Του Καθηγητή Γιώργου Πιπερόπουλου
Στην ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ως μία δραματική μορφή ψυχοπαθολογίας είχα αναφερθεί με δημοσίευμα μου στα blogs πριν υπογραφεί το περιβόητο ΜΝΗΜΟΝΙΟ! Πρόσφατες, όμως, αναφορές στο γεγονός ότι χάνουμε το αίσθημα της ΕΛΠΙΔΑΣ και παρατηρείται δραματική αύξηση των αυτοκτονιών καθώς στερεώνεται η παρουσία της τρόικα και βαθαίνει η οικονομική κρίση στης Ελλάδα σπρώχνοντας στην απελπισία αμέτρητους Έλληνες με αναγκάζουν να αναφερθώ και πάλι σήμερα στο διαχρονικό θέμα της ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ (διαβάζω ότι σε έρευνα που εκπονεί η Εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας φαίνεται ότι τουλάχιστον επτά στους δέκα Έλληνες βρίσκονται στα όρια της κατάθλιψης, ενώ το πρόβλημα είναι πιο έντονο στα άτομα που βιώνουν ανεργία ή μειώνεται δραματικά ο μισθός τους.)
Σύμφωνα με κάποιες προγνωστικές προβολές για τις αιτίες θανάτου σε παγκόσμιο επίπεδο μέχρι το 2020 η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ θα φτάσει στην δεύτερη θέση ανάμεσα στις 5 κυρίαρχες αιτίες θανάτου διεθνώς (την πρώτη θέση θα έχουν οι ισχαιμικές καρδιοπάθειες, την τρίτη τα τροχαία ατυχήματα, την τέταρτη τα εγκεφαλικά και την Πέμπτη η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια!)
Η κατάθλιψη εμφανίζεται σε μια πρώτη, επιπόλαια εξέταση ως μια διογκωμένη κατάσταση του αισθήματος της κοινής λύπης. Εκφράζοντας τα υποκειμενικά του συναισθήματα σε τρίτους, το άτομο που αρχίζει να βυθίζεται στον αδυσώπητο κόσμο της κατάθλιψης χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο, τις εκφράσεις κάθε ατόμου που διέρχεται μια κρίση οδύνης, λύπης ή μελαγχολίας. Σε αντίθεση όμως, με την περίπτωση της συνηθισμένης και παροδικής θλίψης και μελαγχολίας, που όλοι μας κατά καιρούς περνάμε, στην περίπτωση της κατάθλιψης η συμπτωματολογία ενέχει τον καθοριστικό χαρακτήρα του βαθμιαίου, αλλά σαφέστατου, εκφυλισμού προς το χειρότερο.
Συναισθηματικά το άτομο καθώς βυθίζεται στην κατάθλιψη δηλώνει τη σταδιακή απώλεια κοινών συναισθημάτων που καλύπτουν το φάσμα από το ενδιαφέρον για γνωστούς και φίλους μέχρι και την αγάπη για οικείους, τον έρωτα για το ταίρι του. Ταυτόχρονα το άτομο χάνει την αίσθηση του χιούμορ και συχνά, χωρίς προφανείς αιτίες, ξεσπά σε κλάμα. Καθώς η κατάσταση χειροτερεύει το άτομο αδυνατεί, ακόμη και όταν συντρέχουν λόγοι, να κλάψει.
Πάσχοντας από κατάθλιψη το άτομο αποζητά καταστάσεις εξάρτησης και, βαθμιαία γίνεται παθητικό αποφεύγοντας έτσι τις ευθύνες που συνοδεύουν το ρόλο κάθε ώριμου ατόμου. Συγκεκριμένα, το άτομο εγκαταλείπει την οικογένεια, τους φίλους, τις κοινωνικές δραστηριότητες, τα επαγγελματικά του ενδιαφέροντα, κλείνεται στον εαυτό του και στο βουβό δράμα της καταθλιπτικής μελαγχολίας του. Με το πέρασμα του χρόνου το άτομο φτάνει στο σημείο όπου αδυνατεί – ή δεν βρίσκει μέσα του την ενέργεια – να ολοκληρώσει συνηθισμένες πράξεις και ασχολίες, πλύσιμο, ντύσιμο, μαγείρεμα. Με λίγα λόγια, το άτομο καταντάει ένα άβουλο όν, κλείνεται στο καβούκι του και παύει να έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τον εαυτό του και τους γύρω του.
