Σας προσκαλούμε στην εκδήλωση ιστορικού ενδιαφέροντος με θέμα: «Τα γραμμοχώρια. Ο εμφύλιος πόλεμος και ο ολοκληρωτικός αφανισμός τους». Η εκδήλωση θα γίνειτο Σάββατο 18/08/2012 στο πρώην Ίδρυμα Εθνικής Νεότητας Νεστορίου και ώρα 18:00 το απόγευμα.
Πρόγραμμα εκδήλωσης «Τα Γραμμοχώρια, ο εμφύλιος πόλεμος και ο ολοκληρωτικός αφανισμός τους»:
– Πρώτο μέρος – Σάββατο 18/8/2012:
18:00: έναρξη της εκδήλωσης. Χαιρετισμός Τριαντάφυλλου Μηταφίδη,προέδρου ΕΔΙΑ (1940-΄74) Κ-Δ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Χαιρετισμός Χρήστου Γκοσλιόπουλου, δημάρχου Νεστορίου
18:20: «Τα Γραμμοχώρια της Καστοριάς στον “σύντομο” εικοστό αιώνα». Ομιλία Ραϋμόνδος – Αλβανός Επιστημονικός συνεργάτης ΤΕΙ δυτ. Μακεδονίας (Καστοριά)
19:00: «Το αόρατο χωριό – οδοιπορικό στις δολοφονημένες μνήμες», Ομιλία Νίκος Θεοδοσίου, Σκηνοθέτης – Συγγραφέας
19:20: Παρεμβάσεις κοινού.
– Δεύτερο μέρος:
20:00 Προβολή της ταινίας του Ν. Θεοδοσίου «Περιμένοντας τη Ρόζα»
– Κυριακή 19/08/2012:
10:00 Επίσκεψη στο Γλυκονέρι και “Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης”.
Για περισσότερες πληροφορίες στο www.edia-makedonia.gr
Τα Γραμμοχώρια στον εμφύλιο:
Γραμμοχώρια λέγονται τα πέντε χωριά που βρίσκονται ένθεν κακείθεν στον άνω ρου του Αλιάκμονα. Είναι κατά σειρά μετά το Νεστόριο, το Γλυκονέρι, το Λιβαδοτόπι (Όμοτσκο), το Γιαννοχώρι (Γιαννοβένι), το Μονόπυλο (Πλεκάτι) και η Σλίμνιτσα ή Τρίλοφος. Αυτά τα χωριά είναι συνδεδεμένα με τον Εμφύλιο στο Γράμμο και ιδιαίτερα με την έναρξή του. Σε αυτά τα χωριά στηρίχθηκε η πρώτη αντάρτικη ομάδα του ΔΣΕ με επικεφαλής τον Γιώργη Γιαννούλη, τον Ιούνιο του 1946, όταν κατέβηκε από το Μπούλκες με αποστολή την κατάληψη του Γράμμου και την εδραίωση των δυνάμεων του σ’ αυτόν.
ΣΛΙΜΝΙΤΣΑ: Από την περιοχή της Σλίμνιτσας πέρασε η πρώτη αντάρτικη ομάδα στην Ελλάδα και σε αυτήν έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή της. Μιλώντας σε ανοιχτή συγκέντρωση των κατοίκων του χωριού ο Γ. Γιαννούλης, αφού εξήγησε τους λόγους που ανάγκασαν τους παλιούς αντάρτες του ΕΛΑΣ να ξαναπάρουν τα όπλα και να αρχίσουν το δεύτερο αντάρτικο, ζήτησε την υποστήριξή τους.
Από τότε αυτά τα χωριά ταυτίστηκαν με το αντάρτικο και τον αρχηγό του Γράμμου Γ. Γιαννούλη. Σε δύο μήνες οι τρεις αντάρτες που έμειναν από την πρώτη 7μελή ομάδα, θα γίνουν 67 και σε ένα χρόνο, το 1947 τον Ιούνιο θα γίνουν 4.500. Ο Γράμμος γέμισε με αντάρτες που τον ένοιωθαν σαν σπίτι τους.
