Του Μαυροζαχαράκη Μανόλη,
Κοινωνιολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας
Την προηγούμενη εβδομάδα, οι επικεφαλής των χωρών της ευρωζώνης συμφώνησαν σε ένα νέο πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης που καραδοκεί σε όλη την Ευρώπη από ένα ενδεχόμενο κατάπτωσης της Ελλάδας. Είναι πρόδηλο ότι ή όλη προσπάθεια ξεκίνησε με πολλά εμπόδια και με μεγάλη απροθυμία της Angela Merkel. Τελικά όμως είχε αίσιο τέλος.
Παρά το γεγονός ότι η Γερμανίδα καγκελάριος, μαζί με τους ηγέτες της Ολλανδίας και της Φιλανδίας μέχρι την τελευταία στιγμή δεν εγκατέλειψαν την ιδέα της «τιμωρίας», την ιδέα δηλαδή ότι χώρες με δημοσιονομικό πρόβλημα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά, αναγκάστηκαν τελικά να υποκύψουν στις φωνές που υπερασπίστηκαν απλά το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρώπης.
Ενίοτε η επιχειρηματολογία της Merkel, άλλωστε δεν ήτανε ιδιαίτερα πειστική, στον βαθμό που δεν μπόρεσε να εξηγήσει πως θα μπορούσε μια χώρα με σημαντικό δημοσιονομικό και παραγωγικό πρόβλημα, όπως η Ελλάδα να ξαναπατήσει κάποτε στα πόδια της, εάν της επιβάλλονται συνεχώς πρόσθετες κυρώσεις.
Είναι δεδομένο άλλωστε ότι μόνο εν μέρει ευθύνεται η χώρα από μόνη της για το δημόσιο χρέος της και ότι ένα μεγάλο μέρος του χρέους ήτανε, αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία προκλήθηκε από την κερδοσκοπία, αλλά και από απεχθείς πρακτικές ξένων κολοσσών αλά Siemens.
Είναι σαφές ότι τα μέτρα τιμωρίας δεν είναι ικανά παρά μόνο την κρίση να επιτείνουν και να επιδεινώσουν.
Ακριβώς την αντίθεση σε αυτό το πνεύμα «τιμωρίας» αντανακλά ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες. Επιτέλους άλλαξε η κατεύθυνση της έως τώρα ακολουθούμενης πολιτικής.
Σε αυτό συνίσταται η μεγαλύτερη συμβολή της Ελληνικής πλευράς πάνω στη διαπραγματευτική φαρέτρα. Η Ελλάδα κατόρθωσε να πείσει κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες για όλη την Ευρώπη και σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές διαπραγματευτικό περιβάλλον ότι αξίζει να έχει άλλη μια ευκαιρία, όμως αυτή την φορά πραγματική και όχι επίπλαστη και περιχαρακωμένη.
Αποφασίστηκε λοιπόν ένα καλάθι βοήθειας προς την Ελλάδα το περιεχόμενο του οποίου σε αδρές γραμμές είναι το ακόλουθο: το ΔΝΤ και η ΕΕ θα χορηγήσουν 109 δισεκ. ευρώ. Το μερίδιο των τραπεζών θα ανέρχεται σε 37 δισεκατομμύρια «ζωντανά» χρήματα και άλλα 12 δισεκατομμύρια, σαν φόροι.
Ο σκοπός είναι η παράταση της προθεσμίας λήξης των ελληνικών ομολόγων, οι βασικοί κάτοχοι των οποίων είναι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες.
Οι ευρωσοσιαλιστές από την μεριά τους έκριναν ως ορθή την προσπάθεια που κατέβαλαν οι ηγέτες της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες να λάβουν μέτρα για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ και κατά συνέπεια να βοηθηθεί η Ελλάδα.
Ως εκ τούτου τα αποτελέσματα αυτής της συνόδου κορυφής χαιρετίστηκαν και από τους ευρωπαίους σοσιαλιστές ως μια μεγάλη βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα. Απόλυτα ικανοποιημένοι ωστόσο δεν υπήρξαν, όπως φαίνεται από τις δηλώσεις του επικεφαλής των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών Sigmar Gabriel, ο οποίος επισήμανε ότι «δεν λύθηκαν όλοι οι κόμποι του προβλήματος» και επέκρινε μεταξύ άλλων, την «παραίτηση από μια αυστηρότερη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι αποφάσεις είναι στην σωστή κατεύθυνση αλλά δεν επαρκούν».
Κρίνεται ως πρόοδο ότι η Angela Merkel κατά τη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες, εγκατέλειψε την αντίθεση της απέναντι στην κοινή εγγύηση του χρέους των επιμέρους κρατών μελών, κάτι που διαχρονικά ζητάνε οι σοσιαλιστές.
