Της Νατάσσας Πιπεροπούλου-Κωνσταντάρα,
Διδάκτορος Ψυχολογίας
Οι νευρώσεις συνιστούν ψυχολογικές διαταραχές με την παρουσία ενός ή ομάδας συμπτωμάτων και αποκόπτουν το άτομο από την πραγματικότητα και του στερούν το «δικαίωμα» να χαίρεται, να απολαμβάνει τη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις σε καθημερινή βάση. Μολονότι έχουν πολύ πιο ήπια μορφή από τις ψυχώσεις οι οποίες συνιστούν καθολική αποκοπή από την πραγματικότητα υπάρχουν κάποιες νευρώσεις, και ανάμεσά τους «η κρίση πανικού», η οποία δημιουργεί στο άτομο πολύ σημαντικά προβλήματα στερώντας του την αυτονομία δράσης και συμπεριφοράς και οδηγώντας το στην αναζήτηση οικείου ή φιλικού προσώπου για να στηριχθεί κατά τη διαχείριση των απρόβλεπτων «επιθέσεων» που το αποδιοργανώνουν υποχρεώνοντας το να κλειστεί στον εαυτό του και το σπίτι του.
Οι νευρώσεις, ως ψυχολογικές διαταραχές, θεωρείται ότι έχουν σε μεγάλο βαθμό ψυχολογική αιτιολογία και περιλαμβάνουν ένα μίγμα άγχους και κατάθλιψης. Έχει υπολογισθεί στατιστικά από τις αρμόδιες εθνικές και διεθνείς στατιστικές υπηρεσίες και από τον Παγκόσμιο οργανισμό Υγείας ότι ένα στους τέσσερες κατοίκους των οικονομικά αναπτυγμένων χωρών θα αντιμετωπίσει κάποια μορφή νευρωτικής διαταραχής στη διάρκεια της ζωής του και θα απαιτηθεί να αναζητήσει την κατάλληλη ψυχολογική ή ψυχιατρική στήριξη. Στατιστικά, με εξαίρεση ίσως την κοινωνική φοβία, τα ποσοστά νευρωτικών διαταραχών είναι μεγαλύτερα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες.
Σε κάποια άτομα οι «διαταραχές άγχους» είναι συχνές και μάλιστα δεν περιορίζονται στην παρουσία συγκεκριμένων αντικειμένων ή καταστάσεων. Στην περίπτωση της «κρίσης πανικού» η διάρκεια είναι μερικών λεπτών, τα οποία βιώνονται ως «αιώνες» για το άτομο που ζει την εμπειρία, ενώ η συχνότητα ποικίλλει από άτομο σε άτομο.
Τα τυπικά συμπτώματα περιλαμβάνουν ταχυκαρδίες, στηθάγχη, αίσθηση πνιγμού, αστάθειες και απώλεια επαφής με τη πραγματικότητα με τη μορφή της «αποπροσωποποίησης» και του «εξωπραγματικού» συναισθήματος (αποκοπής από την πραγματικότητα).
Τελικά ο φόβος ενός επικείμενου απρόβλεπτου και ανεξέλεγκτου «πανικού» εμποδίζει το άτομο να βγει σε δημόσιους χώρους και να λειτουργήσει μόνο του, φυσικά και δεν του επιτρέπει να οδηγήσει, και το υποχρεώνει να ζητήσει την φυσική παρουσία οικείου προσώπου η φίλου.
Τα άτομα που θα βιώσουν «κρίσεις πανικού» καταλήγουν να πιστέψουν ότι έχουν σοβαρό οργανικό πρόβλημα και η κατάστασή τους επιδεινώνεται εφόσον συνεχίσει χωρίς τη βοήθεια ψυχολόγου ή ψυχιάτρου και μπορεί να επιβαρυνθεί και από άλλες νοσηρότητες όπως η αγοραφοβία.
Σύμφωνα με τον παγκοσμίως αποδεκτό και καθιερωμένο οδηγό DSM-IV, τα κριτήρια διάγνωσης κρίσης πανικού σε ένα άτομο περιλαμβάνουν μια περίοδο έντονου φόβου και δυσφορίας στη διάρκεια της οποίας τουλάχιστον 4 από τα παρακάτω συμπτώματα θα παρουσιασθούν ξαφνικά και θα κορυφωθούν σε μια χρονική περίοδο περίπου δέκα λεπτών:
- ταχυπαλμία, ταχυκαρδία και γοργή αύξηση καρδιακών παλμών
- εφίδρωση
- τρεμούλα ή ρίγος
- αίσθηση δυσχέρειας στην αναπνοή
- αίσθημα πνιγμού
- στηθάγχη και δυσφορία
- ναυτία ή κοιλιακή δυσφορία
- αίσθηση ζαλάδας, αστάθειας, ή λιποθυμική τάση
- αίσθημα «εξωπραγματικού» ή «αποπροσωποποίησης»
- φόβος απώλειας ελέγχου και «τρέλας»
- θανατοφοβία
- παραισθήσεις (μούδιασμα και μυρμηκίαση)
- ρίγη ή εξάψεις
Στατιστικά υπολογίζεται ότι από 7-28% του πληθυσμού θα έχουν κάποια κρίση πανικού στη ζωή τους και συνήθως στις ηλικίες των 25-30 χρόνων.
Η ψυχοθεραπευτική διαχείριση της κρίσης πανικού εναπόκειται στην αξιολόγηση του/της ψυχολόγου που θα επιλέξει την κατάλληλη θεραπευτική προσέγγισης εκτιμώντας την προσωπικότητα του ατόμου και τα ψυχοκοινωνικά-οικογενειακά-επαγγελματικά του δεδομένα. Συχνά με την γνωστική συμπεριφοριστική θεραπεία εντοπίζουμε και προσδιορίζουμε τις καταστροφικές ερμηνείες του πανικού που διακατέχουν το άτομο, δημιουργούμε στα πλαίσια της προσωπικότητας και του συναισθηματικού φάσματος του ατόμου μη-καταστροφικές εναλλακτικές ερμηνείες και το βοηθούμε να ανακτήσει την αυτοπεποίθηση και τον αυτοέλεγχό του.