Γράφει η Ζένια Καράμπαλη
Δικηγόρος, Πολιτευτής ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Στη χώρα μας υφίσταται νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας από το 1979. Ο νόμος 927/1979 “περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις”, που βρίσκεται σε εναρμόνιση με το άρθρο 5 παρ.2 του Συντάγματος, ποινικοποιεί τις πράξεις που απευθύνονται κατά των αγαθών της ζωής, της τιμής, της ελευθερίας των ευρισκόμενων στην Ελληνική Επικράτεια (όχι μόνο των Ελλήνων πολιτών) όταν οι πράξεις αυτές στρέφονται εναντίον τους λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών: εθνικότητα, φυλή, θρήσκευμα. Είναι δε, ένας από τους πιο ανενεργούς νόμους των τελευταίων δεκαετιών.
Εκτός από αυτόν όμως, υπάρχουν και άλλοι νόμοι που προστατεύουν από τις παραβιάσεις δικαιωμάτων με βάση τα ανωτέρω χαρακτηριστικά όπως o ν. 3304/2005 για την εξάλειψη διακρίσεων φύλου και εθνικότητας στην εργασία και ο ν. 3719/2008 που καθιερώνει επιβαρυντικές περιπτώσεις για εκδηλώσεις φυλετικών διακρίσεων. Μετά την τελευταία έξαρση περιστατικών ρατσιστικής βίας που δικαιολογημένα προκαλούν την αγανάκτηση της κοινής γνώμης κρίθηκε από τους δυο εκ των τριών κυβερνητικών εταίρων αναγκαία η θέσπιση νέου αντιρατσιστικού νομοθετήματος. Ποια η σκοπιμότητα, όμως, της θέσπισης νέας νομοθεσίας όταν δεν εφαρμόζεται η ήδη ισχύουσα επαρκής νομοθεσία;
Με το νέο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που πρόκειται να κατατεθεί στη Βουλή ποινικοποιείται εκτός από την πράξη και ο ρατσιστικός λόγος, η λεκτική βία που έχει ως στόχο να προσβάλει την αξιοπρέπεια μειονοτήτων και παράλληλα αποτελεί προτροπή σε ρατσιστικές επιθέσεις, ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος να ποινικοποιηθεί και η έκφραση γνώμης για ιστορικά γεγονότα και να εκτεθούν σε διώξεις και να τιμωρηθούν πρόσωπα που διατυπώνουν, έστω και με οξύ ύφος, ακόμη και επιστημονικές απόψεις για τα θέματα αυτά.
Η δημοκρατία, όπως παρατηρεί ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αποτελεί διαρκή πορεία αμφισβήτησης στο επίπεδο της πολιτικής, όπως και η φιλοσοφία επίσης συνιστά αμφισβήτηση σε επίπεδο σκέψης. Πώς όμως θα επιτευχθεί η αμφισβήτηση, όταν απαγορεύεται η έκφραση της αντίθετης άποψης;
Η αλήθεια είναι ότι ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζεται με νόμους και διατάξεις. Είναι μάλιστα πιθανό στη συγκεκριμένη περίπτωση ο νόμος να επιτείνει αυτό που υποτίθεται ότι καταπολεμά. Η ρατσιστική βία, η ξενοφοβία, ο φόβος απέναντι στο διαφορετικό αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με όπλα την Παιδεία – με τη στενή αλλά και την ευρύτερη έννοια του όρου – και τον Πολιτισμό, που είναι δύσκολο να ανθίσουν μέσα σε συνθήκες αυστηρής λιτότητας και εξαθλίωσης, όπου ο αγώνας για την επιβίωση αποτελεί προτεραιότητα αλλά και με την ουσιαστική και ριζική αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού προβλήματος.
Δεδομένης της υπάρχουσας επαρκούς (με την ανάγκη ενδεχομένως κάποιων βελτιώσεων) νομοθεσίας, εύλογα προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον η έντονη διαφωνία ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία, που βλέπει τα ποσοστά της στις δημοσκοπήσεις πολύ χαμηλά σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές, και στο ΠΑΣΟΚ σε κοινή πλεύση με τη ΔΗΜΑΡ που δημοσκοπικά πιέζονται ασφυκτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, στοχεύει στην εξεύρεση λύσης στο τόσο ευαίσθητο και βαθιά κοινωνικό ζήτημα της καταπολέμησης του ρατσισμού.