Γράφει ο Γιάννης Βαρουφάκης,
Καθηγητής Οικονομικών – Πανεπιστήμιο Αθηνών
24η Ιουλίου του 1923. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπίας στην Λωζάννη, υπογράφει την Συμφωνία που, ουσιαστικά, μέσα από τις στάχτες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αποτέλεσε την βάση της δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μέσα από τις δαγκάνες της μεγάλης μας ήττας, ο Βενιζέλος κατάφερε να αποσπάσει ό,τι μπορούσε να αποσπαστεί από μία ηττημένη χώρα ώστε να κρατηθεί όρθια και με την αξιοπρέπειά της κατά το δυνατόν ανέπαφη.
30η Σεπτεμβρίου 1938. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Neville Chamberlain, μετά την προσγείωσή του στο αεροδρόμιο του Heston, κομίζει την Συμφωνία του Μονάχου, και υπό τις επευφημίες του κόσμου που κατέφτασε εναγωνίως να τον προϋπαντήσει (καθώς οι φόβοι για έναν νέο καταστροφικό πόλεμο είχαν πρόσφατα κορυφωθεί), ανακοίνωσε ότι ο κίνδυνος απετράπη, ότι η χώρα σώθηκε από την περιπέτεια ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου. «I believe it is peace for our time», ήταν η θριαμβευτική του έκφραση που έμεινε στην ιστορία και με την οποία ξεκινούν σχεδόν όλα τα ντοκιμαντέρ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το ερώτημα σήμερα τίθεται πολύ απλά: Το Μνημόνιο 2 θα καταγραφεί στην ιστορία ως μια νέα Συνθήκη της Λωζάννης ή ως ένα νέο Μόναχο; Θα αποτελέσει, όπως η Λωζάννη, μια σκληρή για την Ελλάδα συνθήκη που όμως μας δίνει την ευκαιρία για το χτίσιμο της σύγχρονης Ελλάδας, ακυρώνοντας την πτώχευση του ελληνικού δημοσίου και την έξοδο από το ευρώ (μια έξοδος που θα συμπαρέσυρε και την υπόλοιπη ευρωζώνη στην αποδόμηση); Ή μήπως θα λειτουργήσει υπέρ της Κρίσης, όπως και το Μόναχο το οποίο όχι μόνο δεν ακύρωσε τον Πόλεμο αλλά του έδωσε χρόνο (όταν τελικά εκείνος αποφάσισε να ξεσπάσει) να γίνει μεγαλύτερος, χυδαιότερος, καταστροφικότερος;
Από τα χειρότερα συμπτώματα της Κρίσης είναι τα φαινόμενα ενός νέου εθνικού διχασμού μεταξύ εκείνων που πιστεύουν πως το Μνημόνιο 2 θυμίζει Λωζάννη κι εκείνους που το βλέπουν ως ένα σύγχρονο Μόναχο. Αυτός ο διχασμός, όπως κάθε διχασμός, μας αφαιρεί τις δυνατότητές μας, ως κοινωνία, να συνδιαλεγόμαστε, να οργανώνουμε έναν εποικοδομητικό δημόσιο διάλογο. Τις τελευταίες βδομάδες παρατηρώ, με λύπη, την όλο και διογκούμενη πόλωση. Ακόμα και σε αυτές τις σελίδες, τα σχόλια των αναγνωστών (και στα δικά μου άρθρα) τείνουν να στερούνται όλο και περισσότερο την έφεση προς τον διάλογο, την σύνθεση, την διάθεση για «να σκεφτόμαστε διαφορετικά». Αυτό – κατατάσσονται όλο και περισσότερο είτε στην ομάδα των υποστηρικτών-οπαδών του τάδε ή του δείνα αρθρογράφου είτε σε εκείνους που ξοδεύουν ενέργεια και χρόνο για να τον/την καταγγείλουν, υπονομεύσουν, σπιλώσουν.