Εδώ και μήνες η σοσιαλιστική ομάδα της Ευρώπης έχει ζητήσει την εισαγωγή της δυνατότητας επαναγοράς κρατικών ομολόγων αδύναμων κρατών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.
Οι συντηρητικοί και φιλελεύθεροι αντιτάχθηκαν έως τώρα σθεναρά σε αυτή την πρόταση.
Κρίνεται επομένως ως θετικό το γεγονός ότι η καγκελάριος Merkel αντιτάχθηκε στους ευρωσκεπτικιστές του κόμματος της προσχωρώντας στην άποψη των ευρωπαϊστών.
Θετικά αξιολογείται από τους σοσιαλιστές επίσης το χαμήλωμα του επιτοκίου δανεισμού και η διαγραφή ενός μέρους του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Η μείωση του επιτοκίου δανεισμού στο 3,5% θεωρείται σωστό βήμα για να ξαναπάρει μπροστά η μηχανή της οικονομίας.
Η δυνατότητα ανάληψης δανείων από δημόσιους και ιδιωτικούς πιστωτές για την Ελλάδα με χαμηλό επιτόκιο θα της δώσει την δυνατότητα, να αναπτύξει ρεαλιστικές προοπτικές για την ανάπτυξη και προοπτικές για την ελάφρυνση του χρέους της.
Πολύ θετικό κρίθηκε από τους εωρωσοσιαλιστές ότι το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (EMSF European System of Financial Supervision – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης) θα μπορεί πλέον να αγοράσει, εάν κριθεί απαραίτητο ελληνικά ομόλογα από την αγορά.
Αυτό το μέτρο κρίνεται ότι ανοίγει το δρόμο για το ευρωομόλογο.
Κοινά κρατικά ομόλογα υπό μορφή ευρωομολόγων θα είχαν πολύ χαμηλά επιτόκια πολύ κοντά σε αυτά της Γαλλίας και της Γερμανίας λόγω του μεγέθους των οικονομιών.
Τα προβλήματα αναχρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν ορισμένα κράτη λόγω κακής βαθμολογίας ς από τους διεθνής οίκους αξιολόγησης, θα μπορούσαν με το ευρωομόλογο να επιλυθούν ad hoc.
Επιπλέον οι χώρες αυτές θα απαλλάσσονταν από τα εξαιρετικά υψηλά επιτόκια που πληρώνουν στις αγορές.
Λογική θα ήταν στην κατεύθυνση αυτή, η επιδίωξη ενός καλύτερου συντονισμού των μεμονομένων οικονομικών πολιτικών προκειμένου να επιτευχθούν αναδιαρθρώσεις των οικονομιών και ώθηση για αειφόρο ανάπτυξη, ιδιαίτερα στις ταραγμένες περιοχές του Νότου .
Τόσο η ανάπτυξη όσο και η μείωση του χρέους εξαρτώνται αφενός από τον ρυθμό ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ, και το πραγματικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Για να ευοδωθεί μια τέτοια προσπάθεια θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η «δυναμική του χρέους»: εάν η ελληνική οικονομία καταφέρει να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 3%, η επιστροφή σε ένα διατηρήσιμο χρέος προϋποθέτει χαμηλά επιτόκια δανεισμού και πολλές επενδύσεις για τη τόνωση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Εάν συμβεί το αντίθετο η ελληνική οικονομία θα εγκλωβιστεί σε μια μακρά περίοδο ύφεσης και το δημόσιο χρέος της, υπό οιεσδήποτε συνθήκες δανεισμού, δεν θα είναι διατηρήσιμο. Αυτή η κατεύθυνση φαίνεται να έγινε επιτέλους κατανοητή από την Ευρώπη.
Εξ ου οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές από καιρό ζητούσαν ένα αναπτυξιακό σύμφωνο, παράλληλο σε αυτό του Μάαστριχτ για να τονωθούν οι οικονομίες του Νότου.
Αυτή η πρόταση μέχρι πρότινος συνάντησε τις αντιστάσεις των συντηρητικών. Στην σύνοδο κορυφής υπήρξε ωστόσο μια υποχώρηση με την πρόθεση εφαρμογής ενός σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα.
Η κριτική των ευρωπαίων σοσιαλιστών στα απέναντι στις αποφάσεις της συνόδου κορυφής συνοψίζονται στα εξής σημεία:
– Κατά την άποψη των ευρωπαίων σοσιαλιστών δεν αποκλείεται καθόλου η έμμεση παραίτηση από την αποπληρωμή ενός μέρους του ελληνικού χρέους της τάξεως του 20 %, να είναι πολύ χαμηλή.