Κινούμενοι διαρκώς, οι αντάρτες του Γιαννούλη ήταν πανταχού παρόντες. Παρουσιάζονταν στα χωριά, μιλούσαν στους χωρικούς και οργάνωναν το δίχτυ επαφών και συνδέσμων. Έστηναν ενέδρες, εξάρθρωναν και αφόπλιζαν δίκτυα ένοπλων παρακρατικών μηχανισμών της περιοχής, στρατιωτικά φυλάκια και σταθμούς χωροφυλακή.
Το δημοψήφισμα για τον Βασιλιά 1/9/46: Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1946 θα γινόταν το δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά Γεωργίου του Β’ στην Ελλάδα. Το ΚΚΕ, ενώ έκανε αποχή από τις βουλευτικές εκλογές το Μάρτιο του 1946, στο δημοψήφισμα συμμετείχε. Τη μέρα του δημοψηφίσματος οι αντάρτες του Γράμμου αποφάσισαν να προχωρήσουν σε χτύπημα με πανελλαδικό αντίκτυπο. Αποφάσισαν να ματαιώσουν τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας στο εκλογικό κέντρο της Κοτύλης, που φρουρούνταν από το στρατό και τη χωροφυλακή.
Με μία αιφνιδιαστική επίθεση και μετά από σύντομη μάχη, οι αντάρτες του Γιαννούλη αφόπλισαν τη διμοιρία του στρατού, αιχμαλώτισαν τους χωροφύλακες, διέκοψαν την ψηφοφορία και στη συνέχεια, αφού άφησαν τους στρατιώτες ελεύθερους, οδήγησαν τους χωροφύλακες στα Λιβάδια της Κοτύλης, όπου και τους εκτέλεσαν. Ο εμφύλιος πόλεμος για όσους ακόμη δεν το είχαν καταλάβει, είχε αρχίσει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο και μάλιστα με μία ενέργεια με πολλαπλά μηνύματα και με πολλούς αποδέκτες. Οι αντάρτες ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν το στρατό και τη χωροφυλακή και μάλιστα σε κατοικημένη περιοχή και ότι τραβούσαν έναν δρόμο χωρίς γυρισμό.
ΓΛΥΚΟΝΕΡΙ: Στους επόμενους μήνες η περιοχή θα ξαναβρεθεί στην επικαιρότητα. Το Γλυκονέρι όρισε ο Γ. Γιαννούλης ως τόπο συνάντησης το 1947, όταν ο τότε υπουργός άμυνας Φ. Δραγούμης, ζήτησε από το Γιαννούλη να συναντηθεί με απεσταλμένο του. Όλο το χωριό κινητοποιήθηκε και ανέλαβε την προστασία και την ασφάλεια του Γιαννούλη για τη διεξαγωγή της συνάντησης, που απέβη άκαρπη. Οι προτάσεις του υπουργού αποσκοπούσαν στην εξαγορά του Γιαννούλη και στη διαφυγή του στην Αμερική, πράμα που αρνήθηκε και κατήγγειλε δημόσια ο Γιαννούλης με το περίφημο ανοιχτό του γράμμα – απάντηση στον Φ. Δραγούμη.
Ο Γράμμος χαράχτηκε όσο κανένα άλλο βουνό από την ανθρώπινη ιστορία και μαζί του τα Γραμμοχώρια. Η περιοχή αποτέλεσε επί τρία χρόνια τη σκηνή που διαδραματίστηκαν οι πιο σκληρές και αιματηρές μάχες του Εμφυλίου και δέχθηκε τόνους από βόμβες και ναπάλμ από Αεροπορία και το Πυροβολικό.
