Γράφει ο Γιάννης Βαρουφάκης
«Αγωνιούμε και ανησυχούμε βαθιά, όπως και όλοι οι Έλληνες, για τις εξελίξεις στην οικονομία και την κοινωνία…» Έτσι κλείνει το κείμενο ένδεκα καλών συναδέλφων το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά στην “Καθημερινή”. Τουλάχιστον, η Κρίση μας ανάγκασε (εμάς τους οικονομολόγους) να αφήσουμε τα μυστικιστικά μας κείμενα και να συμμετάσχουμε στον δημόσιο διάλογο στην βάση της ισηγορίας: της απλής ιδέας ότι τα λεγόμενά μας πρέπει να κρίνονται από τους πολίτες στην βάση της ποιότητας του επιχειρήματός μας, από το κατά πόσον πείθει, πόσο βοηθά στην διαμόρφωση συλλογικών δράσεων και συνειδήσεων.
Αν μη τι άλλο, η Κρίση απέδειξε ότι ο Πλάτων έσφαλε. Ότι στον χώρο της οικονομίας, η κοινωνία δεν δικαιούται να αφήσει τις τύχες της στους «επαΐοντες», στους «ειδικούς». Πίσω από κάθε καταστροφική οικονομική πολιτική (προ του 2008) η οποία οδήγησε στο Κραχ του 2008 κρυβόταν μια ομάδα από τους καλύτερους οικονομολόγους. Πίσω από κάθε τοξικό παράγωγο βρισκόταν ένα μοντέλο που βάσιζε τις καταστροφικές του παραδοχές στα γραπτά κάποιου Νομπελίστα οικονομολόγου. Οι υπουργοί οικονομίας, ιδίως στην χώρα μας, δεν υστερούσαν καθόλου, ως οικονομολόγοι, σε ακαδημαϊκούς τίτλους. Για την ακρίβεια τα βιογραφικά τους ήταν συχνά εντυπωσιακά.
Σήμερα, εδώ που φτάσαμε, οι οικονομολόγοι έχουμε ιερή υποχρέωση να κάνουμε αυτό που έπραξαν οι 11 συνάδελφοι: Να καταθέτουμε τις απόψεις μας στον δημόσιο διάλογο ως ίσοι μεταξύ ίσων, προσπαθώντας να πείσουμε με λογικά επιχειρήματα για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει. Και να κρινόμαστε για αυτά που προτείνουμε από τους πολίτες οι οποίοι, με την ψήφο τους, έχουν τον τελικό λόγο.
Το Κείμενο των Ένδεκα, πολύ σωστά, αποτελείται απο τρία μέρη: Μια σειρά (τριών βασικών) διαπιστώσεων για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, μια ανάλυση των λόγων που βρεθήκαμε εδώ που είμαστε και, τρίτον, τρεις βασικές συστάσεις για το τι πρέπει να γίνει. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε αυτά τα τρία μέρη ένα προς ένα.
Οι Διαπιστώσεις των Ένδεκα:
Πρώτη διαπίστωση είναι ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη και πως πλησιάζουμε ένα σταυροδρόμι όπου, αν πάρουμε την λάθος κατεύθυνση, θα το μετανοιώσουμε πικρά ως έθνος και ως πολίτες. Πιο συγκεκριμένα, κρίνεται η παραμονή μας στην ευρωζώνη αλλά και γενικότερα το μέλλον της Ευρώπης. Μια στραβοτιμονιά της Ελλάδας πιθανόν να έχει, λόγω της κρισιμότητας της περιόδου, όχι μόνο τεράστιο κόστος για την χώρα μας αλλά και για την Ευρώπη συνολικά.
Δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η Ύφεση ήταν αναπόφευκτη δεδομένης της έντασης της Κρίσης που ξέσπασε στην Ελλάδα στα τέλη του 2009 (και, θα πρόσθετα, του παγκόσμιου Κραχ του 2008 που προηγήθηκε). Με άλλα λόγια, είτε είχαμε Μνημόνιο είτε όχι, ο ελληνικός λαός ήταν προδιαγεγραμμένο (από το 2008) ότι θα υπέφερε.
