Από το 1993 και μετά, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να ενοποιείται οικονομικά και “έπεσαν” τα σύνορα μεταξύ των Κρατών-Μελών (ας μην σχολιάσουμε που μας οδήγησε αυτή η ενοποίηση, δεν είναι του παρόντος), θεσπίστηκαν μία σειρά από Νόμοι και Κανονιστικές διατάξεις, που σκοπό είχαν α) την προστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την είσοδο επικίνδυνων παθογόνων οργανισμών που αποτελούσαν απειλή για τη φυτοϋγεία και β) την επιβολή κανόνων στην εσωτερική μετακίνηση φυτών και φυτικών προϊόντων μέσα στην Ένωση, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αποφυγή της διάδοσης τέτοιων οργανισμών από περιοχή σε περιοχή και από κράτος σε κράτος.
Βασικό νομοθέτημα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η Οδηγία 29/2000/ΕΚ η οποία (με όλες τις τροποποιήσεις που έχει υποστεί από τότε) καθορίζει:
α) Τους επιβλαβείς οργανισμούς που αποτελούν κίνδυνο για την φυτοϋγεία της Ένωσης και πρέπει να τύχουν ρύθμισης,
β) Τα “φυτά, φυτικά προϊόντα και άλλα αντικείμενα” τα οποία αποτελούν πιθανούς φορείς των παραπάνω οργανισμών και
γ) Τις διαδικασίες ελέγχων στις οποίες αυτά πρέπει να υποβάλλονται κατά την είσοδό τους στην Κοινότητα αλλά και κατά τη διακίνησή τους μέσα σ’ αυτή.
Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο με το Προεδρικό Διάταγμα 365/2002.
Μία από τις βασικές απαιτήσεις της φυτοϋγειονομικής νομοθεσίας για τη διακίνηση φυτών και φυτικών προϊόντων εντός της Ε.Ε. (μιλάμε πάντα για τα φυτά που είναι ενδεχόμενοι φορείς επιβλαβών οργανισμών) είναι αυτά να συνοδεύονται με φυτοϋγειονομικό διαβατήριο. Το φυτοϋγειονομικό διαβατήριο είναι μία επίσημη πιστοποίηση η οποία αποδεικνύει ότι για τη συγκεκριμένη παρτίδα φυτών έχουν γίνει όλοι οι απαραίτητοι έλεγχοι από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Πρέπει να συνοδεύει τα φυτά κατά τη μεταφορά τους με τρόπο που να μην μπορεί να αφαιρεθεί.
Για να δώσουμε μία εικόνα στον αναγνώστη για ποια ακριβώς φυτά μιλάμε, αναφέρουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός φυτών, από τα πλέον κοινά στην ελληνική αγροτική παραγωγή, όπως εσπεριδοειδή, αμπέλι, μηλοειδή, πυρηνόκαρπα, τομάτα, πιπεριά, μελιτζάνα, αλλά και πολλά καλλωπιστικά πρέπει να διακινούνται από το φυτώριο προς τον παραγωγό με φυτοϋγειονομικό διαβατήριο.
Συμπληρωματικά προς το Π.Δ. 365/2002 εκδόθηκε και το Π.Δ. 30/2006 το οποίο καθορίζει τον τρόπο έκδοσης και εκτύπωσης φυτοϋγειονομικών διαβατηρίων.
Να σημειώσουμε τέλος ότι οι παραβάσεις της φυτοϋγειονομικής νομοθεσίας εκτός από τις διοικητικές κυρώσεις τις οποίες επιβάλλει το ΥΠΑΑΤ διώκονται και ποινικά και μάλιστα με τη διαδικασία του αυτόφωρου!
Ας έρθουμε τώρα να δούμε ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας αυτή τη στιγμή. Σε ό,τι αφορά τα προϊόντα από άλλες χώρες της Ε.Ε. που μπαίνουν στη χώρα, επειδή οι τελωνειακοί έλεγχοι στα σημεία εισόδου έχουν καταργηθεί, οι έλεγχοι κατά βάση πρέπει να γίνονται στα σημεία όπου τα προϊόντα αυτά καταλήγουν (φυτώρια και λοιπές επιχειρήσεις). Θα πρέπει δηλαδή οι αρμόδιες υπηρεσίες κάθε περιοχής να ελέγχουν εάν τα φυτικά προϊόντα που διακινούνται στην περιοχή τους, προέλευσης π.χ. Ιταλίας, Ολλανδίας, Ισπανίας κλπ. συνοδεύονται με φυτοϋγειονομικά διαβατήρια. Πέρα από το γεγονός ότι παρόμοιοι έλεγχοι στην πράξη είναι από πλημμελείς έως ανύπαρκτοι, να σημειώσουμε εδώ ότι όλο το σύστημα των φυτοϋγειονομικών διαβατηρίων, έτσι όπως έχει στηθεί στην Ευρώπη, “μπάζει” από πολλές πλευρές. Αρκεί να αναφέρουμε ότι η εισαγωγή της Τριστέτσας (μία από τις πιο καταστροφικές ασθένειες στα εσπεριδοειδή) στην Αργολίδα τη δεκαετία του 1990, έγινε με δενδρύλλια που ήρθαν από την Ισπανία και που συνοδεύονταν με φυτοϋγειονομικά διαβατήρια!