Περίοπτη θέση στην περιοχή κατέχει η τοποθεσία, ο «Χάρος» της Κοτύλης, όπου σημειώθηκε η τραγική κατάληξη της σύγκρουσης μεταξύ τμημάτων του στρατού και των ανταρτών το 1947. Οι τρεις τελευταίοι εναπομείναντες αντάρτες αρνήθηκαν να παραδοθούν και να πέσουν ζωντανοί στα χεριά του αντιπάλου. Επέλεξαν να πέσουν στον γκρεμό.
Το 1948 η μόνη διάταξη των γραμμών του ΔΣΕ που δεν έσπασε και είχε απομείνει στο μέτωπο του Γράμμου που κατέρρευσε μετά από 72 μέρες μαχών, ήταν η διάταξη Νέας Κοτύλης (Γκουρούσια)- Πύργος Κοτύλης- Λιβάδια. Η 14η Ταξιαρχία του ΔΣΕ του Γ. Γεωργιάδη, που κρατούσε αυτές τις θέσεις, επέτρεψε να πραγματοποιηθεί η υποχώρηση των τμημάτων του ΔΣΕ από τον υπόλοιπο Γράμμο και να περάσουν από το Γράμμο στο Βίτσι.
Ο περίφημος αυτός ελιγμός των ανταρτών του ΔΣΕ από το Γράμμο στο Βίτσι τον Αύγουστο του 1948, εκτυλίχθηκε στη περιοχή των Γραμμοχωρίων, μπροστά από το χωριό Μονόπυλο. Τέλος, τον Αύγουστο του 1949, στα υψώματα της «Αμμούδας», πάνω από το Γιαννοχώρι και το Λιβαδοτόπι, κατέφθασαν οι εκπρόσωποι της επίσημης Ελλάδας και των «συμμάχων» της με την κουστωδία τους: ο βασιλιάς Παύλος και ο αμερικανός στρατηγός Βαν Φλητ κάθισαν στις θέσεις που στήθηκαν ειδικά για να παρακολουθήσουν το «θέαμα», την τελευταία πράξη του αδελφοκτόνου δράματος στο Γράμμο.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ: Για τα Γραμμοχώρια, η λήξη του εμφυλίου δεν αποτέλεσε κανένα χαρμόσυνο γεγονός. αφού οδήγησε στον ολοκληρωτικό αφανισμό τους. Ο «εθνικός στρατός» ανατίναξε ένα προς ένα όλα τα πέτρινα τριώροφα και διώροφα σπίτια που είχαν απομείνει όρθια. Μπήκαν μπάρες στο δρόμο και στα μονοπάτια και σβήστηκαν τα χωριά από τους χάρτες. Οι δε κάτοικοί τους διασκορπίσθηκαν στην κυριολεξία στα τέσσερα σημεία του πλανήτη.
Οι κάτοικοι που βρέθηκαν με τους αντάρτες μετακινήθηκαν για κάνα δύο μέρες, όπως λέγονταν τότε, στην Αλβανία για λόγους προστασίας. Οι κάνα δύο μέρες για άλλους έγιναν 10 χρόνια, για άλλους μια ολόκληρη ζωή στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπου έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες και τους αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και κατασχέθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι άλλοι κάτοικοι που είχαν μεταφερθεί στην Καστοριά, σκόρπισαν στην Αμερική και Αυστραλία για να ανταμώσουν με τους παλιότερους μετανάστες και κάποιοι έμειναν στην Καστοριά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Ταυτόχρονα η περιοχή των Γραμμοχωρίων κηρύχθηκε απαγορευμένη ζώνη και δεν επιτρεπόταν ούτε καν η προσέγγισή της χωρίς ειδική άδεια.
Το βλέμμα του Οδυσσέα….: Τη δεκαετία του ‘80 επιτράπηκε η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων. Όσοι γεμάτοι προσμονή περίμεναν πώς και πώς την ώρα της επιστροφής για να ξαναδούν το αγαπημένο τους χωριό και την γενέθλια γη, βρέθηκαν αντιμέτωποι για ακόμη μία φορά, με ένα ακόμη σοκ. Χωριό δεν υπήρχε. Το «βλέμμα του Οδυσσέα» αιωρούνταν το κενό.
