Γράφει ο Χρήστος Παπαδημητρίου,
Κοινωνιολόγος – Οικονομολόγος
(Το μείζον στην ψήφιση του Νόμου Πλαίσιο για την Παιδεία εκτός απο το περιεχόμενο είναι και οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την σύγκλιση, η οποία πέραν των άλλων σημαίνει αναμφισβήτητα τη διάθεση για αναμόρφωση, αναδιάταξη, και αναδιοργάνωση των γερασμένων πολιτικών φορέων. Αναμφισβήτητα πρόκειται για υπέρβαση & ιδεολογική προσέγγιση.)
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η παιδεία είναι ίσως ο ισχυρότερος μηχανισμός δημιουργίας στερεότυπων σε κάθε κοινωνία, με την παραδοχή ότι ο ιδεολογικός & κοινωνικό – ποιητικός ρόλος του εκάστοτε δομημένου κράτους εκφράζεται – πραγματώνεται αλλά και στηρίζει την ύπαρξη και συνέχεια του στον μηχανισμό ή σωστότερα στο θεσμό της παιδείας.
Σπάνια συμβαίνει στο θέμα της παιδείας και του προσανατολισμού της εκπαίδευσης, να υπάρχει κοινοβουλευτική σύμπλευση ή τουλάχιστον συναίνεση, καθότι, ο βασικός διαχωριστικός πυλώνας πάνω στον οποίο οικοδομούνται και βασίζονται οι ιδεολογίες είναι το δομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καθοριστικό ρόλο έχει η εκπαίδευση και η παιδεία γενικότερα σε μια χώρα.
Αυτό αποτελεί δεδομένο, κατά συνέπεια η πρόταση για νέο νόμο και ιδιαίτερα νόμο πλαίσιο που θεωρείται όσον αφορά την παιδεία νόμος ευρύτερης διάρκειας και παρέμβασης στο χρόνο και στον συγκεκριμένο χώρο σε όλο το φάσμα και τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, εννοείται ότι σήμερα εκφράζει αναγκαιότητα κοινωνική.
Αυτό σημαίνει ότι ένας νόμος έρχεται να περιγράψει και να προσδιορίσει το «κοινωνικά ώριμο» το οποίο οφείλει να παρακολουθεί η πολιτική εξουσία και κατά συνέπεια αυτή την κοινωνική πραγματικότητα την μετουσιώνει σε νόμο.
Η ψήφιση του νέου Νόμου πλαίσιο για την παιδεία αποτελεί μια μεταπολιτευτική και ιστορική αλλαγή συμπεριφοράς της πολιτικής εξουσίας στη χώρα μας, κυρίως από τους πολιτικούς χώρους που εναλλάσσονται στην εξουσία.
Είναι απόλυτα σαφές ότι έρχεται να διορθώσει κακώς κείμενες καταστάσεις και στρεβλώσεις, και εν κατακλείδι έρχεται να ικανοποιήσει κοινωνικό αίτημα ότι επιτέλους πρέπει πεπατημένες και αρρωστημένες καταστάσεις να αλλάξουν στους χώρους που παράγεται η γνώση.
Είναι απόλυτα σαφές ότι τα ανώτατα ιδρύματα πρέπει να ξεφύγουν από τις λογικές που πιθανότατα μέχρι χτες είχαν κάποιο λόγο ύπαρξης, ενώ σήμερα αποτελούν τροχοπέδη οπισθοδρόμησης.
Το ουσιαστικότερο για την παρούσα ανάλυση από την συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί η κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος παρατήρηση η οποία εστιάζεται στο γεγονός της σύγκλισης πολιτικών συμπεριφορών, τόσο στην κοινωνία όσο και στο κοινοβούλιο με επακόλουθο πιθανόν την ζύμωση για νέου τύπου πολιτικές εκφράσεις.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον όχι μόνο για το χώρο της παιδείας αλλά γενικότερα της πολιτικής στην Ελλάδα είναι ότι από τη στιγμή που οι σημαντικότερες πολιτικές άσκησης της κρατικής εξουσίας δηλαδή τα κόμματα εξουσίας συγκλίνουν στο θέμα της εκπαίδευσης σημαίνει ότι παραδοσιακές ιδεολογικές διαφορές τείνουν να αποτελέσουν δευτερεύοντα παράγοντα όσον αφορά την τοποθέτηση τους στα εθνικά και ουσιαστικά θέματα αλλά προσέτι και για την οργάνωση διεκδίκησης της κυβερνητικής αρχής.