Τρίτη διαπίστωση, ότι η Κρίση είναι τόσο ελληνική όσο και ευρωπαϊκή. Η Ελλάδα έχει ιδιαίτερες, δικές της, παθογένειες που εξηγούν γιατί λειτουργήσαμε ως «το καναρίνι στην γαλαρία» αλλά, παράλληλα, η Ευρωζώνη είχε κι εκείνη τις δικές της παθογένειες και σαθρές δομές, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Αυτές οι τρεις διαπιστώσεις με βρίσκουν, όπως τις κατέγραψα περιληπτικά πιο πάνω, απόλυτα σύμφωνο. Βέβαια, οι διαπιστώσεις δεν αρκούν. Σημασία έχει (ιδίως ώστε να προβούμε στην εκπόνηση πολιτικών αντιμετώπισης του προβλήματος, της Κρίσης) να προχωρήσουμε στην ανάλυση των αιτίων που οδήγησαν στην κατάσταση την οποία «διαπιστώνουμε». Αυτό επιχειρεί η επόμενη ενότητα:
Η Ανάλυση των Ένδεκα:
Οι Ένδεκα διαχωρίζουν την ελληνική από την ευρωπαϊκή διάσταση της Κρίσης. Όσο αφορά την ελληνική της διάσταση, είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τον τρόπο που χαρακτηρίζουν τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνικής οικονομίας: Ήμασταν (και είμαστε) μια κοινωνία βουτηγμένη στην αναξιοκρατία, μια οικονομία όπου τα αντικίνητρα τα οποία αντιμετώπιζε όποιος ήθελε να δημιουργήσει κάτι της προκοπής (είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα) ορθώνονταν γιγαντιαία και απαιτούσαν Ηράκλεια δύναμη και Οδύσσεια πανουργία για να τα ξεπεράσει, ένα κράτος-εχθρός του πολίτη. Δεν χρειάζεται να σας κουράσω για πράγματα που σχεδόν όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά. Το μόνο που θα πρόσθετα στις ελληνικές παθογένειες είναι μία συγκεκριμένη την οποία οι Ένδεκα δεν αναφέρουν (ίσως επειδή διαφωνούν με την σημασία της): είναι ο υπονομευτικός ρόλος της ανισότητας εισοδημάτων και ευκαιριών. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα που αξίζει να συζητηθεί αλλού.
Εκεί που διαπίστωσα πλήρη διάσταση απόψεων με τους Ένδεκα ήταν στα της ευρωπαϊκής διάστασης της Κρίσης. Επειδή γνωρίζω τις απόψεις των συναδέλφων, εδώ και καιρό, δεν περίμενα ότι οι αναλύσεις μας της Ευρωπαϊκής Κρίσης θα ταυτίζονταν. Πρέπει όμως να σας πω ότι, παρόλα αυτά, εξεπλάγην από την πλήρη αποδοχή εκ μέρους των συναδέλφων μιας συγκεκριμένης ανάλυσης που χρεώνει την Κρίση στην αποτυχία των ευρωπαϊκών «εποπτικών μηχανισμών» να πειθαρχήσουν κράτη και τράπεζες (π.χ. να θέσουν χώρες με υπερβολικό χρέος υπό αυστηρή επιτήρηση πριν ξεσπάσει η Κρίση ή και να σηματοδοτήσουν στις, π.χ., γερμανικές τράπεζες τον κίνδυνο δανεισμού Ισπανών, Ιρλανδών και Ελλήνων ιδιωτών). Πρόκειται για μια άποψη που μπορεί κάλλιστα να ονομαστεί η Πειθαρχική Ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Κρίσης.