Χρειάστηκε άλλος αγώνας, για να έρθει ο ηλεκτρισμός, να φτιαχτεί το δίκτυο ύδρευσης, να ανοίξουν έστω χωμάτινοι δρόμοι ώστε να μπορεί να ξαναγίνουν από την αρχή τα χωριά και να αρχίσουν δειλά- δειλά να κτίζονται μικρά σπιτάκια για τη θερινή διαμονή, κυρίως στο Λιβαδοτόπι που είναι και το πιο κοντινό, αλλά και στα άλλα, με εξαίρεση το Μονόπυλο και το Γλυκονέρι, που έμειναν μόνο με την εκκλησία και από ένα σπίτι. Η ζωή άρχισε να επιστρέφει στα Γραμμοχώρια και μαζί να αναθερμαίνεται η δια πυρός και σιδήρου τιμωρημένη από το μετεμφυλιακό κράτος ιστορία της περιοχής.
«Περιμένοντας τη Ρόζα» στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας:
Ο Θωμάς πήγαινε κάθε μέρα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Ιβάνσκα, περιμένοντας τον ερχομό της Ρόζας, της γυναίκας που άφησε πίσω στην Ελλάδα, όταν μαζί με άλλους συντρόφους του από το Δημοκρατικό Στρατό πήραν το δρόμο προς την Ουγγαρία, μετά την ήττα στον Εμφύλιο, που σπάραξε την Ελλάδα. Η Ρόζα δεν φαινόταν, αλλά αυτός δεν έχανε την ελπίδα. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια…
Ο Θωμάς γέμιζε τον κήπο του τριαντάφυλλα για να τού θυμίζουν- ίσως- την αγαπημένη του, αφού στα ουγγρικά το τριαντάφυλλο λέγεται ρόζα. “Πλημμύριζε” ο κήπος του λουλούδια και αρώματα, μαζί και το περβάζι έξω στο δρόμο. Ώσπου, μια μέρα, ένα μηχάνημα του Δήμου χρειάστηκε να σκάψει μπροστά στο σπίτι του και να ξεριζώσει τα τριαντάφυλλα. Τελικά, τα τριαντάφυλλα δεν πρόλαβε να τα ξεριζώσει, αλλά του “ξερίζωσε” την καρδιά, που τον πρόδωσε από την πολλή συγκίνηση, όταν πήγε να προτάξει το κορμί του μπροστά στο μηχάνημα.
«Έσβησε» ο Θωμάς με τον καημό της Ρόζας, που, όπως λέγεται, είχε ξεκινήσει πράγματι για να βρεθεί πλάι στον αγαπημένο της, αλλά στο δρόμο συνάντησε μια συμμορία παρακρατικών, που τη βίασαν και τη σκότωσαν.
Η ιστορία του Θωμά και της Ρόζας, έτσι όπως τού τη διηγήθηκε μια γυναίκα, που γεννήθηκε στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας και έχει επιστρέψει πλέον στην Ελλάδα, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον σκηνοθέτη Νίκο Θεοδοσίου, ο οποίος αποτύπωσε την πορεία των κατοίκων του χωριού Μπελογιάννης (Beloiannisz) στην Ουγγαρία στο ντοκιμαντέρ “Περιμένοντας τη Ρόζα”, που προβλήθηκε χθες το βράδυ στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
“Πιστεύω ότι αυτή η ιστορία του Θωμά και της Ρόζας αποκτά κάτι συμβολικό: λίγο-πολύ, όλοι περιμένουμε μια Ρόζα. Είτε είναι ένα άτομο είτε κάτι άλλο. Είναι η ελπίδα για κάτι καλύτερο. Δηλαδή, ουσιαστικά, οι άνθρωποι που πήραν μέρος σ’ αυτόν τον αγώνα, μετά βρέθηκαν εκεί περιμένοντας κάτι καλύτερο. Και ήταν όλη η ζωή τους συνεχείς διαψεύσεις…” δήλωσε στο ΑΜΠΕ ο κ. Θεοδοσίου.