Βέβαια, αυτή η πόλωση είναι κατανοητή. Η χώρα αντιμετωπίζει υπαρξιακή αγωνία. Κινδυνεύει να εκπέσει της Ιστορίας, για να δανειστώ την έκφραση του Fredrik Jameson. Ποια από τις δύο ερμηνείες του Μνημονίου 2 είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα (και συνεπώς θα επιβεβαιωθεί από τον ρου των γεγονότων) έχει ύψιστη σημασία για το μέλλον του τόπου. Λογικό είναι όσοι πιστεύουν την μία ερμηνεία να αντιμετωπίζουν τους πιστεύοντες την άλλη ερμηνεία ως (εκόντες ή άκοντες) νεροκουβαλητές του «κακού». Λογικό αλλά καταστροφικό παράλληλα. Προτείνω να κάνουμε όλοι πίσω από αυτή την διχαστική, φυγόκεντρη, τάση. Γιατί σε τελική ανάλυση, θα έρθει η στιγμή (όπως ήρθε και στις δύο περιπτώσεις, της Ελλάδας και της Βρετανίας στον Μεσοπόλεμο) που, όποιο «στρατόπεδο» ή ερμηνεία και να δικαιωθεί εδώ στην Ελλάδα, θα βρεθούμε μαζί στα (ελπίζω συμβολικά) χαρακώματα μιας ευρωπαϊκής Κρίσης όπου θα αγωνιστούμε από κοινού για το μέλλον αυτής της μικρής γωνιάς της Ευρώπης.
Η πιο πάνω έκκληση για ομόνοια, ή τουλάχιστον για απόρριψη της διχόνοιας, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πρέπει να σταματήσουμε να διαφωνούμε έντονα. Σημαίνει απλώς να διαφωνούμε με καλή διάθεση, έτοιμοι να δούμε την αλήθεια (ή ψήγματά της) σε αυτό που λέει ο «άλλος», ο «αντίπαλος». Σημαίνει ακόμα την ισηγορία: να βγάλουμε από το μυαλό μας ποιος λέει αυτό που λέει (και την άποψη μας για το πρόσωπο) εστιάζοντας σε αυτό που λέει, στο πόσο χρήσιμο και αληθινό είναι. Όχι, η ισηγορία δεν είναι πολυτέλεια για την εποχή που ζούμε. Είναι προαπαιτούμενο σωτηρίας για έναν λαό που αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση στη μεταπολεμική του ιστορία.
Η συμφωνία για το Μνημόνιο 2 έχει πολύ δρόμο μπροστά της, όπως γνωρίζετε καλά. Τις επόμενες εβδομάδες, και μέχρι να τελειώσουν οι Προεδρικές εκλογές στην Γαλλία, τα πράγματα θα εξελίσσονται, τουλάχιστον φαινομενικά, σχεδόν ομαλά. Σκέφτομαι να κάνω χρήση αυτής της σχετικής «ομαλότητας» για να ξεκινήσω έναν «διάλογο» με τρεις σχολές σκέψης για το δίλημμα Λωζάννη – Μόναχο. Στα επόμενα άρθρα μου, θα απευθύνω ανοικτές επιστολές προς:
(α) τους έλληνες νεοφιλελεύθερους υπέρμαχους της ερμηνείας Λωζάννη,
(β) τους έλληνες Κευνσιανούς υπέρμαχους της ερμηνείας Λωζάννη,
και (γ) τους έλληνες μαρξιστές υπέρμαχους της ερμηνείας Μονάχου και της επιστροφής στην δραχμή.