Από κοινωνιολογικής άποψης η συγκεκριμένη εξέλιξη όπως αυτή διαμορφώθηκε με αυτή την πολύ ισχυρή πλειοψηφία στο νόμο πλαίσιο για την παιδεία δίνει τη δυνατότητα στο πολιτικό σύστημα γενικότερα πια να απελευθερωθεί από τις ιδεολογικού περιεχομένου στρεβλώσεις αλλά και εμμονές οι οποίες δημιουργούσαν και δημιουργούν στεγανά άσκησης ενός εποικοδομητικού αντιπολιτευτικού λόγου ή ακόμη και κυβερνητικής άσκησης της πολιτικής.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι το ξεπέρασμα των διαφορών στο θέμα της παιδείας σηματοδοτεί μια νέα πραγματικότητα τουλάχιστον κοινοβουλευτική αλλά οπωσδήποτε κοινωνικά αποδεκτή.
Θα ήταν ιστορικά ανακόλουθη μια άλλη ισχνή πλειοψηφία όσον αφορά το νόμο για την παιδεία και θα ήταν κοινωνικά ξένη καθόσον στη βάση της κοινωνίας έχουν ξεπεραστεί προ πολλού ιδεολογικές αγκυλώσεις που εμπόδιζαν βασικές καθημερινές συμπεριφορές, και έχουν παραμείνει μόνο στις θύμισες κάποιων οι οποίοι ούτως η άλλως δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το χτες από το σήμερα, δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αντίπαλο, δεν μπορούν να ζήσουν έξω από το ιδεολογικό περίβλημα κάποιου κόμματος.
Τα κόμματα όμως με την συμπεριφορά τους για την παιδεία έδειξαν ότι σε άλλου είδους αγώνα θα πρέπει να επικεντρωθεί η προσπάθεια της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας.
Ιδιαίτερα στην Ελλάδα τα κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση μεταπολιτευτικά έχουν διαφορές οριακές, διαφορές για τον τύπο και όχι για την ουσία, και αν εξαιρεθεί η πρώτη τετραετία του Ανδρέα Παπανδρέου κατά την οποία πράγματι έγιναν πολιτικές τοποθετήσεις καίρια ιδεολογικού χαρακτήρα, μετέπειτα η πολιτική ασκήθηκε με τα ίδια εργαλεία με τις ίδιες πολιτικές με μόνη διαφορά την ένταση της διαχείρισης.
Αυτή είναι η ουσία, την οποία η βάση της κοινωνίας έχει κάνει αποδεκτή και αυτή την αλήθεια και αυτή την πραγματικότητα η εξαιρετικά μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού κοινοβουλίου την έκανε νόμο του κράτους σε έναν τομέα που κατά βάση θεωρείται εργαλείο ανάπτυξης πολιτικής ιδεολογίας.
Ιδεολογική κατά συνέπεια θεωρούμε ότι είναι η σύγκλιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Για πρώτη φορά νόμος πλαίσιο για την παιδεία παίρνει τέτοια κοινοβουλευτική συγκατάθεση εφαρμογής αλλά και κοινωνικής αποδοχής θεωρώ, αποδοκιμάζοντας τη θέση μερίδας Ελλήνων βουλευτών ότι ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί, αυτό στο πολιτικό μας σύστημα περιγράφεται διαφορετικά.
Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία της Ελλάδος δια του Νόμου Πλαισίου συντελέστηκε μια υπέρβαση και μια ιστορική σύγκλιση πολιτικής, η οποία αντικατοπτρίζει μια κοινωνικά ώριμη απαίτηση την οποία στο σύνολο του ο εκπαιδευτικός χώρος θα αποδεχθεί και η ελληνική κοινωνία θα επικροτήσει.
Μοναδική επιτέλους συμφωνία εκπαιδευτικής πολιτικής, συμφωνία Νόμου Πλαισίου τον οποίο εννοείται ότι όλα τα ιδρύματα θα εφαρμόσουν πέρα από τις όποιες ενδεχομένως διαφορετικές απόψεις έχουν ορισμένοι πρυτάνεις οι οποίοι εν τούτοις δεν θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι από την συγκεκριμένη κατάσταση η οποία ωρίμασε στην κοινωνία την άποψη της αναγκαιότητας της πολιτικής παρέμβασης στα ΑΕΙ, και οδήγησε την πολιτική ηγεσία στην ιστορική υπέρβαση να μετουσιώσει σε νόμο αυτή την κοινωνική παραδοχή.