά στο απάτητο χάος του «Πέτακα». Εκεί όπου σταμάτησε το κύλισμα τους, καθώς τις έριχναν οι μανάδες με τα μωρά τους μέσα. Θύμιζαν έτσι για χρόνια την ανείπωτη θυσία…
Ο ΦΟΒΕΡΟΣ «ΠΕΤΑΚΑΣ» ΤΗΣ ΓΚΟΥΡΑΣ – ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ:
Κι αυτή η ατρόμητη Σουλιωτοπούλα, η λυγερόκορμη Λένω Μπότσαρη, του Νότη η θυγατέρα, η χιλιοτραγουδισμένη μπαιρακτάρισα [σημαιοφόρος] του Σέλτσου, προτίμησε αντί της σκλαβιάς, να ριχτεί στα άγρια νερά του φοβερού Αχελώου πνίγοντας και τους διώκτες της.
Αυτός ο Άσπρος! Δε χόρτασε φαίνεται με τις συντρόφισσές της, ήθελε να πάρει και την Καπετάνισσα. Άλλωστε δεν θα της ταίριαζε καλύτερος θάνατος από αυτόν. Μόνο ο Κίτσος Μπότσαρης μαζί με το 13χρονο γιό του το Μάρκο και καμιά σαρανταριά νοματαίοι σώθηκαν κρυμμένοι για μέρες, σε μια μυστική σπηλιά που σήμερα φέρνει το όνομα «Σπηλιά του Κίτσου Μπότσαρη» Το 1813 θα σκοτωθεί με μπαμπεσιά στην Άρτα από τον Γώγο Μπακόλα κατ’ εντολή του Αλή Πασά/ Μαζί τους και ο πρωτοξάδερφος του Μάρκου, ο ανδρείος Τούσιας [Θανάσης] Μπότσαρης. Αυτός θα βρει ηρωικό θάνατο αργότερα, στην μάχη του Φαλήρου στις 22Απριλίουτου 1827 και θα ταφεί στην Σαλαμίνα με τιμες, μαζί με τον αρχηγό του που σκοτώθηκε την επομένη μέρα, τον Αρχιστράτηγο της Επανάστασης τον Γ. Καραϊσκάκη.
Τον Νότη τον αδερφό του Κίτσου, τον πιάσαν λαβωμένο κάτω από το Σέλτσο και τον πήγαν πεσκέσι του Αλή Πασά. Αργότερα θα δραπετεύσει, και θα τον βρούμε μαζί με τον Τούσια μπροστάρη στην Ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου.Τα υπόλοιπα αδέρφια τους και όλος ο «Ανθός των Μποτσαραίων», άνδρες ,γυναίκες, παιδία, νέοι και γέροι, χάθηκαν για πάντα στο Σέλτσο.Ηταν ο βαρύς φόρος αίματος που δόθηκε για τη λευτεριά της πατρίδας.
Μετά την άγρια μάχη, μια βαριά και απέραντη νεκρική σιγή σκέπασε τα πάντα. Οι πλιατσικολόγοι του Αλή τριγυρνούσαν ανάμεσα στα κουφάρια να αρπάξουν τη λεία τους σαν τις ύαινες. Έτσι λησμονημένοι από την ιστορία, έμειναν για πάντα στον έρημο και άσημο τούτον τόπο. Εκατό χρόνια μετά, το 1911 ο άξιος απόγονός των, ο στρατηγός Δημήτρης -Τάκης Νότη Μπότσαρης ως νεαρός ανθυπολοχαγός αξιώθηκε προσκυνητής στο Σέλτσο να φιλήσει το Άγιο χώμα της θυσίας των προγόνων του και να αφήσει γραπτό ενθύμημα σε ένα στασίδι του «Εν Σέλτσω 7 Ιουλίου 1911 Δημ. Τ .Νότη Μπότσαρης Μετά σεβασμού προσκυνών ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΑΥΤΑ ΧΩΜΑΤΑ».
