Άρθρο του Συλλόγου Ηπειρωτών Αγίων Αναργύρων «Ο ΠΥΡΡΟΣ»
Οι Aποκριές είναι η περίοδος που αρχίζει με το άνοιγμα του Τριώδιου και τελειώνει την Κυριακή της Τυροφάγου και στην Ήπειρο γιορτάζονταν πάντα με πολύ κέφι. Όταν παλαιότερα τα χωριά της Ηπείρου πλημμύριζαν από νεολαία και ήταν όλο ζωή στήνονταν γλέντια σχεδόν σε κάθε σπίτι. Οι παρέες κατασκεύαζαν αυτοσχέδιες μάσκες και αποκριάτικες φορεσιές και γύρναγαν όλο το χωριό. Το μασκαρεμένο ντύσιμο τους αποτελούνταν από μάσκες (προσωπίδες), ρούχα γερόντων, σιγκούνια, βράκες, ρόκες, κουδούνια, άμφια, τουφέκια, τσαρούχια, προβιές, κέρατα, και τόσα άλλα που προξενούσαν το γέλιο, ήταν παλιές φορεσιές, σωστά κουρέλια που ήταν για πέταμα, κρεμούσαν σκορδαμάθες και κρομμυδαρμάθες,κέρατα τράγι, κριαρίσια ή βοδινά που κοσμούσαν τα μέτωπα τους, ουρές αλογίσιες ή βοδινές που τις κρεμούσαν πίσω τους.
Άλλοι ντύνονταν με ολόκληρα τομάρια , κρεμούσαν κουδούνια και κύπρους διπλούς και τριπλούς περπατούσαν ως και με τα τέσσερα σαν τα ζωντανά, χτυπούσαν ντενεκέδες ή άλλα παλιοσίδερα και χαλούσαν τον κόσμο. Γανώνανε τα πρόσωπά τους με μουντζούρα της τέντζερης ή του τηγανιού και έκρυβαν και λίγη μουντζούρα σε ΄να τενεκέ, το είχανε μαζί τους και στα αμασκάρευτα πρόσωπα που συναντούσανε μπροστά τους τα γανώνανε και τους φτιάχνανε τα πιο παράξενα μουστάκια. Στις γειτονιές και στα σπίτια τραγουδούσαν, στα σπίτια που πηγαίνανε οι ιδιοκτήτες προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τους μασκαράδες, μετά τους κέρναγαν γλυκά, ποτά ή λίγα χρήματα για το καλό της Αποκριάς. Ένα από τα παιχνίδια της Αποκριάς που συναντούσε παλαιότερα κάποιος στην Ήπειρο και σε μερικά μέρη γίνεται αναπαράσταση ακόμη και σήμερα ήταν ο «Βαλμάς». Έθιμο κατά το οποίο δέκα – δεκαπέντε άτομα έκαναν κύκλο γύρω από μία φωτιά και προσπαθούσαν να ρίξουν κάποιο χορευτή μέσα.
Βαλμά, Βαλμά!
-Ορίστε αφέντη Παλαμά.
-Που τα ‘χεις τ’ άλογα?
-Στη βοσκή.
-Που?
-Στο Καστρί..
-Και εσύ τι κάνεις εδώ? (ακολουθεί κυνηγητό γιατί ο Βαλμάς άφησε μόνα τ’ άλογα)
Άλλο παιχνίδι των Αποκριών ήταν το ”χάσκο”
Τις Αποκριές στην Ήπειρο συνήθιζαν να παίζουν ένα παιχνίδι που το ονόμαζαν χάσκο. Στην άκρη ενός ξύλου στερέωναν μια κλωστή. Έβραζαν αυγά, τα ξεφλούδιζαν , τα έδεναν στην κλωστή και τα βουτούσαν σ’ ένα δοχείο με γιαούρτι. Κουνώντας το ξύλο, ο παίχτης προσπαθούσε έχοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του να πιάσει το αυγό με το στόμα. Και καθώς το αυγό ήταν καλυμμένο με γιαούρτι, γέμιζε και το πρόσωπο του παίκτη προκαλώντας το γέλιο στους υπόλοιπους. Στο Πωγώγι το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Το αυγό της Τυρινής ήταν το τελευταίο αρτύσιμο φαγητό για τη μέρα αυτή και το πρώτο που θα έτρωγαν σαράντα ημέρες μετά , στην Ανάσταση.
Στα περισσότερα χωριά της Ηπείρου, την Κυριακή της Κρεατινής και της Τυρινής μικροί και μεγάλοι ντύνονταν μασκαράδες.
Το Σάββατο της τελευταίας Αποκριάς συναγωνισμός γινόταν ανάμεσα στις νοικοκυράδες, ποια θα φτιάξει πολλά και καλά τυρομπούρεκα.