Η Πειθαρχική Ερμηνεία ουσιαστικά ισχυρίζεται πως η Κρίση θα είχε αποφευχθεί αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είχε κάνει τα στραβά μάτια, αρχικά στην Γερμανία και στην Γαλλία (που πρώτες παραβίασαν τα όρια του Μάαστριχτ) και, αργότερα, στην Ελλάδα, στην Ιταλία κλπ. Αυτή η Πειθαρχική Ερμηνεία κρύβεται πίσω από την Γερμανική εμμονή να περάσει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (το οποίο μόλις πέρασε και τον σκόπελο του Ιρλανδικού Δημοψηφίσματος, υπό την απειλή ότι ένα Όχι θα σταματούσε την πρόσβαση της χώρας σε νεά δάνεια) – ένα σύμφωνο που προσπαθεί να ιδρύσει νέους, αυστηρότερους μηχανισμούς πειθάρχισης.
Μου κάνει, λέω, εντύπωση, η σιωπηρή (αλλά πλήρης) αποδοχή αυτής της Πειθαρχικής Ερμηνείας για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή πρόκειται για ερμηνεία την οποία εγκαταλείπουν σχεδόν όλοι (όχι μόνο ο κ. Hollande αλλά ακόμα και η Αυστριακή κυβέρνηση), αφήνοντας την κα Μέρκελ να την υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια, ουσιαστικά, μόνη, απομονωμένη από όλο και περισσότερους σοβαρούς αναλυτές. Την στιγμή που ακόμα και στην Γερμανία το ευρωομόλογο έχει καταγραφεί ως μέρος της λύσης, οι Ένδεκα επαναλαμβάνουν την μοναχική εμμονή της κας Μέρκελ ότι «τα ευρωομόλογα μπορεί να οξύνουν τα προβλήματα καθώς θα μειώσουν τα κίνητρα για δημοσιονομική πειθαρχία στις υπερχρεωμένες χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία».
Δεύτερον, επειδή πάσχει από οφθαλμοφανείς αδυναμίες (εξ ου και η εγκατάλειψή της). Πάρτε για παράδειγμα την Ισπανία. Μια χώρα με πλεόνασμα όταν ξέσπασε η Κρίση και χρέος κατά πολύ χαμηλότερο από εκείνο της Γερμανίας. Προφανώς καμία πρότερη πειθάρχιση, κανένας «εποπτικός μηχανισμός» (όσο αυστηρά και άμεμπτα και να λειτουργούσε) δεν θα μπορούσε να αποσοβήσει το σημερινό γονάτισμα της Ισπανίας. Γιατί; Επειδή δεν προέκυψε λόγω δημόσιου χρέους! Προέκυψε λόγω ιδιωτικού δανεισμού από τις γερμανικές τράπεζες ισπανών εργολάβων, ως επί το πλείστον. Με ποιο δικαίωμα θα επέβαλε η Ευρώπη περιορισμούς στην Deutsche Bank ως προς τον ποιον ιδιώτη ισπανό δανείζει και ποιον όχι; (Μόνο κάποιοι εκκεντρικοί οικονομολόγοι λέγαμε τότε ότι η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δυναμίτιζε την διεθνή οικονομία.)
Περνάω τώρα στην ανάλυση του Μνημονίου και του αντικτυπού του. Γράφουν οι Ένδεκα ότι στο πρώτο μισό του 2010 η Ύφεση ήταν δεδομένη και πως η αποδοχή του Μνημονίου ήταν ο καλύτερος τρόπος να την μετριάσουμε. Αν μάλιστα είχε εφαρμοστεί διαφορετικά, με μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις και λιγότερη στις περικοπές και τους νέους φόρους, το Μνημόνιο μπορεί και να είχε πετύχει. Εγκαλούν μάλιστα την Ευρώπη που δεν προέβλεψε το κούρεμα νωρίτερα (κάτι που με χαροποιεί, κατόπιν εορτής, καθώς όταν τότε κάποιος ισχυριζόταν ότι το κούρεμα ήταν αναπόφευκτο, συνάδελφοι της ίδιας σχολής σκέψης τον χαρακτήριζαν «ακραίο» και «υπονομευτή» της εθνικής προσπάθειας).