Αργότερα, αρχές του ΄70 ο ίδιος θα βοηθήσει να ξεκινήσει ο δρόμος για το Σέλτσο και να στηθεί το μνημείο της θυσίας στην κεντρική πλατεία των Πηγών. Οι Βρεστενιτσιώτες και οι αποπερνοί της Αργιθέας κάθε χρόνο, στα Εννιάμερα της Παναγιάς στις 23 Αυγούστου, άναβαν με ευλάβεια κερί στο Σέλτσο και τους μνημόνευαν, κρατώντας έτσι άσβεστη το φλόγα της θύμησης για δυο αιώνες τώρα. Σε αυτούς έλαχε η τύχη να γίνουν οι θεματοφύλακες της θυσίας τους. Αυτοί περνώντας από το «Πήδημα της Καπετάνισσας» –της Λένως Μπότσαρη – στο ποτάμι κάτω από το Σέλτσο σταυροκοπιόνταν ψυθιρίζοντας «Θεός σχωρέστην την Kαπετάνισσα».
Κι όμως. Ακόμα και σήμερα όπου πατάς και όπου σταθείς στον τόπο του μαρτυρίου, σε κατατρέχει ένα δέος. Ένας παγερός αγέρας φερμένος από τις πλαγιές της Φρούσιας και του Νιγκοζιού ζωηρεύει με τις αδούλωτες πνοές και τις κραυγές των ηρώων. Ελαφροπατώντας να μην ταράξεις το μακάριο ύπνο τους, τους νιώθεις να κείτονται δίπλα σου, πάνω στα βράχια, κάτω από τα δέντρα, πίσω από ταμπούρια. Λες και δεν πέρασε ο χρόνος. Γοερές κραυγές και κοπετοί σαν αντίλαλος θαρείς… ακούγονται ακόμα και σήμερα στο Σέλτσο.
Στριφογυρίζουν αντάμα με το αγιάζι, κατηφορίζοντας στις βαθιές χαράδρες του Άσπρου και της Γκούρας για να συναντήσουν τον ανθό των Σουλιωτών με τις μανάδες τους και ύστερα χάνονται στις ψηλές κορφές των αδούλωτων Αγράφων και της Πίνδου.
Και σαν έρθει το βράδυ, «Σκιές του Άδη» απλώνονται παντού. Από τον Αϊ- Λιά, μέχρι τη «Φόνισσα». Σκιές που ανταμώνουν πάλι, λες και θέλουν να αρχίσουν πόλεμο. Να ζωστούν σπαθιά και καρυοφύλλια.Να πιάσουν τα Ταμπούρια. Να κάνουν γιουρούσι στην Αρβανιτιά. Την αυγή, χάνονται ξανά στα ματωμένα φαράγγια γυρεύοντας ανάπαψη. Έτσι όπως χάνονταν στο βάραθρο οι Σουλιώτισσες με τα παιδιά στην αγκαλιά τους…
Δεν Γυρεύουν πολλά. Ένα συλλείτουργο και θυμιατό μονάχα. Γυρεύουν λίγο στάρι να «σχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Γυρεύουν μια σκέψη και ένα δάκρυ να ξεφύγουν από την λήθη,γιατί η λήθη, είναι δυό φορές θάνατος. Γυρεύουν ανάπαψη. Γυρεύουν εμάς που σήμερα μας έλαχε το βαρύ χρέος να σηκώσουμε από πάνω τους το πέπλο της λησμονιάς που τους σκεπάζει σαν νεκροσάβανο. Έγινε έτσι το Σέλτσο, ένα απέραντο ανοιχτό μνήμα για τους περήφανους Σουλιώτες. Ένας αόρατος «Τύμβος» χωρίς τάφους, σταυρούς και σάβανα. Μια Ιερή κιβωτός της ανείπωτης θυσίας, Ένας Φάρος ελευθερίας, τιμής και δόξας, προοίμιο της Ελληνικής επανάστασης του 1821 και της Ηρωικής Εξόδου του ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ.Η μοίρα έλαχε και εκεί μπροστάρηδες της «Εξόδου» να είναι πάλι οι Σουλιώτες, με επικεφαλής τον πολέμαρχο του Σέλτσου τον Στρατηγό Νότη Μπότσαρη.