Τι γίνεται όμως με τα φυτά που παράγονται στην Ελλάδα και διακινούνται στην εγχώρια αγορά; Εδώ η κατάσταση είναι πραγματικά για γέλια και για κλάματα:
Μεγάλες φυτωριακές επιχειρήσεις (από τις μεγαλύτερες της χώρας) παράγουν και διακινούν χιλιάδες φυτά κάθε χρόνο χωρίς φυτοϋγειονομικά διαβατήρια.
Μεγάλα φυτώρια καρποφόρων δέντρων σε όλη την Επικράτεια λειτουργούν επί χρόνια χωρίς καν να ξέρουν για την υποχρέωσή τους περί φυτοϋγειονομικών διαβατηρίων (και όχι αποκλειστικά με δική τους ευθύνη).
Κι όταν αυτά συμβαίνουν στις μεγάλες μονάδες παραγωγής φυτών, καταλαβαίνει κανείς τι γίνεται στις μικρότερες επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες ούτε καν παράγουν οι ίδιες φυτά, αλλά παίζουν απλώς το ρόλο του διακινητή. Εκεί η εφαρμογή της νομοθεσίας είναι πραγματικά ανύπαρκτη και οι υπάλληλοι των αρμόδιων ελεγκτικών υπηρεσιών αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση με ειρωνικά χαμόγελα όταν επισημαίνουν προς τις επιχειρήσεις την υποχρέωσή τους περί φυτοϋγειονομικών διαβατηρίων.
Την κατάσταση «αβαντάρει» με τον τρόπο του και το ίδιο το ελληνικό κράτος, αφού στα συρτάρια του ΥΠΑΑΤ στοιβάζονται επί χρόνια φάκελοι με παραβάσεις χωρίς να επιβάλλεται καμία απολύτως κύρωση, ενώ τα αρμόδια δικαστήρια σπάνια καταδικάζουν τους παραβάτες.
Και το «μπάχαλο» γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από το γεγονός ότι υπάρχουν δύο δημόσιες υπηρεσίες (ΚΕΠΠΥΕΛ και Περιφέρειες) που είναι συναρμόδιες για τον έλεγχο των φυτωριακών επιχειρήσεων, προκαλώντας το λιγότερο σύγχυση και γραφειοκρατικά μπερδέματα ακόμα και σε κείνους τους επιχειρηματίες που θέλουν να είναι σύννομοι!
Συμπεράσματα:
Το σύστημα των φυτοϋγειονομικών διαβατηρίων όπως εφαρμόζεται όλα αυτά τα χρόνια πάσχει σοβαρά. Η εφαρμογή του αποδείχτηκε άκρως προβληματική αλλά και όπου εφαρμόστηκε δημιουργεί ερωτηματικά για την αξιοπιστία του.
Μεγάλες ευθύνες στο θέμα αυτό έχει ο κρατικός μηχανισμός, τόσο ο κεντρικός όσο και ο περιφερειακός, ο οποίος δεν κατάφερε όλα αυτά χρόνια ούτε τους πολίτες να ενημερώσει επαρκώς για τις υποχρεώσεις τους, ούτε το σύστημα ελέγχων να οργανώσει σωστά και αποτελεσματικά, ούτε να «πείσει» ότι έχει τη βούληση να εφαρμόσει πραγματικά το νόμο.
Άποψή μας είναι ότι το σύστημα των διαβατηρίων έτσι όπως είναι δομημένο σήμερα δεν μπορεί να δουλέψει. Επιβάλλεται να αντικατασταθεί από άλλο σύστημα ελέγχου και πιστοποίησης, πιο σύγχρονο και πιο ευέλικτο που να διασφαλίζει κάποια ελάχιστα επίπεδα προστασίας της φυτικής παραγωγής.
Και βέβαια σε ό,τι αφορά την ελληνική Δημόσια Διοίκηση, οι ελεγκτικές υπηρεσίες θα πρέπει να αναδιοργανωθούν και κυρίως να οριστεί μία και μόνο υπηρεσία η οποία θα ελέγχει τις φυτωριακές επιχειρήσεις, ώστε να σταματήσει επιτέλους το αλαλούμ των συναρμοδιοτήτων, που εκθέτει τη Διοίκηση στα μάτια του πολίτη.