– Σημειώνεται ότι ακόμα και οι λεγόμενοι σοφοί της Γερμανικής οικονομίας που στην πλειοψηφία τους είναι συντηρητικοί είχαν ζητήσει 50 % παραίτηση από την αποπληρωμή ελληνικού χρέους.
– Εξίσου ασαφές θεωρούν οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές το επενδυτικό πρόγραμμα για την Ελλάδα.
– Το Γερμανικό SPD για παράδειγμα θεωρεί ότι ο τίτλος «νέο σχέδιο Μάρσαλ για τη νότια Ευρώπη» δεν ανταποκρίνεται επί της ουσίας στις προσδοκίες που επενδύονται σε αυτόν.
– Το σχέδιο Μάρσαλ που επινοήθηκε στις Βρυξέλλες από τα έως τώρα γνωστά σημεία του δεν είναι τίποτα άλλο από μια αποτελεσματικότερη αναδιάταξη του ΕΣΠΑ. Δεν αξίζει επομένως τον τίτλο ενός σχεδίου Μάρσαλ, εκτός εάν επενδυθεί στο μέλλον με σημαντικά κεφάλαια για διαρθρωτικές και παραγωγικές επενδύσεις.
– Ακόμη χειρότερα κρίνουν οι σοσιαλιστές την απουσία αυστηρότερων ρυθμίσεων έναντι των χρηματοπιστωτικών αγορών και στην φορολόγηση της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Εκτός από την αποτυχία της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης, θεωρούν οι σοσιαλδημοκράτες ότι ο καιροσκοπισμός των τραπεζών των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι αυτός που οδήγησε, κράτη μέλη όπως την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία στα πρόθυρα της καταστροφής.
– Κάθε επιχειρηματίας στην Ευρώπη πληρώνει φόρους επί των πωλήσεων του. Είναι τραγικό θεωρούν οι σοσιαλιστές ότι οι μόνες που δεν συμβάλλουν τίποτα στην Ευρώπη, παρότι επωφελούνται περισσότερο από όλους, είναι οι χρηματοπιστωτικές αγορές.
– Είναι αποτυχία της Angela Merkel, και του Niocola Sarcozy ότι εξακολουθούν να μην κάνουν τίποτα σε αυτόν τον τομέα, αν και θα είχαν σημαντικούς συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
– Εξίσου σημαντικό είναι να υπάρξει κινητικότητα στο ζήτημα της θέσπισης ενός ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης.
– Υπενθυμίζεται ότι όσον αφορά τους οίκους αξιολόγησης ήδη άφησαν να εννοηθεί ότι η ανταλλαγή βραχυπρόθεσμων μετοχών με μακροπρόθεσμες, 30-ετείς, θα σημαίνει αθέτηση υποχρεώσεων. Τέτοιες απειλές είναι πραγματικές. Δεν αμφιβάλλει για αυτές άλλωστε ούτε ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος δήλωσε ότι προς το παρόν δεν πρέπει να αποκλείεται πλήρως η «επιλεκτική αθέτηση υποχρεώσεων» από μέρους της Ελλάδας.
Έτσι τώρα η Αθήνα πρέπει να τηρεί όλους τους όρους παραχώρησης βοήθειας. Υπενθυμίζεται ότι:
– Πρώτον, η Γερμανία και οι άλλες χώρες της ΕΕ έχουν θέσει το σκληρό όρο της υποχρεωτικής συμμετοχής στη δανειοδότηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
– Δεύτερον, θα είναι πολύ πιο σκληρή η μορφή απολογισμού της Ελλάδας για το πως έχει χρησιμοποιήσει αυτό το δάνειο και κατά πόσο έχει παγιώσει τον προϋπολογισμό της και τη μεταρρύθμιση της μακροοικονομικής της πολιτικής.
Γενικά όλα αυτά πρέπει να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία υπό τον όρο ότι η ίδια η Ελλάδα θα εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της.
Κρίνοντας το συνολικό αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής οι σοσιαλιστές αισθάνονται επιβεβαιωμένοι στα προωθημένα αιτήματα τους για ρύθμιση των αγορών, για ευρωπαϊκή συνεργασία και για οικονομική διακυβέρνηση.
Από αυτήν την σκοπιά τα αποτελέσματα της συνόδου κορυφής κρίνονται μεν θετικά, είναι όμως ανεπαρκή.
Δεν εισήχθησαν πέραν των άλλων, για παράδειγμα ο Φόρος Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών, η αυστηρότερη εποπτεία των συναλλαγών και η απαγόρευση των λεγόμενων γυμνών CDS.