Στο Ζαγόρι, η Κυριακή της Τυρινής χαρακτηριζόταν από τα «τραπέζια της αγάπης». Το τραπέζι, που συνδυαζόταν με μεγάλο γλέντι, είχε πλούσια εδέσματα με συμβολική σημασία. Συμβολικό έδεσμα ήταν οι διάφορες πίτες της γάστρας (τα πλακούντια των αρχαίων), τα τραπέζια ήταν γεμάτα με πίτες, τυρί, αυγά, γάλα και βούτυρο.
Μια γιορτή που έδινε μεγάλη ευθυμία, ήταν την εβδομάδα των Αποκριών, ήταν οι «Φωτιές», όλες τις βραδιές της εβδομάδος αυτής και μάλιστα τα Σαββατοκύριακα. Εκτός από τα κοινά γλέντια στα διάφορα σπίτια, γινόντουσαν οι Φωτιές» ή τζιαμάλες όπου οι συγκεντρωμένοι έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν, παρ΄ όλο το χειμωνιάτικο κρύο. Νέοι, κορίτσια και αγόρια ελαφρά μασκαρεμένα, μαζεύονταν και χόρευαν, ενώ οι ηλικιωμένοι γύρω από μια μεγάλη φωτιά, συμμετείχαν συζητώντας, παρακολουθώντας τους νιούς ή καμαρώνοντας τους δικούς τους. Σύμφωνα με το εύθυμο αποκριάτικο πνεύμα τραγουδούσαν και χόρευαν και χορούς με σατυρικούς στίχους εκτός από τους άλλους.
Όπως: «Στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ. Ώχ και πήρα μια γυναίκα πώτρωγε για πέντε δέκα,και την πρώτη τη βραδιά έφαγε πέντε-έξι αυγά, και τη δεύτερη βραδιά προβατίνα με έξι αρνιά, και το τρίτο της το βράδυ, έφαγε ένα γελάδι.»
“Όταν ήμουνα μπεκιάρης έτρωγα κριγιά κι διάρες.Φόντας επαντρεύτηκα όλα τα στειρεύτηκα. Έκανα ένα παιδί κι έτρωγα χλωρό τυρί. Όταν έκανα δυο τρία έτρωγα μπομπότα κρύα κι όταν έκανα πεντέξι ζάρκα ήταν όλα μπλέτσι, κι όταν έκανα δεκάρι ζάρκος βγήκα στο παζάρι.”
Επίσης «Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι. Με τον κ…μωρέ με τον κ… ..κ.λ.π»
“Μια καλή νοικοκυρά τάντρός της βράζει τραχανά, του φίλου της τυρί κι αυγά. Τάντρός της στρώνει στρώματα πέντε γομαροτόμαρα του βάνει και προσκέφαλο ενα γομαροκέφαλο. Του φίλου στρώνει στρώματα πέντε βαμπακοστρώματα του βάνει και προσκέφαλο ενα βαμπακοκέφαλο. κ.τ.λ”
«Πως χορεύουν τα παιδιά ρίχνουνται σαν τα τραγιά. Πως χορεύους οι γριές ρίχνουνται σαν κοπριές..»
Άλλος μιμητικός χορός των Αποκριών ήταν και ο γανωτζής ή καλαντζής. Ένας από τους χορευτές παρίστανε τον καλατζή και προσποιόταν πως γανώνει ταψιά και κατσαρόλες.
Οι φωτιές αυτές κρατούσαν πολλές φορές και μετά τα μεσάνυχτα και βασικό ρόλο έπαιζαν τα παιδιά του μαχαλά. Αυτά συγκέντρωναν τα απαιτούμενα άφθονα ξύλα από τα διάφορα σπίτια της γειτονιάς με την συγκατάθεση των νοικοκυραίων ή και χωρίς αυτή πολλές φορές κρυφά , και αυτά φρόντιζαν να ξεχιονιστεί ο τόπος. Όταν θέλαν να διώξουν τους ξενομαχαλιώτες μπροστά από την φωτιά γιατί τους έπιαναν την στια σε σημείο που να μη μπορούν να κάτσουν οι «δικοί » έριχναν χούφτες από αλάτι στη φωτιά, σκάζοντας το αλάτι ανάγκαζε τους παρακαθήμενους να τραβιούνται λίγο παρά όξω από τη φωτιά.
Υπήρχε επίσης και η συνήθεια τις βραδινές ώρες της τελευταίας αποκριάτικης Κυριακής μετά το τέλος του χορού στο χοροστάσι, γίνονταν ειδικές επισκέψεις μεταξύ στενών συγγενών, ανάμεσα σ΄αυτούς και των αναδόχων(νούνοι). ‘Ετσι οι μικρότεροι στην ηλικία επισκέπτοντο τους μεγαλύτερους που τους παρέθεταν ελαφρό και εκλεκτό δείπνο, φεύγοντας τους φιλούσαν το χέρι λέγοντας “Καλή Σαρακοστή”.