Κλείνοντας το αφιέρωμα αυτό, άξιοι ιδιαίτερης αναφοράς, τυγχάνουν δυο συγγραφείς βιβλίων της «Θυσίας του Σέλτσου», Ο αείμνηστος συγχωριανός μας συγγραφέας δικηγόρος Οικονόμου Ναπολέων με το «ΧΑΛΑΣΜΟ ΤΩΝ ΜΠΟΤΣΑΡΑΙΩΝ ΣΤΟ ΣΕΛΤΣΟ» [1964]
ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΑΨΟΥΝ ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΕΛΤΣΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ «ΜΙΑΣ ΑΡΑΔΑΣ» ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. ΝΑ ΑΚΟΥΣΤΕΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ Ο «ΧΑΛΑΣΜΟΣ» ΤΟΥΣ. «ΓΕΥΤΗΚΑΝ ΤΟΝ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΘΑΝΑΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΑΝ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ».ΑΣ ΜΗΝ ΓΙΝΟΥΝ ΒΟΡΑ ΤΗΣ ΑΜΝΗΣΙΑΣ ΜΑΣ… ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ.
ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΡΟ ΤΟΥ ΣΕΛΤΣΟΥ:
Ξένε διαβάτη που περνάς στοχάσου και προσκύνα.
Χτύπα αργά, για τρεις φορές, του Σέλτσου την καμπάνα.
Να’ναι βαρύς ο ήχος της, μαντάτα ν΄άκουστούνε.
Για να ακουστεί αντίλαλος, Νιγκόζι και Κανάλια.
Στη Βρεστενίτσα ν΄ ακουστεί , στην Αργιθέα όλη.
Ν’ ακούσει ο Νοτης Μπότσαρης, η Χρύσα και ο Γιάννος.
Να ροβολίσει κι η Λενιώ με τις Σουλιωτοπούλες.
Και στ’ Αη Γιώργη τη γιορτή, ν΄ανταμωθούνε πάλι.
Πες τους, πως του Αλή Πασά του πήραν το κεφάλι.
Τον Κίτσο, τον σκοτώσανε μπαμπέσικα στην Άρτα.
Κι ο Μάρκος τους, δοξάστηκε σαν άξιο παλικάρι.
Στο Μεσολόγγι διάβηκε, γαμπρός σαβανωμένος.
νύφη του δώκαν μαύρη γη, μνήμα μαλαματένιο
ντουφέκια είχαν για βιολιά, κουφέτα, μαύρα βόλια.
Πες τους πώς ήρθε η άνοιξη, της λευτεριάς αγέρας
Ανάσταση και Πασχαλιά στο Σέλτσο να μυρίσουν
Αυτοί τον σπείραν τον καρπό με αίμα να βλαστήσει
οι θεριστάδες λεύτεροι ήρθαν να τον θερίσουν
Πες τους να μπουν στην εκκλησιά ν΄ανάψουν τα καντήλια
να προσκυνήσουν Παναγιά και τους αγίους όλους
έρχονται στέφανα πολλά στους ήρωες Σουλιώτες
τα φέρνουν τα εγγόνια τους, μαζί με τους Πηγιώτες.-
ΧΡΗΣΤΟΣ Β. ΚΑΠΕΡΩΝΗΣ
ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ ΣΤΟ ΣΕΛΤΣΟ:
«ΣΑΝ ΠΑΣ ΔΙΑΒΑΤΗΣ, ΕΥΛΑΒΙΚΑ ΣΤΟΥ ΣΕΛΤΣΟΥ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟ ΙΕΡΟ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΙΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗ ΣΤΑΘΕΙΣ ΜΕ ΔΕΟΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΟΥ ΕΣΤΗΣΕ Η ΦΥΣΗ . ΦΥΛΑΚΑΣ-ΦΡΟΥΡΟΣ ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ ΚΑΙ ΑΦΘΑΡΤΟΣ, ΣΤΕΚΕΙ ΑΙΩΝΙΑ, ΛΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΡΙΣΕ ΙΕΡΟ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΤΑΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ . ΣΑΝ ΠΡΟΣΠΕΡΝΑΣ, ΧΑΙΡΕΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΤΣΟΥ ΤΟΝ ΒΙΓΛΑΤΟΡΑ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΣΕ ΤΟΝ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΤΕΚΕΙ ΑΓΕΡΩΧΟΣ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ ΤΟ ΧΑΛΑΣΜΟ»…