Είναι γεγονός επομένως ότι εξακολουθούν να υπάρχουν περισσότερα ερωτηματικά από ό, τι απαντήσεις όσον αφορά τον έλεγχο των αγορών. Ορισμένα από αυτά τα ερωτηματικά είναι:
– Είναι ασαφές, για παράδειγμα, εάν θα υπάρξει επάρκεια κονδυλίων που θα που τίθενται στη διάθεση του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης, προκειμένου να είναι σε θέση να απορροφήσει όλoυς τους μελλοντικούς κραδασμούς με αποφασιστικές δράσεις.
* Η συμμετοχή του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα με βάση το νέο πρόγραμμα είναι εθελοντική και όχι δεσμευτική. Είναι προβληματικό επομένως αν από την συμμετοχή των τραπεζών μαζευτεί το ποσό των € 50 δισεκατομμυρίων που προσδοκούν οι ταγοί της Ευρώπης. Ασαφές είναι επίσης ποια πραγματικά ρίσκα θα αναλάβουν οι ιδιώτες με την συμμετοχή τους. Και ασαφές είναι επίσης ποιες θα είναι οι εμπράγματες εγγυήσεις που οφείλει να προφέρει η Ελλάδα στους πιστωτές της.
* Το πρόγραμμα εξαγοράς χρέους αποτελεί de facto την εισαγωγή του ευρωομολόγου. Εάν το προβλεπόμενο κούρεμα χρέους ύψους 12 – 20 % φτάσει θα φανεί με τον χρόνο .
* Η μείωση των επιτοκίων δανεισμού στο 3,5 % από τον EFSF ήταν από καιρό αναμενόμενο βήμα. Ασαφές είναι ωστόσο, εάν το επιτόκιο αυτό είναι εγγυημένο είναι για μια ενδεχόμενη παράταση της διάρκειας δανεισμού μέχρι 30 χρόνια.
* Ασαφές είναι επίσης ποια θα είναι η στρατηγική επενδύσεων για την Ελλάδα. Η χώρα πρέπει να επιστρέψει άμεσα σε μια αναπτυξιακή πορεία. Απαιτούνται επομένως επιπλέον χρήματα.
* Οι νέες ευθύνες που αναλαμβάνει οι μηχανισμοί ESM και EFSF δείχνουν στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, που θα διαθέτει τόσο τις κοινές εγγυήσεις και μια προληπτική συνιστώσα. Γιατί δεν γίνεται επίσημη ανακοίνωση της πρόθεσης;
Η χώρα μας αναμφίβολα προσωρινά ετέθη εκτός της ζώνης των πυρών. Όμως παράλληλα καραδοκούν ένα σωρό προβλήματα και προκλήσεις. Μην ξεχνάμε ότι πέρα από τις καθαρά οικονομικές πτυχές της δημοσιονομικής κρίσης, έχει αμεληθεί μια αμιγώς πολιτική της διάσταση , ενδεχομένως δε η πιο σημαντική. Ο λόγος αφορά την διάσταση της λαϊκής κυριαρχίας και δη το ενδεχόμενο μείωσης της. Το πρόβλημα αναδείχθηκε σε όλη του την διάσταση από την πρόσφατη παρέμβαση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ο οποίος ούτε λίγο, ούτε πολύ πρότεινε να περιοριστεί η κυριαρχία προβληματικών κρατών Ευρωζώνης . Όπως είπε «η (ευρωπαϊκή) ολοκλήρωση πρέπει να προχωρήσει, και κράτη με προβλήματα που λαμβάνουν βοήθεια πρέπει σε αντάλλαγμα να παραχωρούν μέρος της κυριαρχίας τους στην ΕΕ»ι.
Η επιλογή αυτή κατά την άποψη του είναι «σε κάθε περίπτωση καλύτερη από το να εκδιωχθούν υπερχρεωμένα κράτη από την ευρωζώνη», καλώντας έμμεσα και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να σταματήσει να ασκεί κριτική στους Ευρωπαίους πολιτικούς.
Επίσης, o Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υποστηρίζει πως η γερμανική κυβέρνηση είναι αντίθετη στη χορήγηση «λευκής επιταγής» στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) για την αγορά ομολόγων στην δευτερογενή αγορά.
Βρισκόμαστε πάντως σε ένα σημείο καμπής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προσωρινές λύσεις εμποδίζουν μια πιο ολοκληρωμένη λύση και υποθάλπουν επιπλέον τον κίνδυνο υποτροπής σε εθνικιστικές πολιτικές, με όλες τις συνέπειές της. Αυτό που είναι ωστόσο ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι ότι έστω και αμυδρά η νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική ηγεσία της Ευρώπης προσχώρησε σε μια αντίληψη ρύθμισης των αγορών η οποία διαχρονικά προτάσσεται από τους σοσιαλδημοκράτες.