Σε αυτό το σημείο θα συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε (με τους Ένδεκα) και θα το καταγράψουμε ως κομβικό σημείο της «συζήτησης». Από τις αρχές του 2010, πριν καν δημοσιευτεί η Μνημονιακή Συμφωνία, έλεγα ότι από την στογμή πυ μπήκαμε σε περίοδο ύφεσης, η ελληνική κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί μέσω δανείων (με επιτόκια πάνω από το 3%) τα οποία (α) αυξάνουν το δημόσιο χρέος και (β) δίδονται υπό τον όρο της περικοπής τους εθνικού εισοδήματος (μέσω μέτρων λιτότητας όπως αυτά που παραδοσιακά απαιτεί και επιβάλει το ΔΝΤ, το οποίο έφερε η κα Μέρκελ στην Ευρώπη ακριβώς για αυτό τον λόγο).
Για τους Ένδεκα μια διαφορετική εφαρμογή του Μνημονίου μπορεί να το οδηγούσε σε επιτυχία. Για τον υπογράφοντα, το Μνημόνιο θα αποτύγχανε ακόμα και εάν σοφοί άγγελοι εξ ουρανού κατέβαιναν στην Πλατεία Συντάγματος με σκοπό την εφαρμογή του. (Απόδειξη, αν θέλετε, δίνει το Δουβλίνο: Ένα κράτος-διαμάντι που επέβαλε στον εαυτό του αρκετά Μνημόνια πριν του τα επιβάλουν. Μια οικονομία πιο μεταρρυθμισμένη από οποιαδήποτε άλλη στην κόσμο. Κι όμως: μια κοινωνία που δεν μπορεί, και δεν θα τα καταφέρει, να ξεκολήσει από το τέλμα της Κρίσης και του δημόσιου χρέους.)
Αν έχω δίκιο σε αυτή την εκτίμηση, και οι στόχοι του Μνημονίου ήταν και είναι άπιαστοι, τα πειθαρχικά μέτρα του Μνημονίου δεν είναι τίποτα άλλο από μια μορφή (ίσως ασυνείδητου) δημοσιονομικού σαδισμού: μέτρα τιμωρίας χωρίς την ελπίδα της ανάτασης στο τέλος της τιμωρίας. Αν η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε διανοηθεί να προτιμήσει την στάση πληρωμών από την υπογραφή του Μνημονίου (στις αρχές του 2010) ναι μεν (όπως σωστά λένε οι Ένδεκα) θα είχαμε μια πολύ πιο βαθειά ύφεση βραχυπρόθεσμα (από εκείνη που είχαμε), αλλά: (α) θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο δημόσιου χρέους και ύφεσης (με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε τώρα σε φάση ανάκαμψης) και (β) θα βοηθούσε την υπόλοιπη Ευρώπη να γλυτώσει τον δημοσιονομικό σαδισμό που πρωτοσχεδιάστηκε για την Ελλάδα και μετά «φορέθηκε» στο Δουβλίνο, στην Λισαβόνα, στην Μαδρίτη κλπ (με θετικά αποτελέσματα και για την Ελλάδα, καθώς σήμερα η γενικευμένη ύφεση μας δίνει ακόμα λιγότερες ελπίδες).