Τρεις επιστολές, τρεις βδομάδες. Ελπίζω να αποδειχθούν αρκετά ήσυχες ώστε να μην χρειαστούν εμβόλιμα άρθρα στο μεταξύ…
Για σήμερα, θα κλείσω με μια σύνοψη των τεσσάρων λόγων που, κατ’ εμέ, το Μνημόνιο 2, αν και εύχομαι να αποδειχθεί μια νέα Λωζάννη, θα θυμίζει περισσότερο (και μάλιστα πολύ γρήγορα) ένα νέο Μόναχο:
1. Όπως φαίνεται ξεκάθαρα στη γνωστή έκθεση του ΔΝΤ περί της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους υπό το Μνημόνιο 2, οι πιθανότητες να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο τείνουν ασυμπτωτικά στο μηδέν. Κατ’ αρχάς, ακόμα και ο εκπεφρασμένος στόχος είναι… κάλπικος. Θα θυμάστε ότι στόχος είναι το χρέος μας, ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος (του ΑΕΠ), να μειωθεί στο 120%. Γιατί όχι στο 110%; Μα επειδή της Ιταλίας βρίσκεται (και θα παραμείνει) κοντά στο 120%, οπότε δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί το 120% υπερβολικό για την Ελλάδα (λέγοντας πως πρέπει να μειωθεί στο 110%) χωρίς αυτό να σηματοδοτεί ότι και η Ιταλία οδεύει στην πτώχευση…
Όμως αυτά τα ποσοστά δεν σημαίνουν τίποτα από μόνα τους. Το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας ξεπερνά το 200% αλλά όλοι τρέχουν να την δανείσουν. Τι κρίνει λοιπόν, αν όχι αυτό το ποσοστό, την βιωσιμότητα ενός δημοσίου; Απάντηση: Δύο νούμερα και το πόσο κοντά βρίσκονται μεταξύ τους. Το ένα νούμερο είναι το επιτόκιο στο οποίο δανείζεται το δημόσιο μιας χώρας. Στην Ελλάδα, δεδομένου ότι το δημόσιο από τον Μάη του 2010 δανείζεται μόνο από την τρόικα, πληρώνει επιτόκιο, μέσον όρο, γύρω στο 4%. Το άλλο νούμερο είναι ο ρυθμός αύξησης του εθνικού εισοδήματος (πριν υπολογίσουμε τον πληθωρισμό). Αν αυτά τα δύο νούμερα προβλέπεται ότι θα είναι κοντά το ένα στο άλλο για τα επόμενα χρόνια (δεν πειράζει να αποκλίνουν για ένα ή δύο) τότε το χρέος κρίνεται βιώσιμο. Γιατί; Επειδή το επιτόκιο ουσιαστικά υποδηλώνει, μέσες-άκρες, το ρυθμό αύξησης του δημόσιου χρέους της χώρας: αν είναι κοντά στον ρυθμό μεγέθυνσης του εθνικού εισοδήματος (σε ευρώ), τότε χρέη και εισόδημα αυξάνονται λίγο-πολύ παράλληλα. Άρα το χρέος, αν και αυξάνεται, μπορεί να εξυπηρετείται. (Π.χ. ένα πλούσιος άνθρωπος μπορεί να δανείζεται τεράστια ποσά εφόσον τα εισοδήματα του αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό όπως και τα χρέη του.)
Στην Ελλάδα, σήμερα, ο ρυθμός αύξησης του εθνικού εισοδήματος (προ πληθωρισμού) είναι καθηλωμένος στο μείον 7,5%. Άρα, έχουμε μια απόκλιση αυτών των δύο αριθμών της τάξης του 11,5%! Πρόκειται για την μεγαλύτερη τέτοια απόκλιση στα ιστορικά της παγκόσμιας οικονομίας για μια χώρα που δανείζεται για να αποφύγει την στάση πληρωμών. Και να ‘ταν μόνο αυτό; Ποια η προοπτική να μειωθεί αυτή η απόκλιση στο 2% ή 3%; Καμία! Η επιβολή μείωσης των δημόσιων δαπανών κατά τουλάχιστον €3 δις, την ώρα που τα εργατικά εισοδήματα θα μειώνονται και στον ιδιωτικό και στην δημόσιο τομέα, σημαίνει ότι ένα μείον 5% με 7,5% «μεγέθυνσης» είναι εξασφαλισμένο για το μέλλον. Να γιατί ούτε καν το ΔΝΤ δεν μπορεί να μιλήσει ανερυθρίαστα για τις προοπτικές επιτυχίας του Μνημονίου 2.