Το χωριό Μπελογιάννης, το “μοναδικό ελληνικό χωριό εκτός Ελλάδας”, όπως λέει ο σκηνοθέτης, χτίστηκε το 1950 για να στεγάσει τους πολιτικούς πρόσφυγες από την Ελλάδα, που έφτασαν εκεί μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στα οροπέδια του Γράμμου και των Πρεσπών.
Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, από την πρώτη “φουρνιά” την ανθρώπων που άφησαν τα όπλα στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και πήραν το δρόμο της ξενιτιάς, λίγοι έχουν απομείνει να διηγούνται την ιστορία τους. Μια ιστορία που μοιάζει να ταυτίζεται με του Θωμά που για δεκαετίες περίμενε τον ερχομό της Ρόζας, την εκπλήρωση της μεγάλης προσδοκίας…
“Πρώτα- πρώτα, εμείς, όταν ήρθαμε εδώ έπρεπε να συνηθίσουμε να μην φοβόμαστε, όταν ακούμε βουή. Όταν ακούγαμε τη βουή του αεροπλάνου, κρυβόμασταν τους πρώτους μήνες” αφηγείται μπροστά στην κάμερα ένας από τους κατοίκους του χωριού, ξετυλίγοντας το κουβάρι μιας ιστορίας έξι και πλέον δεκαετιών, μεστών σε γεγονότα: από τους ανελέητους βομβαρδισμούς στο Γράμμο και την προσφυγιά, στην εξέγερση του ’56 στην Ουγγαρία και τη δικτατορία του ’67 στην Ελλάδα κι από εκεί στην αμνηστία του ’81, στην πολιτική αλλαγή του ’89 στην Ουγγαρία, στην κρίση…
“Με τα γεγονότα του ’56 ο κόσμος φοβήθηκε. Σου λέει, από μπαρούτι φύγαμε, σε μπαρούτι ήρθαμε…” θυμάται κάποιος κάτοικος, ενώ άλλος μεταφέρει την εικόνα της επιστροφής: “Το 1954 έφευγαν για την Ελλάδα από εδώ, με το τρένο […] Η ευχή που δίναμε ήταν ‘και του χρόνου στην Ελλάδα’. Πού να ξέραμε πως θα περνούσαμε μια δεύτερη οδύσσεια. Και την οδύσσεια την έχουμε ξεπεράσει, πάνε 60 χρόνια τώρα…”.
Πηγαίνοντας στο χωριό για να γυρίσει το ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης βρήκε ακόμη ένα κίνητρο για να ασχοληθεί με την ιστορία των ανθρώπων αυτών. Το κίνητρο αυτό, όπως είπε στο ΑΜΠΕ, ήταν το κόκκινο αστέρι. Το σύμβολο που έφεραν οι τάφοι των αριστερών (αντί σταυρού) στο νεκροταφείο του χωριού βεβηλώθηκε και το χρώμα του σβήστηκε, μετά την ανατροπή του παλαιού καθεστώτος στην Ουγγαρία και την εγκαθίδρυση του νέου που ήθελε να “σβήσει” ό,τι θύμιζε το παρελθόν.
“Ξέβαψαν και έσπασαν το κόκκινο αστέρι. Είναι δείγμα τρομερής βαρβαρότητας, πιστεύω. Αν φτάσουμε στο σημείο να εκδηλώνουμε ένα τέτοιο μίσος απέναντι σε κάποιον, ο οποίος είναι ήδη νεκρός, τότε αυτό είναι άσχημο σημάδι για την ίδια μας την κοινωνία” σημείωσε ο κ. Θεοδοσίου, ο οποίος μετέφερε στην οθόνη του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ το χρονικό των κατοίκων του χωριού Μπελογιάννης, που πέρασαν τη ζωή τους περιμένοντας τη δική τους… Ρόζα.