Περιπληπτικά, η ανάλυση των Ένδεκα με βρίσκει αντίθετο επειδή, καθώς ενστερνίζονται την Πειθαρχική Ερμηνεία, καταλήγουν σε συμπεράσματα για την προοπτική που προσφέρει η συνεχιζόμενη εφαρμογή των όρων του Μνημονίου τα οποία, κατ’ εμέ, δεν συνάδουν με τις δυνατότητες της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Άλλη μια περίπτωση οικονομολόγων που διαφωνούν στην ανάλυση της οικονομικής πραγματικότητας, αφήνοντας τους πολίτες σχεδόν αβοήθητους να πρέπει να κάνουν μια δύσκολη επιλογή σε μια κρίσιμη στιγμή. Από την άλλη όμως, πιο αισιόδοξη, πλευρά, πρόκειται και την κορύφωση της δημοκρατικής διαδικασίας.
Οι Συστάσεις των Ένδεκα:
Οι ένδεκα συνάδελφοι πολύ σωστά κρίνουν ότι μια έξοδος από το ευρώ θα ήταν ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί αυτή την στιγμή. Την θεωρούν μάλιστα πιθανή, μια «εκπαραθύρωση» της Ελλάδας, και προειδοποιούν ότι θα εξαρτηθεί από το πως θα πορευτεί η επόμενη ελληνική κυβέρνηση. Δεν διαφωνώ ούτε προς αυτό. Εκεί που οι δρόμοι μας χωρίζουν (λόγω των αναλυτικών διαφωνιών που είδαμε πιο πάνω) είναι σε δύο σημεία. Το ένα, τηρουμένων των αναλογιών, επουσιώδες ενώ το δεύτερο ουσιαστικό. Το επουσιώδες αφορά το κατά πόσον η Ευρώπη είναι έτοιμη για μια αποπομπή της Ελλάδας. Οι Ένδεκα αφήνουν να εννοηθεί ότι είναι – ότι η Ευρωζώνη μπορεί να επιβιώσει μια ελληνική έξοδο. Το ουσιώδες είναι ότι, τουλάχιστον έμμεσα, συστήνουν στους εκλογείς να ψηφίσουν ένα από τα λεγόμενα Μνημονιακά κόμματα θεωρώντας ότι η βέλτιστη στρατηγική της χώρας είναι η τήρηση των υποχρεώσεών της προς την τρόικα με στόχο μια επαναδιαπραγμάτευση εντός των σφικτών ορίων του Μνημονίου 2.
Ξεκινώντας από το «επουσιώδες», άποψή μου είναι ότι η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη. Ούτε μπορεί να ετοιμαστεί για μια εληνική έξοδο. Η οποιαδήποτε έξοδος θα αρχίσει τον Χορό του Ευρω-Ζαλόγκου, με την μία μετά την άλλη χώρα να πέφτουν στον γκρεμό των εθνικών νομισμάτων έως ότου η ίδια η Γερμανία αποφασίσει ότι ήρθε η ώρα να φορέσει το αλεξίπτωτό της και να εγκαταλείψει το φλεγόμενο ευρω-σκάφος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ευρώπη είναι αρκετά σοφή ώστε να αποτρέψει μια τέτοια αλυσιδωτή αντίδραση. Αρκεί να παρατηρήσουμε τι έχει συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια για να συμπεράνουμε ότι η Ευρώπη είναι καθ’ όλα ικανή να αυτοκτονήσει αφήνοντας την Ελλάδα να φύγει ή ακόμα και αποπέμποντάς την. Με άλλα λόγια, επί της ουσίας, οι Ένδεκα έχουν δίκιο: η παραμονή μας στο ευρώ δεν είναι δεδομένη (όσο κι αν η αποπομπή μας θα είναι καταστροφική για εκείνους που μας αποπέμψουν).
Έρχομαι λοιπόν στο ουσιώδες: Πως θα μείνουμε στο ευρώ (αλλά ζωντανοί ως κοινωνία, οικογένειες, επιχειρήσεις). Η απάντηση των Ένδεκα είναι απλή: Πειθαρχούμε, εκλέγουμε μια δικομματική κυβέρνηση (υποθέτω ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) και παρακαλούμε για ευνοϊκότερους όρους. Θα συμφωνούσα μαζί τους υπό έναν όρο: Να έκρινα ότι οι όροι που μπορούμε να εκμαιεύσουμε από την τρόικα πειθαρχόντας θα ήταν τέτοιοι που τα δημοσιονομικά του κράτους να μας επιτρέψουν να μείνουμε στο ευρώ έστω και για ένα ή δύο χρόνια.