2. Έχετε προσέξει ότι τα spreads Ιταλίας και Ισπανίας έχουν μειωθεί ιδιαίτερα; Τι συνέβη; Βελτιώθηκε η κατάσταση στις δύο αυτές χώρες; Όχι βέβαια. Η απόκλιση μεταξύ των δύο αριθμών που ανέφερα πιο πάνω (ως ενδεικτική της βιωσιμότητας ενός κράτους) αποτελούν κόλαφο τόσο για την Ισπανία όσο και για την Ιταλία. Για την ακρίβεια η απόκλιση μεταξύ τους κυμαίνεται γύρω στο εξωφρενικό (για τόσο μεγάλες και κραταιές οικονομίες) 8%. Τότε γιατί βρίσκουν χρήματα να δανειστούν; Επειδή η ΕΚΤ τυπώνει εκατοντάδες δις ευρώ, τα δίνει χωρίς δεύτερη κουβέντα στις ιταλο-ισπανικές τράπεζες και εκείνες, κατόπιν, δανείζουν τα κράτη τους.
Αν η ΕΚΤ είχε κάνει το ίδιο με την Ελλάδα τον Μάρτιο του 2010, ούτε τα δικά μας spreads θα είχαν τιναχθεί στον αέρα (και συνεπώς δεν θα υπήρχε Μνημόνιο 1). Όμως, το γεγονός ότι η ΕΚΤ παρεμβαίνει μαζικά δανείζοντας τις τράπεζες – ζόμπι οι οποίες με την σειρά τους δανείζουν τα κράτη – ζόμπι (γιατί δυστυχώς αυτό ισχύει και για τον δημόσιο τομέα των Ιταλο-ισπανών) δεν σημαίνει ότι η Κρίση του Ευρώ καταλάγιασε. Όχι. Απλώς, μετανάστευσε από ένα λογιστικό βιβλίο σε ένα άλλο. Σε ποιο; Σε αυτό της ΕΚΤ. Εδώ δεν αναφέρομαι στην γνωστή αγωνία (ιδίως των γερμανών) ότι το τύπωμα χρήματος θα ανεβάσει τον πληθωρισμό. Σε υφεσιακές περιόδους αυτός ο κίνδυνος είναι περιορισμένος, έως ανύπαρκτος. Όχι, αναφέρομαι σε κάτι άλλο. Στο εσωτερικό της η ΕΚΤ κρατά έναν λογαριασμό για το τι χρωστά η μία Κεντρική Τράπεζα του ευρωσυστήματος στην άλλη (π.χ. η Ιταλική στην Γερμανική). Αυτά τα χρωστούμενα αντανακλούν τα ελλείμματα στα εμπορικά ισοζύγια (π.χ. όταν η Ελλάδα εισάγει πιο πολλά από όσα εξάγει στην Γερμανία, αυτό μεταφράζεται σε χρέος της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Bundesbank.) Αυτός ο λογαριασμός φέρει την ονομασία Target 2. Λοιπόν, σύμφωνα με την γερμανική Börsenzeitung περί τα €511 δις χρωστούν οι Κεντρικές Τράπεζες της περιφέρειας στην Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας. Με απλά λόγια, οι μη βιώσιμες και όλο διογκούμενες ανισορροπίες εντός της ευρωζώνης απλά μετανάστευσαν από τα spreads στο εσωτερικό του ευρωσυστήματος. Αυτό δεν τις καταστά περισσότερο βιώσιμες. Να γιατί θεωρώ ότι η πρόσφατη Συμφωνία των Βρυξελλών δεν θα αποδειχθεί απλώς ένα Μόναχο για την Ελλάδα αλλά ένα Μόναχο για ολόκληρη την ευρωζώνη.
3. Η ευρωζώνη ολόκληρη βρίσκεται σε ύφεση (αν και, βεβαίως, η ύφεση, όπως και το εισόδημα, δεν κατανέμεται «ισόποσα» σε όλα τα μήκη και πλάτη της ευρωζώνης). Η αποφασιστικότητα με την οποία η νέα αυτή Συνθήκη, το Μνημόνιο 2, σηματοδοτεί την αδυναμία της Ευρώπης να στρέψει πλεονάζουσες αποταμιεύσεις υπό την μορφή παραγωγικών (και επικερδών) επενδύσεων στις περιοχές και στους κλάδους που παράγουν ελλείμματα και χρέη, οδηγεί στο ασφαλές (κατ’ εμέ) συμπέρασμα ότι οδεύουμε στον δρόμο του Μονάχου και όχι της Λωζάννης. Για αυτό δεν χρειάζεται να πιστέψετε εμένα. Διαβάστε το Der Spiegel το οποίο λέει τα ίδια πράγματα καλύτερα.
