Τοποθέτηση Θανάση Οικονόμου επί του Ν/Σ για τη δομή και τη λειτουργία των ΑΕΙ:
«« Όσα νομοθετούνται σήμερα δεν πρέπει να αποτελούν απλά πολιτικές θέσεις, αλλά κοινωνικές αποφάσεις. Η ευρεία κοινοβουλευτική αποδοχή του Νομοσχεδίου είναι σε αυτή την κατεύθυνση:
Με τη βασική παραδοχή ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει να αλλάξει, τοποθετήθηκε ο Θανάσης Οικονόμου στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση στη λειτουργία των ΑΕΙ. Τόνισε, δε, ότι πάντα υπάρχουν περιθώρια για διαβούλευση και διάλογο, μέχρι όμως εκείνο το σημείο που οι αντιδράσεις δεν ξαναγυρνούν τη συζήτηση σε λιμνάζουσα αδράνεια.
«Το Πανεπιστήμιο πρέπει να αλλάξει, γιατί έχει πάψει εδώ και καιρό να συνδιαλέγεται με την κοινωνία και τις ανάγκες της, με τον εθνικό σχεδιασμό για μία Ελλάδα που ξέρει τι θέλει και πως μπορεί να το πετύχει», ξεκαθάρισε λέγοντας ότι το συμβαίνει στα ελληνικά ιδρύματα είναι σε τέτοιο βαθμό συνομολογημένο που όσα νομοθετούνται σήμερα δεν θα έπρεπε να αποτελούν πολιτικές θέσεις, αλλά κοινωνικές αποφάσεις.
Κάλεσε δε την πανεπιστημιακή κοινότητα να στηρίξει τις αλλαγές, καθώς αυτό περιμένει μια κοινωνία που βρίσκεται σε τεράστια δοκιμασία και «όχι να βλέπει μερίδα των πανεπιστημιακών δασκάλων, να απαρνιούνται οι ίδιοι το κύρος και την αξιοπιστία τους, καλλιεργώντας ακόμη και πρότυπα ανομίας».
Στις θετικές πρόνοιες του νομοσχεδίου, περιλαμβάνονται αναμφισβήτητα η ρύθμιση για τη διοίκηση των Πανεπιστημίων, η σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση, το χρονοδιάγραμμα σπουδών.
Ωστόσο, απευθυνόμενος στην Υπουργό, κα. Άννα Διαμαντοπούλου, επεσήμανε τέσσερις διορθωτικές παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν σε δεύτερο χρόνο.
Πρώτον, οι πρόσθετες παροχές από ίδιους πόρους του Ιδρύματος, όπως και οι εκπαιδευτικές άδειες, να προορίζονται για τους νεοδιοριζόμενους καθηγητές, τους επίκουρους, προκειμένου να έχουν την ευκαιρία εντός της προβλεπόμενης 5ετίας να δημιουργήσουν ικανή ερευνητική ομάδα και να γίνουν ανταγωνιστικοί προσελκύοντας νέες χρηματοδοτήσεις.
Δεύτερον, τη δυνατότητα παράτασης της ιδιότητας του φοιτητή σε όποιον για αποδεδειγμένα λόγους ανωτέρας βίας, δεν έχει καταφέρει να εγγραφεί για δύο συνεχόμενα εξάμηνα.
Τρίτον, μαζί με τον κομματικό και συντεχνιακό αποχρωματισμό των Ιδρυμάτων, να αποχρωματιστούν και από την «πολιτική της γκαρσονιέρας» και με συγχωνεύσεις Ιδρυμάτων να δημιουργηθούν μεγάλοι πόλοι καινοτομίας, ανάπτυξης και απασχόλησης.
Και τέταρτον, τη δημιουργία Κεντρικών Συμβουλίων για την απόδοση επαγγελματικών δικαιωμάτων και άδειας ασκήσεως επαγγέλματος, γιατί είναι ανεπίτρεπτο να υπάρχουν σχολές που δεν αναγνωρίζονται τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοιτησάντων.
Αυτό, ωστόσο, που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι οι νέες δυνατότητες που δίνονται στον φοιτητή την περίοδο των σπουδών του, αλλά και μετά κατά την ένταξη του στην παραγωγική διαδικασία. Η σημερινή αβεβαιότητα που βιώνει ο φοιτητής αν διάλεξε τις σωστές σπουδές, αν η οικογένεια του μπορεί να τον στηρίξει οικονομικά μέχρι τέλους, ισοδυναμεί τελικά με κοινωνική ανισότητα.
Γιατί η αλήθεια είναι, ότι όσοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά μια άλλη επιλογή, στα ιδρύματα του εξωτερικού για παράδειγμα, θα αποφύγουν να βιώσουν την εμπειρία του κλεισίματος των σχολών, την κακοποίηση του ασύλου, τα παρωχημένα συγγράμματα, τους προπηλακισμούς καθηγητών.
Τέλος, επεσήμανε ότι απέναντι σε όσους, σε πείσμα των κοινωνικών αναγκών, επιμένουν να θέλουν το Πανεπιστήμιο φορέα συντήρησης και όχι αλλαγών, «οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι το Δημόσιο Πανεπιστήμιο πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα ένα υγιές πεδίο συνάντησης ιδεών, ανοιχτό σε προβληματισμούς και εξωστρεφές απέναντι σ’ ένα περιβάλλον που αλλάζει μέρα με τη μέρα».
Και υγιές ακαδημαϊκό περιβάλλον, σημαίνει Πανεπιστήμιο ανοιχτό στην κοινωνία, για το συμφέρον της οποίας τα Πανεπιστήμια υπάρχουν και λειτουργούν. »»