Κρίνω ότι δεν είναι. Για τους ιδιους λόγους που, όπως έγραφα πιο πάνω, το πρώτο Μνημόνιο είχε ακριβώς μηδέν πιθανότητες επιτυχίας ακόμα και άγγελοι να το εφάρμοζαν. Μάλιστα σήμερα, με το «μυαλό» της τρόικα να μην βρίσκεται στην Ελλάδα αλλά στην Ισπανία και στην Ιταλία, και καθώς δεν θα κάνουν καμια υποχώρηση προς εμάς που να τους περιπλέκει τους σχεδιασμούς για τις δύο αυτές μεγάλες χώρες, η πειθάρχισή μας θα αποφέρει μόνο διακοσμητικές αλλαγές οι οποίες με πιθανότητα 100% θα αποτύχουν να αποτρέψουν τεράστιες υστερήσεις εσόδων και μια τέτοια ασφυξία στην κοινωνία (και στο τραπεζικό σύστημα) που η έξοδος από το ευρώ θα αποτελέσει, εντός μηνών, λαϊκή εντολή.
Περιθώριο συμφωνίας;
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές είναι απαραίτητο να εστιάζουμε σε αυτά που μας ενώνουν, χωρίς βέβαια να παραβλέπουμε τις ουσιαστικές διαφωνίες μας. Το τελευταίο πράγμα που πρέπει να προσθέσουμε στην Κρίση είναι η Διχόνοια. Κλείνοντας λοιπόν, θα αναφερθώ στις τρεις βασικές συστάσεις των Ένδεκα με τις οποίες θα συμφωνήσω εν γένει (στο πλαίσιο της προσπάθειας εξεύρεσης κοινού τόπου):
(1) Να ανακηρύξουμε την παραμονή στην Ευρωζώνη εθνικό στόχο (όσο προβληματική και να θεωρούμε την δόμησή της).
(2) Επαναδιαπραγμάτευση με την Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένου ενός νέου μεγάλου κουρέματος, αυτή την φορά του χρέους προς την τρόικα).
(3) Μεταρρυθμίσεις παντού με στόχο την αποτελεσματικότητα του Δημοσίου, την πάταξη της διαφθοράς και την κατάργηση των αντικινήτρων που αντιμετωπίζουν όσοι θέλουν να δημιουργήσουν.
Αν αποτύχουμε στα πρώτα δύο, θα είναι πολύ δύσκολη (αν όχι αδύνατη) η επιτθυχία του τρίτου στόχου (καθώς η κατάρρευση δεν βοηθά στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, της αναποτελεσματικότητας, του εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα). Τώρα, για να πετύχουμε στον πρώτο στόχο, είναι απαραίτητος ο δεύτερος: μια επαναδιαπραγμάτευση που βάζει την Ελλάδα σε βιώσιμο μονοπάτι (κι ας είναι δύσκολο και ανηφορικό). Τι απαιτεί αυτή η επαναδιαπραγμάτευση; Για τους Ένδεκα απαιτεί να πειθαρχήσουμε στους όρους της τρόικα. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;