4. Με δεδομένα τα πιο πάνω τρία σημεία, θεωρώ πως τα παρακάτω εδάφια της Συμφωνίας δεν είναι τίποτα άλλο από παράδοση άνευ όρων μετά από την επικείμενη αποτυχία των στόχων του Μνημονίου 2: «Το Eurogroup χαιρετίζει την πρόθεση της Ελλάδας να θέσει σε λειτουργία μηχανισμό ο οποίος… θα προωθεί κονδύλια που έχουν παραχθεί στο εσωτερικό για εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους πληρώνοντας, υπό την εποπτεία της τρόικας, ένα ποσόν που αντιστοιχεί στα χρέη του τριμήνου απ’ ευθείας σε ειδικό (ξεχωριστό) λογαριασμό του εντολοδόχου της Ελλάδας.»
«Το Eurogroup χαιρετίζει την πρόθεση της Ελλάδας να εισάγει στους επόμενους δύο μήνες στο ελληνικό δίκαιο πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία οι αποπληρωμές των δανειστών έχουν απόλυτη προτεραιότητα. Η πρόβλεψη αυτή θα συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα της Ελλάδας το ταχύτερο δυνατόν.»
Με τις παραπάνω σκέψεις, και μιας και αναφέρθηκα στο Μόναχο, επιτρέψτε μου να κλείσω με τα λόγια του Winston Churchill ο οποίος, στην Βουλή των Κοινοτήτων, σχολίασε την Συμφωνία του Μονάχου, την οποία η πλειοψηφία της Βουλής είχε εγκρίνει ως σωτήρια. Καλύτερα λόγια για να περιγράψω τα συναισθήματα μου για το Μνημόνιο 2 δεν μπορούσα να βρω:
«Παρούσα μεταξύ μας είναι μία καταστροφή πρώτης τάξεως… ηττηθήκαμε δίχως πόλεμο, και τα αποτελέσματα της ήττας μας θα ταξιδέψουν μαζί μας, στον δικό μας δρόμο… περάσαμε ένα απαίσιο σημείο της ιστορικής μας διαδρομής όπου ολόκληρη η ισορροπία της Ευρώπης αποσυντέθηκε καθιστώντας δίκαιες τις εξής καταδικαστικές λέξεις για τις ευρωπαϊκές μας δημοκρατίες: «Βρεθήκατε στην κόψη του ξυραφιού και πιαστήκατε ανίκανες!» Και μη νομίσετε ότι αυτό είναι όλο. Αυτή είναι η αρχή του «λογαριασμού». Είναι η πρώτη γουλιά, η πρώτη γεύση του πικρού ποτηριού από το οποίο θα πρέπει να πίνουμε χρόνο με τον χρόνο εκτός αν στο μεταξύ… ξεσηκωθούμε και υπερασπιστούμε την ελευθερία μας όμως όπως κάποτε.»
Υ.Γ. 1: Το πιο πάνω κείμενο βασίστηκε σε δύο αγγλικά σημειώματα.
Υ.Γ. 2: Σε σχέση με το άρθρο μου της προηγούμενης εβδομάδας (όπου αναφέρθηκα σε ρητές δηλώσεις γερμανών τραπεζιτών που απέπνεαν ότι Ελλάδα και Πορτογαλία οδηγούνται στην έξοδο από την ευρωζώνη) μπορείτε να δείτε και να ακούσετε έναν εξ αυτών να μιλάει ξεκάθαρα επ’ αυτού. Να προσθέσω μόνο ότι αντίστοιχες απόψεις μου διαβίβασαν άλλοι έξι παράγοντες κορυφαίων τραπεζών οι οποίοι όμως αρνήθηκαν να το κάνουν μπροστά στην κάμερα του Channel 4.