Στην Άρτα την τσικνοπέμπτη οι μανάδες τσίκνιζαν τα τσουκάλια και μουντζουρώνονταν για το καλό του χρόνου. Οι λεγόμενες «μπούλες», οι μεταμφιεσμένες παρέες, έμπαιναν στις ταβέρνες και στα καφενεία δημιουργώντας θόρυβο και πειράζοντας τους άλλους θαμώνες.
«Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί, εγώ θα σε γανώσω κι ας πάω φυλακή». Μια άλλη επινόηση ήταν η Γκαμήλα, ένα σκελετωμένο κεφάλι αλόγου δεμένο σ’ έναν πάσσαλο, μια τάβλα, που τη στήριζαν σε μια κουβέρτα και για να μη φαίνεται η άκρη του ξύλου, τη στόλιζαν με αλογίσια ουρά. Ο Γκαμηλιέρης φορούσε μια προβιά στο κεφάλι και έφερνε βόλτα τις γειτονιές. Την ίδια μέρα έβγαινε και η αρκούδα, που ήταν κάποιος που είχε μεταμφιεστεί. Ο αρκουδιάρης χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα έκανε πως θέλει να τον φάει.
Το Σάββατο της Αποκριάς και το Σάββατο της Τυρινής έβγαινε το αρτινό γαϊτανάκι και έρχονταν και τα άλλα γαϊτανάκια από τα γύρω χωριά, με τα βιολιά. Οι άντρες ήταν ντυμένοι με φουστανέλα και φέσι. Τα μισά παιδιά ήταν ντυμένα με φουστανέλες και τα έλεγαν γενίτσαρους και τα υπόλοιπα με γυναικεία φορέματα και τα έλεγαν νύφες. Το γαϊτανάκι ήταν ένα ξύλο που στην κορυφή του είχε χρωματιστές κορδέλες. Σαν βράδιαζε, το γαϊτανάκι έμπαινε στην μπάντα σε κάποια γωνιά του καφενείου κι εκεί οι κάτοικοι γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Έβλεπες στα πρόσωπα των Αρτινών το γέλιο και τη χαρά. Οι Απόκριες είχαν γλέντι και τραγούδι. Απ’ όποιο σπίτι και να περνούσες τα βράδια, θα αισθανόσουν το ξεφάντωμα εκείνων των ημερών.
Η νηστεία της Μ. Σαρακοστής ήταν ολοκληρωτική και για να είναι πλήρης έπρεπε να “ξαρτυθούν” με ιδιαίτερη φροντίδα όλα τα μαγειρικά σκεύη από τυχόν υπολείμματα κρέατος, τυριού κ.λ.π. Γι΄αυτό άλλωστε λέγεται και “Καθαρό Δευτέρα” ή “Καθαρό βδομάδα” από το καθάρισμα δηλ. που επακολουθούσε μετά τις Αποκριές.
Kαθαρά Δευτέρα (αλμυροκουλούρα)
Την Καθαρά Δευτέρα τα κορίτσια ήθελαν να μάθουν ποιον θα παντρευτούν. Έμεναν νηστικά όλη την ημέρα και το απόγευμα έπαιρναν από τρεις Μαρίες, (κατά προτίμηση), από μια κουταλιά αλεύρι, νερό και αλάτι και ζύμωναν μια κουλούρα, την έψηναν, την έτρωγαν και χωρίς να πιουν νερό έπεφταν για ύπνο. Ο άντρας που θα έβλεπαν στον ύπνο τους να τους δίνει νερό να πιουν θα ήταν ο μελλοντικός τους σύζυγος.
Το μαρτίτσι ή μαρτιάτικο ή Μάρτης
Ένα άλλο έθιμο που υπήρχε γι’ αυτές τις ημέρες (κάποιοι το τηρούν και σήμερα) ήταν το μαρτίτσι ή Μάρτης. Παλαιότερα μικροί και μεγάλοι το φορούσαν την παραμονή της 1ης Μαρτίου για να μην τους “πιάσει” ο Μάρτης και τους μαυρίσει! Το μαρτίτσι γίνεται με δύο ή τρία, συνήθως μάλλινα νήματα σαν πλεξούδα, χρώματος λευκού και κόκκινου. Το φορούν στον καρπό ενός χεριού (συνήθως του αριστερού) σαν κομποσκοίνι και το κρατούν μέχρι το Πάσχα. Κατά το έθιμο το μαρτίτσι το καίνε με τη λαμπάδα, τη νύχτα της Αναστάσεως στην εκκλησία.
Βιβλιογραφία
– Ήπειρος Πέτρινος μόχθος, πικρή ξενιτιά, επιμέλεια Δημήτρης Ελ.Ράπτης, εκδόσεις Μεταίχμιο
– Εδεσματολόγειον Νάντια και Γιάννη Σαραντόπουλου, εκδόσεις Σαββάλας
– Πωγωνησιακά και Βησσανιώτικα του Σπύρου Στούπη, εκδόσεις Δωδώνη Φωτογραφίες: Διαδύκτιο και Ηλιοχώρι (Ντομπρίνοβο) Ζαγορίου-Λαογραφία (www.iliochori.blogspot.com)