Σκεφτείτε τι συνέβη πριν δυο βδομάδες: Δανειστήκαμε από την τρόικα (το EFSF) €4.2 δις, προσθέτωντάς τα στο Δημόσιο Χρέος, για να τα δώσουμε, μέχρι τελευταίας δεκάρας, στην ΕΚΤ (αποπληρώνοντας κάποια ομόλογά μας που είχε αγοράσει η ΕΚΤ – μια αποπληρωμή που άφησε κέρδος στην ΕΚΤ περίπου €500 εκατομμύρια). Ούτε ένα ευρώ δεν πήγε σε φάρμακα, συντάξεις, ούτε καν σε μεταρρυθμίσεις. Ούτε ένα. Τους επόμενους μήνες, το ελληνικό δημόσιο θα κληθεί να επαναλάβει αυτό τον δανεισμό. Και για να μας δοθούν τα χρήματα αυτά (πριν τα στείλουμε στην ΕΚΤ) πρέπει λέει να περικόψουμε κι άλλα δις από τις χαμηκές συντάξεις, από τους μισθούς κλπ, σπρώχνοντας την οικονομία πιο βαθειά στην Ύφεση και ένα βήμα πιο κοντά στην έξοδο από το ευρώ. Μπορεί αυτός ο δημοσιονομικός σαδισμός να σταματήσει μέσω επαναδιαπραγμάτευσης με μια τρόικα που μπορεί να παίρνει την πειθάρχισή μας ως δεδομένη; Σε καμία των περιπτώσεων. (Σε αυτό συμφωνούν και οι Ένδεκα: « η χαλάρωση θα είναι περιορισμένη”, ομολογούν, σε περίπτωση επαναδιαπραγμάτευσης με την Μνημονιακή κυβέρνηση που συνιστούν στους πολίτες να εκλέξουν).
Η εναλλακτική; Να καταγγείλουμε το Μνημόνιο; Κοιτάξτε, η καταγγελτική γλώσσα δεν πείθει. Το μόνο που κάνει είναι να ισχυροποιεί την διάθεση του «άλλου» για σύγκρουση με τον καταγγέλοντα. Ο μόνος λόγος να καταγγείλεις το Μνημόνιο είναι η επόμενη σχεδιασμένη κίνησή σου είναι να ανακοινώσεις την έξοδο από το ευρώ. Άρα, δεν συνιστώ την καταγγελία. Τι συνιστώ; Την λογική. Η δική μου πρόταση, εδώ και καιρό, είναι η εξής: Να κοιτάξουμε τον γερμανό ψηφοφόρο στα μάτια, ακόμα και την κα Μέρκελ, και να τους πούμε το εξής:
«Έχουμε ήδη δανειστεί πολλά χρήματα από εσάς. Η οικονομία μας καταρρέει και αδυνατούμε να αποπληρώσουμε αυτά που ήδη δανειστήκαμε. Αν δανειστούμε κι άλλα τώρα, για να τα επιστρέψουμε στην ΕΚΤ και σε άλλους πιστωτές (όπως κάναμε πριν μερικές εβδομάδες), και μάλιστα υπό όρους που θα μειώσουν το εθνικό μας εισόδημα ακόμα πιο πολύ, πως θα σας ξεπληρώσουμε; Έως ότου λοιπόν δούμε ένα σχέδιο, ένα συνολικό οικονομικό πλάνο (όχι μόνο για εμάς αλλά και για τους Ιρλανδούς, τους Ισπανούς, του Πορτογάλους) που εμπνέει κάποια αισιοδοξία ότι όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε, εμείς απλά δεν θα δεχθούμε τις επόμενες δόσεις των δανείων μας. Δεν θα ήταν σωστό απέναντί σας να δεχθούμε αυτά τα χρήματα. Απλά, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε να συντηρούμε το κράτος μας από τους όποιους φόρους αντλεί, εντός της Ευρωζώνης, όπως μπορούμε. Είναι θέμα ηθικής τάξης και υποχρέωσης απέναντι σε εσάς, στους ευρωπαίους εταίρους μας.»
Μια τέτοια στάση δεν αποτελεί καταγγελία. Αποτελεί όμως την μόνη ελπίδα να μην βγούμε από το ευρώ. Μια ελπίδα που θα σβήσει αν υπερισχύσει μια κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ που συνεχίσει στον δρόμο του αδιέξοδου δανεισμού μετά δημοσιονομικού σαδισμού.