Ψυχοδυναμικά η κατάθλιψη ερμηνεύεται ως περίπτωση εσωτερίκευσης κάποιας αποτυχίας στην οποία το ΕΓΩ του ατόμου ταυτίζεται με το χαμένο αντικείμενο, άτομο ή κατάσταση. Στη Φροϋδική θεωρία υποτίθεται ότι σε μια κατάσταση ερωτικής απογοήτευσης, το πρόσωπο που πληγώνει το άτομο ενσωματώνεται στο ΕΓΩ του, ταυτίζεται συμβολικά με αυτό, και κατά συνέπεια η διάσπαση της προσωπικότητας του ατόμου (με τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της κατάθλιψης) αποτελεί για το άτομο την πρέπουσα τιμωρία για το ένοχο πρόσωπο.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της συνηθισμένης θλίψης ή λύπης που έρχεται ως λογικό επακόλουθό μιας οποιοσδήποτε ερωτικής απογοήτευσης και της κατάθλιψης έγκειται, ψυχαναλυτικά, στο γεγονός ότι ο καθένας αφού θρηνήσει τη συγκεκριμένη απογοήτευση θα ξεχάσει το συγκεκριμένο πρόσωπο που τον πλήγωσε και θα αναζητήσει νέες χαρές σε άλλα πρόσωπα.
Οι συμπεριφοριστικές θεωρίες διατείνονται ότι μερικά άτομα δεν δημιουργούν στην παιδική τους ηλικία τις απαιτούμενες βάσεις στις δομές της προσωπικότητάς τους δηλαδή υγιείς μηχανισμούς αυτοεκτίμησης και διακατέχονται από έντονη ανασφάλεια και αβεβαιότητα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Ένα συγκλονιστικό συναισθηματικό επεισόδιο, μια απώλεια ή αποτυχία που θα βυθίσει τον καθένας μας σε θλίψη, οδηγεί τα άτομα αυτά σε απόγνωση και κατάθλιψη με συνέπεια τον αποσυντονισμό των δομών της προσωπικότητάς τους..
Σύγχρονες βιοχημικές έρευνες και μελέτες αποσκοπώντας στην εδραίωση κάποιας οργανικής αιτίας για το φαινόμενο της κατάθλιψης έχουν στοιχειοθετήσει τη συσχέτιση υπέρμετρης ποσότητας κορτιζόνης στο αίμα ή τις διαταραχές στο μεταβολισμό σοδίου και ποτασσίου με την παρουσία κατάθλιψης και καταθλιπτικής μελαγχολίας. Ταυτόχρονα οι χημικές έρευνες ελέγχουν και το ρόλο που διαδραματίζει η κληρονομικότητα στην εδραίωση της προδιάθεσης μερικών ατόμων, για δημιουργία καταθλιπτικών ψυχολογικών καταστάσεων.
Η ραγδαία πρόοδος της βιοχημείας και η ανάπτυξη ψυχοφαρμάκων, παρέχει ελπιδοφόρα αποτελέσματα στις περιπτώσεις καταθλιπτικών περιστατικών που κάποτε θεωρούσαμε ανίατα καθώς όχι μόνο αδρανοποιούσαν το άτομο αλλά το οδηγούσαν και στην αυτοαναίρεση! Τα αποτελέσματα είναι ακόμη καλύτερα όταν η ιατροφαρμακευτική αγωγή συνδυάζεται και με την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική υποστήριξη.
Στην εποχή μας η κατάθλιψη, την οποία στην αρχαιότητα είχαν χαρακτηρίσει ως κατάρα των θεών, εφόσον διαγνωσθεί έγκαιρα και αντιμετωπιστεί με τα κατάλληλα ψυχοφάρμακα και ψυχοθεραπευτική αγωγή υποστήριξης επιτρέπει στο άτομο να παραμείνει περιπατητικό, να λειτουργήσει μέσα και γύρω από το σπίτι του χωρίς να χρειαστεί εισαγωγή σε ψυχιατρική – νευρολογική κλινική. Από πρόσφατες σχετικές μάλιστα έρευνες πιστοποιείται και συνάγεται το συμπέρασμα ότι η φαρμακευτική και ψυχοθεραπευτική αγωγή που παρέχεται εκτός κλινικής προφυλάσσει το άτομο και από τα γνωστά σύνδρομα «ιδρυματοποίησης» που δημιουργούν, σχεδόν κατά κανόνα, οι συνθήκες ζωής και το περιβάλλον των κλασικών ψυχιατρικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
Δεδομένου ότι το άτομο που βυθίζεται στην κατάθλιψη συχνά προβαίνει στην πράξη αυτοαναίρεσης (αυτοκτονίας), κλείνοντας θα επισημάνω τις γοργά αυξανόμενες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ήδη μεγάλος αριθμός Ελλήνων, που μπορεί να λειτουργήσουν επιβαρυντικά στον ψυχισμό μας και θα παροτρύνω τα άτομα, ή εφόσον αυτά αδυνατούν, τους συγγενείς, να προστρέξουν σε αναζήτηση ψυχολογικής και ψυχιατρικής βοήθειας όταν αντιληφθούν ότι η συμπτωματολογία που περιληπτικά περιέγραψα παραπάνω τους αφορά.